(Απο παλιά συνέντευξη στον Νίκο Τσαγκρή)
Όταν, μετά τον φόνο, ο Άκης Πάνου μεταφέρθηκε στις φυλακές Κομοτηνής, με πήρε στο τηλέφωνο. Νίκο θέλω να έρθεις να στα πω, θέλω να τα γράψεις εσύ, μου είπε.
Συμφωνήσαμε, μάλιστα, να κάνει εκείνος τις ενέργειες για την άδεια από το υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να μπω μέσα να πάρω τη συνέντευξη.
Δεν πέρασαν παρά τέσσερις - πέντε ημέρες και έφτασε στην εφημερίδα η άδεια εισόδου μου στις φυλακές Κομοτηνής μαζί με ένα χειρόγραφο σημείωμα του υπουργού.
Ήταν ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος τότε: «Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον Άκη Πάνου»…
Μιλούσαμε δύο ολόκληρες μέρες, ο διευθυντής των φυλακών μας είχε παραχωρήσει το γραφείο του, γέμισα έξι - επτά κασέτες των 90 λεπτών:
H συνέντευξη για τον φόνο με τα πριν και τα μετά, μια συνοπτική βιογραφία,πολλές λεπτομέρειες για τις σχέσεις του με τις εταιρίες δίσκων και κριτικές αξιολογήσεις σπουδαίων δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και ορισμένων εκ' των τραγουδιστών που συνεργάστηκε.
Μέρος αυτού του "υλικού'' δημοσιεύτηκε σε μια σειρά συνεντεύξεων στο ΕΘΝΟΣ και στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής. Ένα άλλο μέρος παραμένει ανέκδοτο.
Απ’ αυτό το ανέκδοτο μέρος της συνέντευξης αποσπώ και δημοσιεύω σήμερα ένα ένα εξομολογητικό κομματάκι στη μνήμη του (Ο Άκης Πάνου πέθανε το 2000)
ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ
Αισθάνομαι ηλίθιος...
«Είμαι ο άνθρωπος που αγάπησε τους ανθρώπους τόσο πολύ, που έφτασε στο σημείο να μην κρατήσει ίχνος αγάπης για τον εαυτό του.
Αισθάνομαι ηλίθιος.
Και σημασία έχει ότι αισθάνομαι ηλίθιος και δεν μπορώ να αλλάξω.
Ο πατέρας μου είχε πει ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να ζει ο άνθρωπος.
Ο ένας τρόπος είναι να πεις ότι όλοι είναι μπαγλαμάδες και μπαγάσηδες, ότι όλοι είναι βρώμικοι κι αν είναι κανένας καλός θα τονε δω. Ή να πεις ότι όλοι είναι καλοί, κι αν είναι κανένας κακός θα τονε δω.
Αν πεις ότι όλοι είναι βρώμικοι, θα πρέπει να γίνεις πονηρός, ν' ανακαλύψεις μέσα στους βρώμικους τον καλό. Αλλά θα βλέπεις όλο τον κόσμο βρώμικο, θα είσαι δυστυχισμένος. Βέβαια, δεν κινδυνεύεις να σε πιάσουν κορόιδο γιατί, σαν βρώμικος που είσαι θα τους φέρεις τους άλλους καπάκι, αλλά δεν είναι ζωή αυτή.
Ο άλλος τρόπος είναι να πεις ότι όλοι είναι καλοί, κι αν είναι κανένας μπαγάσας θα τονε δω.
Εκεί πέρα θα πρέπει ν' αναπτύξεις την εξυπνάδα σου πια. Φεύγεις από το στάδιο της πονηρίας. Μόνο που εκεί πέρα θα πάθεις ζημιές. Γιατί, άμα βλέπεις καλό τον κόσμο, μέχρι να πάρεις χαμπάρι ότι ο άλλος είναι μπαγάσας, την έχει κάνει. Εγώ, λοιπόν, πορεύτηκα μ' αυτό το δεύτερο τρόπο και την πάτησα. Λάθος. Αλλά λάθος που δεν μπορώ να το κόψω…»
Η περίπτωση Πάνου συγκεντρώνει πολλά από τα στοιχεία που περιγράφουν την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ξεκινά από τη φτώχεια, συνεχίζει με μόχθο, έκφραση. Εμπεριέχει τέχνη, συναισθηματικό πλούτο, αντίδραση. Ολοκληρώνεται με έγκλημα, ενδεχομένως με αδικία ή ακριβέστερα με εκδικητικότητα.
Ο θεωρούμενος και ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες ήταν μακριά από αυτό που εννοούμε ως συνηθισμένο άνθρωπο. Η φτωχική του καταγωγή όπλισε το καλλιτεχνικό του ένστικτο και όπως σε όλα τα δράματα έτσι και στην περίπτωσή του, η κορύφωση επήλθε στο τέλος.
Δέσμιος των ιδεών του, ανυποχώρητος, εκτεθειμένος σε μέγιστο βαθμό σε όλη τη συντηρητική πλευρά της κοινωνίας μας, κατέβαλε στο ακέραιο, το τίμημα των σφαλμάτων του. Δώδεκα έτη μετά το φυσικό του τέλος, το καλλιτεχνικό του δημιούργημα στέκεται αλώβητο στο χρόνο, τραγουδιέται, εμπνέει, συγκινεί. Αυτή η εξέλιξη, αποτελεί και την καλύτερη, μετά θάνατον, απόδειξη του λάθους, της αυστηρότητας, όσων υποστήριξαν ότι δεν έπρεπε του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της πολιτισμικής προσφοράς.
Ο Πάνου, γεννήθηκε στα Πατήσια. Τον Δεκέμβρη του '33. Εργάστηκε στο εργοστάσιο βερνικιών “Τιμόρ”, στο τυπογραφείο “Φοίνιξ” και άλλαξε δεκάδες δουλειές για να ζήσει. Μορφώθηκε δίχως να σπουδάσει, έμαθε μουσική χωρίς ωδείο. Ήταν χειρονάκτης, κατασκεύαζε κοσμήματα από όστρακο, υπήρξε οργανοποιός.
Το '48 χάνει τον 17χρονο, τότε, αδελφό του Βαγγέλη. Ένα τραμ κόβει το νήμα της ζωής του και ο Άκης θα αποφεύγει να το θυμάται, να το συζητά. Εγραψε και το γνωστό τραγούδι γι΄αυτον "Φέρτε το παιδί του χάρου"
Έξι χρόνια αργότερα, το '54, στα 21του, παντρεύτηκε τη Δήμητρα με την οποία συζούσαν 4 χρόνια. Είχε προηγηθεί μια εγκυμοσύνη της, που σύμφωνα με τον ίδιο, στον πέμπτο μήνα κύησης οι γονείς της, την υποχρέωσαν να ρίξει το παιδί, χωρίς να ο ίδιος να ενημερωθεί. Έκτοτε η Δήμητρα δεν μπόρεσε να ξαναμείνει έγκυος.
Στα Πετράλωνα, στην Καλλιθέα, στο Ρέντη και στη Δάφνη έκανε τα πρώτα του μεροκάματα παίζοντας σε διάφορα μαγαζιά μέχρι το '58, όταν ένα ατύχημα με σκαρπέλο, τραυματίζει τους τένοντες της παλάμης του.
Ήταν η ώρα που ανέτειλε ο συνθέτης Πάνου.
Με κομμάτια βιωματικά, που ακροβατούσαν ανάμεσα στον πόνο της απώλειας και το βάρος του έρωτα, ανάμεσα στην τρυφερότητα και στην μαγκιά, ανάμεσα στη φτώχεια της ζωής και τον πλούτο της ψυχής ο Πάνου άνοιξε το καλλιτεχνικό του μονοπάτι. Όπως ακροβάτησε στην τέχνη, έτσι ακροβάτησε στην ίδια του τη ζωή. Οι δημιουργίες του δεν θα είχαν υπάρξει, αν το βιός του ήταν συνηθισμένο, καθημερινό, κοινό.
Υπόχρεος σε έναν ιδιότυπο κώδικα συμπεριφοράς ολότελα ασύμβατο για τις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά τα εφηβικά του χρόνια στου Χαροκόπου, ακατανόητο σχεδόν για όλους.
Ο κόσμος άλλαζε. Ο Άκης όχι.
Απαιτούσε από τα παιδιά του να του μιλούν στον πληθυντικό, ενώ δεν “ξεχρέωσε” ούτε τυπικά, ούτε συναισθηματικά με τη Δήμητρα, όσο δημιουργούσε την, πολυπόθητη για αυτόν, οικογένεια του με την Άννα.
Συγκρούστηκε με τις δισκογραφικές εταιρείες, έφυγε από την Αθήνα, θέλοντας να αποφύγει εικόνες που τον ενοχλούσαν και ανέβηκε στην Ξάνθη το '86.
Ήταν 53 ετών.
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωναν. Η πρωτότοκη Ελευθερία “του”, σχεδόν στα είκοσι. Γνωρίζει κάποιον που αυτός δεν εγκρίνει. Το σενάριο της μεγάλης σύγκρουσης πλάθεται.
Αυτός, που δεν συμπαθούσε τη δημοσιότητα, βγαίνει στο “γυαλί” με πράσινη πιτζάμα και καταγγέλλει την εξαφάνιση της κόρης του, η οποία όμως δηλώνει, πως ότι συμβαίνει, γίνεται με την επιθυμία της.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Την 1η Αυγούστου του '97 ο Άκης Πάνου, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά ο οποίος αφήνει παιδί, την εν διαστάσει σύζυγό του και την έγκυο, πια, Ελευθερία.
“Δεν μετανόησα διότι δεν εννόησα”
Δηλώνει σιβυλλικά στο Κακουργοδικείο Καβάλας ενώ ο συνήγορός του, Αλέξανδρος Κατσαντώνης είχε πει πως: “αν έλεγε μια λέξη, τη λέξη συγνώμη δεν θα καταδικαζόταν σε ισόβια.”
Η εικόνα της οστεώδους του μορφής, με το καφέ σακάκι που συμπιεζόταν από δυο όργανα της τάξης, καθώς τον προσήγαγαν βιαστικά προς και από την αίθουσα του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της δίκης, έδειχνε έναν άνθρωπο συντετριμμένο.
Καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Δεν είχε πρόβλημα με την ποινή. Είχε ήδη καταστραφεί. Το γνώριζε.
Τον πείραξε ότι δεν αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό τίποτα από όσα, σε άλλες περιπτώσεις, γίνονται αποδεκτά.
Το δικαστήριο είχε αγνοήσει τον κώδικά του, είχε περιφρονήσει την οργή του, δεν αναγνώριζε ούτε τη πολιτισμική του συνεισφορά και δεν του “συγχώρεσε” ότι ενώ έκανε οικογένεια με την Άννα, δεν απομακρύνθηκε από την Δήμητρα.
Αυτή ήταν η τιμωρία του. Αυτή ήταν και η εκδικητικότητα του “συστήματος”
Να ήταν άραγε ένα είδος δικαιοσύνης;
Λίγο πριν το τέλος, τελείται μια τελευταία συνάντηση, στο κουτούκι του Κουμπούρα ανάμεσα σε Πάνου και Καζαντζίδη, σε μια διακομιδή του φυλακισμένου από το νοσοκομείο, πίσω στο σωφρονιστικό ίδρυμα του Κορυδαλλού. Ο συνθέτης νοσεί, “μετράει μέρες” και το γνωρίζει. Ο γιατρός και οι δυο αστυφύλακες που τον συνοδεύουν, συναινούν και σε μια ακόμη επίδειξη της μοναδική ελληνικής καλοσύνης. Ένα τεράστιο φορτίο από αναμνήσεις και λαϊκή τέχνη, ξεφορτώνεται εκεί, στα τραπέζια του καπηλειού, σε μια μοναδική μυσταγωγία.
Λίγη ζωή του απομένει.
Στις 7 Απριλίου του 2000, αυτός που έγραψε:
“Μόνο ο Παντοκράτορας θα πει αν είμαι εντάξει
οργίασα με το μυαλό μα ελάχιστα στην πράξη
κι αν θα με κρίνει ένοχο αυτός θα με πατάξει
εσύ ΄σαι σκέτος θυρωρός και να κρατάς την τάξη.”
έσβησε
Μια κουβέντα της Ελευθερίας μένει πεισματικά όρθια μαγνητοσκοπημένη, αναρτημένη στο διαδίκτυο:
“Νοιώθω άσχημα, απέναντι στον πατέρα μου που είχε δίκιο και δεν τον άκουσα.”
Την επόμενη χρονιά, του Σταυρού ανήμερα, τον ακολούθησε ο Καζαντζίδης, ενώ ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα, στις 7 Απριλίου του 2005, ήταν σειρά του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
To δράμα για την οικογένεια Πάνου όμως, δεν είχε ολοκληρωθεί. Στις 7 Απριλίου του 2009, εννέα χρόνια ακριβώς μετά το θάνατο του Άκη, αυτοκτονεί ο γυιός του, Στέφανος. Το παιδί που στα 15 του χρόνια, είδε και άκουσε τον πατέρα του να πυροβολεί και να αφαιρεί τη ζωή, του πατέρα του ανιψιού του, κρεμάστηκε από ένα σωλήνα καλοριφέρ σε ένα διαμέρισμα στη πλατεία Βάθη.
Το βαρύ παρελθόν του, τον είχε σπρώξει στον κόσμο των ναρκωτικών μετατρέποντας προφανώς τη ζωή του σε ένα μαρτύριο.
Η επιλογή της ημερομηνίας, δεν μπορεί να ήταν τυχαία...
Εργο - συνεργασίες
Ο Άκης Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέυ και «Μια βραδιά καταραμένη» με την Δούκισσα, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη. Ακολουθούν αρκετές επιτυχίες μεταξύ των οποίων το «Ξημέρωσε καλή μου» (1964) και «Καρδιά μου μην παραπονιέσαι» (1964).
Το 1967 ο δημιουργός λογοκρίνεται για τους στίχους του «Θα κλείσω τα μάτια» τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα με διαφορετικούς στίχους.
Παρόλα αυτά είναι μια πολύ παραγωγική χρονιά γράφοντας μεταξύ άλλων το «Η πιο μεγάλη ώρα», «Μοίρα μου γιατί μ’αφήνεις», «Ρολόι κομπολόι», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα» κα.
Η περίοδος 1968-69 είναι γεμάτη επιτυχίες όπως το «Δεν θέλω την συμπόνια κανενός», «Όταν σημάνει η ώρα», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Και τι δεν κάνω», «Πήρα απ’το χέρι σου νερό», «Του κόσμου το περίγελο», «Ούτε αχ δεν θα πω» κα.
Ο μουσικοσυνθέτης συνεχίζει με σπουδαία τραγούδια όπως το «Δεν κλαίω για τώρα» (1970), «Δώσ’μου να πιώ» (1970), «Κοίτα με στα μάτια» (1971), «Πυρετός» (1971), «Να είχα το κουράγιο» (1971), «Εγώ καλά σου τα’λεγα» (1971), «Πρέπει» (1972), « Ήταν ψεύτικα» (1972), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Τα όνειρα χτίζονται» (1973), «Το θολωμένο μου μυαλό» (1973), «Άντε να περάσει η μέρα» (1973), «Οι μισοί καλοί» (1973), «Μίσος» (1974), «Η ζωή μου όλη» (1974), «Και τότε» (1974) κα.
Το 1977 κυκλοφορεί ο προσωπικός του δίσκος «Παρών» με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά και από αυτή τη συνεργασία ξεχωρίζει «Ο Τρελλός». Την επόμενη χρονιά (1978) ξεχωρίζει το τραγούδι «Μολόγατα» από τον δίσκο «Σεισμός» με ερμηνευτή τον Μιχάλη Μενιδιάτη. Το 1982 ηχογραφεί τον δίσκο «Θέλω να τα πώ». Είναι η περίοδος που ο Άκης Πάνου συμμετέχει στην συντακτική ομάδα του περιοδικού «Ντέφι» μαχόμενος για τα πιστεύω του. Αργότερα αποχωρεί.
Το 1985 ο Άκης Πάνου θα κάνει κάτι μοναδικό για τα παγκόσμια δεδομένα.
Θα κυκλοφορήσει ένα δισκάκι 45 στροφών με τον τίτλο̏ ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ 100% ΠΡΟΒΑ ̋ και θα συμπεριλάβει σε αυτό δυο τραγούδια του, το «Πες μου Παππού» και το «Πριν, τώρα, πάντα» τα οποία ηχογράφησε και ερμήνευσε μόνος του, παίζοντας την μουσική με όργανα που κατασκεύασε ο ίδιος. (ο μεγάλος δημιουργός Μανώλης Ρασούλης έλεγε ότι πρέπει να μοιράζεται στους τουρίστες δωρεάν ως δείγμα πολιτισμού).
Το 1989 μετά από την παρότρυνση φίλων του αποφασίζει να επιστρέψει στο πάλκο σε κοινές εμφανίσεις με τον Μανώλη Ρασούλη στο κέντρο «Επειγόντως» του Βασίλη Σαλούστρου στην Κυψέλη.
Έπειτα ξεκινάει εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και μια σειρά συναυλιών.
Σε αυτές τις εμφανίσεις ιδιαίτερη εντύπωση κάνει ο τρόπος στησίματος της ορχήστρας, χωρίς καθόλου χώρο στην πίστα και βάζοντας καθήμενους τους μουσικούς μπροστά και τους τραγουδιστές πίσω.
Το 1997 ηχογραφεί τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «CASINO» ο οποίος περιέχει το ομώνυμο τραγούδι και 14 επανεκτελέσεις. Κυκλοφόρησε περίπου 200 τραγούδια γράφοντας μόνος του στίχο και μουσική και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Πρ. Τσαουσάκη, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Μιχάλη Μενιδιάτη, Χαρούλα Λαμπράκη, Στράτο Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού, Στέλιο Καζαντζίδη, Γιώργο Χατζηαντωνίου, Βούλα Γκίκα, Μαρινέλλα, Γιώργο Μαρίνο, Δημήτρη Μητροπάνο, Πόλυ Πάνου, Τόλη Βοσκόπουλο κ.α.
Έχουν κυκλοφορήσει δυο βιβλία με στίχους του, το πρώτο το 1980 με τίτλο «Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ» και το δεύτερο το 1990 με τίτλο «ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ-ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ» επιμελημένο από τον Γιώργο Χρονά.
Επίσης κυκλοφορούν 36 τραγούδια του σε παρτιτούρες και 20 σε ταμπλατούρες από τις εκδόσεις «Φίλιππος Νάκας».
Όταν, μετά τον φόνο, ο Άκης Πάνου μεταφέρθηκε στις φυλακές Κομοτηνής, με πήρε στο τηλέφωνο. Νίκο θέλω να έρθεις να στα πω, θέλω να τα γράψεις εσύ, μου είπε.
Συμφωνήσαμε, μάλιστα, να κάνει εκείνος τις ενέργειες για την άδεια από το υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να μπω μέσα να πάρω τη συνέντευξη.
Δεν πέρασαν παρά τέσσερις - πέντε ημέρες και έφτασε στην εφημερίδα η άδεια εισόδου μου στις φυλακές Κομοτηνής μαζί με ένα χειρόγραφο σημείωμα του υπουργού.
Ήταν ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος τότε: «Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στον Άκη Πάνου»…
Μιλούσαμε δύο ολόκληρες μέρες, ο διευθυντής των φυλακών μας είχε παραχωρήσει το γραφείο του, γέμισα έξι - επτά κασέτες των 90 λεπτών:
H συνέντευξη για τον φόνο με τα πριν και τα μετά, μια συνοπτική βιογραφία,πολλές λεπτομέρειες για τις σχέσεις του με τις εταιρίες δίσκων και κριτικές αξιολογήσεις σπουδαίων δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και ορισμένων εκ' των τραγουδιστών που συνεργάστηκε.
Μέρος αυτού του "υλικού'' δημοσιεύτηκε σε μια σειρά συνεντεύξεων στο ΕΘΝΟΣ και στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής. Ένα άλλο μέρος παραμένει ανέκδοτο.
Απ’ αυτό το ανέκδοτο μέρος της συνέντευξης αποσπώ και δημοσιεύω σήμερα ένα ένα εξομολογητικό κομματάκι στη μνήμη του (Ο Άκης Πάνου πέθανε το 2000)
ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ
Αισθάνομαι ηλίθιος...
«Είμαι ο άνθρωπος που αγάπησε τους ανθρώπους τόσο πολύ, που έφτασε στο σημείο να μην κρατήσει ίχνος αγάπης για τον εαυτό του.
Αισθάνομαι ηλίθιος.
