Μιά φορά κι έναν καιρό,ήταν μιά μικρή κι όμορφη χώρα.
Μιά χώρα ζηλευτή. Μιά χώρα που ο Ηλιος την εζέσταινε ολοχρονίς, που την αγκάλιαζαν και της τραγουδούσαν οι Θεοί.Μιά χώρα που χόρευε στις μουσικές των πέλαγων και μέθαγε με τοθυμάρι και το δεντρολίβανο.
Αυτή λοιπόν η χώρα, όπως είπαμε ήταν μικρή. Πολύ μικρή.Τόσο μικρή,που χώραγε ολάκερη μέσ’την καρδιά. Ητανε τόσο μικροσκοπική, που χώραγε μόνο γελαστούς ανθρώπους. Μα οι άνθρωποι αυτοί, έρχονταν από πολύ-πολύ μακρυά. Ερχονταν μέσα απ’τους αιώνες. Πάντα χαμογελαστοί και αισιόδοξοι και πάντα οραματιστές και δημιουργικοί. Την εζηλέψαν, τόσοι και τόσοι, αυτή τη χώρα.
Και προσπαθήσανε δική τους να την κάνουν, να την κουρσέψουνε. Μα αυτή, θαρρείς και ήταν ξωτικό,
θαρρείς και ήταν Νεράιδα, γλυστρούσε μέσ’απ’τα χέρια τους. Τους ξέφευγε, τη χάνανε.
Κι όλο την κυνηγούσαν κι όλο να την πιάσουν δεν μπορούσαν. Κι εκεί που κάποιοι πίστεψαν πως την έπιασαν επιτέλους, αυτή γινόταν άνεμος, γινόταν ατμός, γινόταν σύννεφο. Γινόταν άρωμα που τους μεθούσε και τους κοίμιζε. Γινόταν Φώς που τους τύφλωνε. Γινόταν λάβα, που τους έκαιγε τις σάρκες.
Γινόταν αίμα που τους έπνιγε. Πόσοι και πόσοι επίδοξοι άρπαγες, δεν άφησαν τα κοκαλάκια τους, στα Αγια χώματά της. Πόσοι ωκεανοί από αίμα δεν την πότισαν.
Πέρσες και Φράγκοι. Ενετοί κι Αγαρηνοί. Μπαρμπαρόσες και Σαρακήνοι.Τούρκοι, Βούλγαροι, Γερμαναράδες και Ιταλιάνοι. Τελευταία, ενέσκυψε και η Δυναστεία. Μιά ξενόδουλη καταστροφική Δυναστεία, μιά Δυναστεία που έφερνε στο αίμα της την ανωμαλία, το φθόνο, τη διαπλοκή και την προδοσία. Μιά Δυναστεία που κατάφερε,αυτό στο οποίο απέτυχαν όλοι οι προηγούμενοι. Να διχάσει γιά κοντά ογδόντα χρόνια, τους ανθρώπους αυτής της χώρας της μικρής.
Στο τέλος, ολοι μα όλοι, λάκισαν καθημαγμένοι, ντροπιασμένοι, σακατεμένοι. Κι όλοι τους, από τις ίδιες απορίες, βασανίζονταν. Μα πως είναι τόσο μικρή και τόσο ακατάβλητη; Τι έχει τούτη η χώρα και μας ξεφεύγει ;
Γιατί, όλοι τούτοι σταθήκαν στο μικρό της μέγεθος και μόνο.Δεν μέτρησαν την λεβεντιά της. Δεν υπολόγισαν την αντρειοσύνη της. Μα κείνο που πιότερο τους ξέφυγε, εκείνο που δεν είδαν,
εκείνο που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, ήταν εκείνο που δεν μπόρεσαν να νιώσουν. Ηταν εκείνο που δεν πιάνεται, δεν φυλακίζεται και δεν ιδιοποιείται. Κι αυτό, είναι αυτό που τους καταπίνει και που τους εξαφανίζει. Γιατί είναι άπιαστο, είναι ανίκητο κι αδούλωτο. Γιατί είναι Θεία Δωρεά, Θεία Παρακαταθήκη και Γονίδιο Θείον. Κι αν θέλετε να μάθετε τι είναι και πώς το λένε, μάθετε λοιπόν, πως αυτό το λένε ΠΝΕΥΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ κι ΑΔΟΥΛΩΤΟ ...
Μιά χώρα ζηλευτή. Μιά χώρα που ο Ηλιος την εζέσταινε ολοχρονίς, που την αγκάλιαζαν και της τραγουδούσαν οι Θεοί.Μιά χώρα που χόρευε στις μουσικές των πέλαγων και μέθαγε με τοθυμάρι και το δεντρολίβανο.
Αυτή λοιπόν η χώρα, όπως είπαμε ήταν μικρή. Πολύ μικρή.Τόσο μικρή,που χώραγε ολάκερη μέσ’την καρδιά. Ητανε τόσο μικροσκοπική, που χώραγε μόνο γελαστούς ανθρώπους. Μα οι άνθρωποι αυτοί, έρχονταν από πολύ-πολύ μακρυά. Ερχονταν μέσα απ’τους αιώνες. Πάντα χαμογελαστοί και αισιόδοξοι και πάντα οραματιστές και δημιουργικοί. Την εζηλέψαν, τόσοι και τόσοι, αυτή τη χώρα.
Και προσπαθήσανε δική τους να την κάνουν, να την κουρσέψουνε. Μα αυτή, θαρρείς και ήταν ξωτικό,
θαρρείς και ήταν Νεράιδα, γλυστρούσε μέσ’απ’τα χέρια τους. Τους ξέφευγε, τη χάνανε.
Κι όλο την κυνηγούσαν κι όλο να την πιάσουν δεν μπορούσαν. Κι εκεί που κάποιοι πίστεψαν πως την έπιασαν επιτέλους, αυτή γινόταν άνεμος, γινόταν ατμός, γινόταν σύννεφο. Γινόταν άρωμα που τους μεθούσε και τους κοίμιζε. Γινόταν Φώς που τους τύφλωνε. Γινόταν λάβα, που τους έκαιγε τις σάρκες.
Γινόταν αίμα που τους έπνιγε. Πόσοι και πόσοι επίδοξοι άρπαγες, δεν άφησαν τα κοκαλάκια τους, στα Αγια χώματά της. Πόσοι ωκεανοί από αίμα δεν την πότισαν.
Πέρσες και Φράγκοι. Ενετοί κι Αγαρηνοί. Μπαρμπαρόσες και Σαρακήνοι.Τούρκοι, Βούλγαροι, Γερμαναράδες και Ιταλιάνοι. Τελευταία, ενέσκυψε και η Δυναστεία. Μιά ξενόδουλη καταστροφική Δυναστεία, μιά Δυναστεία που έφερνε στο αίμα της την ανωμαλία, το φθόνο, τη διαπλοκή και την προδοσία. Μιά Δυναστεία που κατάφερε,αυτό στο οποίο απέτυχαν όλοι οι προηγούμενοι. Να διχάσει γιά κοντά ογδόντα χρόνια, τους ανθρώπους αυτής της χώρας της μικρής.
Στο τέλος, ολοι μα όλοι, λάκισαν καθημαγμένοι, ντροπιασμένοι, σακατεμένοι. Κι όλοι τους, από τις ίδιες απορίες, βασανίζονταν. Μα πως είναι τόσο μικρή και τόσο ακατάβλητη; Τι έχει τούτη η χώρα και μας ξεφεύγει ;
Γιατί, όλοι τούτοι σταθήκαν στο μικρό της μέγεθος και μόνο.Δεν μέτρησαν την λεβεντιά της. Δεν υπολόγισαν την αντρειοσύνη της. Μα κείνο που πιότερο τους ξέφυγε, εκείνο που δεν είδαν,
εκείνο που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, ήταν εκείνο που δεν μπόρεσαν να νιώσουν. Ηταν εκείνο που δεν πιάνεται, δεν φυλακίζεται και δεν ιδιοποιείται. Κι αυτό, είναι αυτό που τους καταπίνει και που τους εξαφανίζει. Γιατί είναι άπιαστο, είναι ανίκητο κι αδούλωτο. Γιατί είναι Θεία Δωρεά, Θεία Παρακαταθήκη και Γονίδιο Θείον. Κι αν θέλετε να μάθετε τι είναι και πώς το λένε, μάθετε λοιπόν, πως αυτό το λένε ΠΝΕΥΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ κι ΑΔΟΥΛΩΤΟ ...
μια φορά όμως η χώρα αυτή η μικρή έγινε ένας καφενές που άκουγε όλο τα ίδια, για βάρκες και ταξίδια...
ΑπάντησηΔιαγραφή