Με θυμάμαι μεσημέρι, στο Παλαιό Ψυχικό πριν τρία περίπου χρόνια να ψάχνω το σπίτι του. Ιδρωμένος από τη ζέστη, παγωμένος από το άγχος. Μπορεί το περιοδικό Esquire να είχε ως τίτλο μια τεράστια ιστορία στον παγκόσμιο περιοδικό γίγνεσθαι (άρα πήγαινα εκεί ως μέλος ενός σημαντικού, ανδρικού περιοδικού), αλλά το δικό μου όνομα, δεν τολμούσε ούτε να κοιτάξει τη μαρκίζα της κανονισμένης συνέντευξης, που είχε τίτλο "Δημήτρης Μητροπάνος". Εκεί, κοντά στο δημαρχείο ήταν το σπίτι, δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή την οδό, αλλά και τότε που την ήξερα δεν με βοήθησε και πολύ.
Περπατούσα κάνα 20λεπτο, ανάβοντας και σβήνοντας τσιγάρα, α) για να χτυπήσω το κουδούνι ακριβώς την ώρα που είχαμε συμφωνήσει και όχι να ενοχλήσω νωρίτερα και β) για να βρω και το κουράγιο να χτυπήσω το κουδούνι, αφού παρά τον προσωπικό, απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό που έτρεφα για τον τραγουδιστή Μητροπάνο, δεν είχα ιδέα πως να αντιμετωπίσω στα 26 μου τότε, τον άνθρωπο Μητροπάνο. Τι να του έλεγα για να με πάρει στα σοβαρά, ποια έστω μία ερώτηση από τις 30 που είχα ετοιμάσει, ήταν αντίστοιχη ή ανάλογη του μεγέθους του, για να τον πείσω ότι παρότι ήμουν πολύ μικρότερός του, σαν γιος του, ούτε αδιάβαστος είχα πάει, ούτε ήμουν μουσικά απολίτιστος.
(Αυτό το τελευταίο το εννοώ. Θεωρώ μουσικά απολίτιστο τον οποιονδήποτε Έλληνα δεν μπορεί να ακούσει και να παραδεχθεί τη φωνή και τα τραγούδια του Μητροπάνου. Μου είναι το ίδιο απεχθής, όπως αυτοί που την ημέρα του θανάτου του, είδαν φως και Trending Topic στο Twitter, για να μπουν και να γράψουν 140 γελοίους χαρακτήρες, τύπου "εντάξει, πέθανε ο Μητροπάνος, αλλά μην μας τα πρήξετε κιόλας").
Κάτι ανάλογες σκέψεις νομίζω είχα και δευτερόλεπτα πριν μπω στο σπίτι του εκείνη την ημέρα. Το ότι αυτή τη στιγμή θυμάμαι πως ο κήπος του ήταν πολύ καλά διατηρημένος και ότι η ξύλινη πόρτα του σπιτιού είχε ένα βικτοριανό στυλ, μάλλον οφείλεται σε κάποια εγκεφαλικά κύτταρα φωτογραφικής μνήμης, γιατί είμαι σίγουρος πως εκείνες τις στιγμές δεν κατέγραφα τίποτα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα καταφέρω να μην ξεφτιλιστώ.
Όταν άνοιξε η πόρτα, ήταν ένα κοριτσάκι γύρω στα 13 (η Αναστασία, μου είπε μετά εκείνος) που με πέρασε λίγο πιο μέσα, μέχρι "να φωνάξω ένα λεπτό τον μπαμπά μου", όπως μου είπε. Ήταν στον κήπο, προφανώς ηρεμούσε αφού είχε περάσει ελάχιστος καιρός από την περιπέτεια της υγείας του, τη φήμη ότι πεθαίνει, ότι έχει καρκίνο και τελικά το ταξίδι στη Γαλλία για το σταφυλόκοκκο στο νεφρό του και την αναγκαία επέμβαση. Αλλά ας μην ξαναγράφω τα ίδια, όπως και τότε. Δεν έχει και πολλή σημασία σήμερα.
Το "καλησπέρα σας" που μου είπε, πριν μου δώσει ιπποτικά το χέρι του, ήταν αρκετό για να χάσω και το τελευταίο ψήγμα ψυχραιμίας. "Σας;" αναρωτήθηκα. Τι"σας;". Κι όμως, για τις επόμενες δυόμισι ώρες, δεν άφησε ούτε μία φορά τον πληθυντικό ευγενείας από το στόμα του, δεν προσπάθησε ούτε σε μια ερώτηση να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό ύφος, αυτό που έχουν οι "σταρ" (έτσι δεν τους λέμε στο χωριό της Ελλάδας όσους βγαίνουν στην τηλεόραση;) όταν σου μιλάνε με το ζόρι, απαντάνε με ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία και σε κάνουν να αισθάνεσαι όχι δημοσιογράφος που κάνεις τη δουλειά σου, αλλά αυλικός που κάνει τη δική τους.