Και σημασία έχει ότι αισθάνομαι ηλίθιος και δεν μπορώ να αλλάξω.
Ο πατέρας μου είχε πει ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να ζει ο άνθρωπος.
Ο ένας τρόπος είναι να πεις ότι όλοι είναι μπαγλαμάδες και μπαγάσηδες, ότι όλοι είναι βρώμικοι κι αν είναι κανένας καλός θα τονε δω. Ή να πεις ότι όλοι είναι καλοί, κι αν είναι κανένας κακός θα τονε δω.
Αν πεις ότι όλοι είναι βρώμικοι, θα πρέπει να γίνεις πονηρός, ν' ανακαλύψεις μέσα στους βρώμικους τον καλό. Αλλά θα βλέπεις όλο τον κόσμο βρώμικο, θα είσαι δυστυχισμένος. Βέβαια, δεν κινδυνεύεις να σε πιάσουν κορόιδο γιατί, σαν βρώμικος που είσαι θα τους φέρεις τους άλλους καπάκι, αλλά δεν είναι ζωή αυτή.
Ο άλλος τρόπος είναι να πεις ότι όλοι είναι καλοί, κι αν είναι κανένας μπαγάσας θα τονε δω.
Εκεί πέρα θα πρέπει ν' αναπτύξεις την εξυπνάδα σου πια. Φεύγεις από το στάδιο της πονηρίας. Μόνο που εκεί πέρα θα πάθεις ζημιές. Γιατί, άμα βλέπεις καλό τον κόσμο, μέχρι να πάρεις χαμπάρι ότι ο άλλος είναι μπαγάσας, την έχει κάνει. Εγώ, λοιπόν, πορεύτηκα μ' αυτό το δεύτερο τρόπο και την πάτησα. Λάθος. Αλλά λάθος που δεν μπορώ να το κόψω…»
Η περίπτωση Πάνου συγκεντρώνει πολλά από τα στοιχεία που περιγράφουν την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ξεκινά από τη φτώχεια, συνεχίζει με μόχθο, έκφραση. Εμπεριέχει τέχνη, συναισθηματικό πλούτο, αντίδραση. Ολοκληρώνεται με έγκλημα, ενδεχομένως με αδικία ή ακριβέστερα με εκδικητικότητα.
Ο θεωρούμενος και ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες ήταν μακριά από αυτό που εννοούμε ως συνηθισμένο άνθρωπο. Η φτωχική του καταγωγή όπλισε το καλλιτεχνικό του ένστικτο και όπως σε όλα τα δράματα έτσι και στην περίπτωσή του, η κορύφωση επήλθε στο τέλος.
Δέσμιος των ιδεών του, ανυποχώρητος, εκτεθειμένος σε μέγιστο βαθμό σε όλη τη συντηρητική πλευρά της κοινωνίας μας, κατέβαλε στο ακέραιο, το τίμημα των σφαλμάτων του. Δώδεκα έτη μετά το φυσικό του τέλος, το καλλιτεχνικό του δημιούργημα στέκεται αλώβητο στο χρόνο, τραγουδιέται, εμπνέει, συγκινεί. Αυτή η εξέλιξη, αποτελεί και την καλύτερη, μετά θάνατον, απόδειξη του λάθους, της αυστηρότητας, όσων υποστήριξαν ότι δεν έπρεπε του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της πολιτισμικής προσφοράς.
Ο Πάνου, γεννήθηκε στα Πατήσια. Τον Δεκέμβρη του '33. Εργάστηκε στο εργοστάσιο βερνικιών “Τιμόρ”, στο τυπογραφείο “Φοίνιξ” και άλλαξε δεκάδες δουλειές για να ζήσει. Μορφώθηκε δίχως να σπουδάσει, έμαθε μουσική χωρίς ωδείο. Ήταν χειρονάκτης, κατασκεύαζε κοσμήματα από όστρακο, υπήρξε οργανοποιός.
Το '48 χάνει τον 17χρονο, τότε, αδελφό του Βαγγέλη. Ένα τραμ κόβει το νήμα της ζωής του και ο Άκης θα αποφεύγει να το θυμάται, να το συζητά. Εγραψε και το γνωστό τραγούδι γι΄αυτον "Φέρτε το παιδί του χάρου"