Όμως, ο Δημήτρης Μητροπάνος δεν είχε ποτέ τέτοιες επιθυμίες. Δεν τον ενδιέφερε πώς θα είναι το καμαρίνι του, ούτε πώς θα βγει στις αφίσες το πρόσωπό του, "τι είμαι, για να βγάζω ψεύτικες φωτογραφίες και να το παίζω νεότερος και ομορφότερος;", μου είχε πει εκείνη την ημέρα, δεν τον ένοιαξε καν τι θα πουν οι συμπλεγματικοί κριτές της ελληνικής μουσικής, όταν αποφάσισε να συνεργαστεί με την Πέγκυ Ζήνα, αφού αν ο ίδιος είχε τη δική του καλή άποψη για έναν τραγουδιστή, του αρκούσε (και στην περίπτωση της Ζήνας, είχε την καλύτερη).
Θάνος Μικρούτσικος, Χρήστος Νικολόπουλος, Μάριος Τόκας, Γιάννης Πάριος, Γρηγόρης Μπιθικώτσης αλλά και Λάκης Παπαδόπουλος, Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Μπάσης. Η φωνή του δεν είχε σύνορα, ούτε γεωγραφικά, ούτε μουσικά. Και τα Λαδάδικα και της Νύχτας τα Ηχεία, ακούγονταν με την τρίχα το ίδιο σηκωμένη, ενώ η 40χρονη διαδρομή του κατάφερε να ενώσει διαφορετικές σε ηλικία, πολιτικές πεποιθήσεις και βιώματα γενιές, με έναν τρόπο πραγματικά μοναδικό στο ελληνικό μουσικό στερέωμα.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ ως τραγουδιστής της αγάπης, τροβαδούρος του έρωτα, της φτώχειας, της ξενιτιάς, δεν είχε καμία μα καμία ταμπέλα από τις αρχές της δεκαετίας του 70 ως τις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε και όλα τα σχόλια για εκείνον ξεκινούσαν και τελείωναν στη φωνή του, στο λάμδα από τη Θεσσαλονίκη, στις βαριές νότες, στα βαριά ζεϊμπέκικα, στους ιδιαίτερους στίχους.
Αν πιάσεις τα τραγούδια του, ένα-ένα, θα δεις ότι ο στίχος που επέλεγε να τραγουδήσει, έμοιαζε να βγαίνει μέσα από πραγματική μελέτη και ο ίδιος το παραδεχόταν. Δεν ήθελα να πει λόγια που δεν είχαν ουσία. "Αν δεν μου αρέσει κάτι, απλώς δεν το τραγουδάω" μου έλεγε τότε. Προφανώς και δεν του έφερνα αντίρρηση. Έγνεφα καταφατικά.
Όμως, παρά την τεράστια απήχηση που είχε, τα στάδια που γέμισε ή τα μικρά ή μεγάλα μαγαζιά που εμφανίστηκε, δεν τραγούδησε σουξέ. Δεν είπε τραγούδια της μιας χρονιάς, της μιας βραδιάς, ενός ραδιοφωνικού air play. Ακόμη και οι δίσκοι με τον Μάριο Τόκα ή τον Θάνο Μικρούτσικο (που είχε ως αποτέλεσμα το τραγούδι σταθμό στην ελληνική μουσική, Ρόζα), οι οποίοι τον έφεραν τότε κοντά στη γενιά που τώρα είναι από 30 ετών και πάνω, ήταν αριστουργήματα της ελληνικής δισκογραφίας, εκδόσεις που ακόμη και τώρα, στην εποχή της πειρατείας και των πλανόδιων πωλητών cd ή των torrents, θα έτρεχες να αγοράσεις με την κασετίνα τους. Ήταν ένας τραγουδιστής που το μέγεθός του και η απήχηση σε διαφορετικούς ανθρώπους της ίδιας χώρας, περιγράφηκε πολύ εύστοχα στο τραγούδι Νεοέλληνας του Τζίμη Πανούση και στο στίχο "Μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος".
Τα τελευταία χρόνια φαινόταν όντως περισσότερο γερασμένος από την πραγματική ηλικία του. Τον ταλαιπώρησε η υγεία του, έκανε τη φωνή του ακόμη πιο βαθιά και σιγανή, σε σημείο που όταν μιλούσε εκτός μικροφώνου, κινούνταν σε ένα volume που για να το πιάσει το αυτί σου έπρεπε να τον κοιτάς με απόλυτη προσοχή, κάτι όμως που έτσι κι αλλιώς έπρεπε να κάνεις, αν είχες μία και μοναδική ευκαιρία στη ζωή σου, να τον δεις από κοντά, και κάτω από την πίστα. Κάτω από μια πίστα που γνώρισε πραγματική αποθέωση, που στο Κέντρο Αθηνών για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος δεν πήγαινε τόσο για να τον ακούσει, όσο για να τον χειροκροτήσει, να τον ευχαριστήσει. Να τον τιμήσει. Κι εκείνος, ντροπαλά και με σεμνότητα άκουγε από κάτω να φωνάζουν "είσαι ο καλύτερος" και δάκρυζε σχεδόν κάθε βράδυ.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος έφυγε γεμάτος από δύσκολη, αλλά καλή και για πολλά χρόνια ευτυχισμένη (λόγω της οικογένειάς του που υπεραγαπούσε) ζωή, αφήνοντας πίσω ένα μουσικό, καλλιτεχνικό και ανθρώπινο DNA που δεν μπορεί να κλωνοποιηθεί, ούτε να πατήσεις ξανά το play και να παίξει ξανά. Ήρθε, δυστυχώς, αυτή η στιγμή που έχει και ο ίδιος τραγουδήσει.
Η ανάγκη (ενός θανάτου) που γίνεται Ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής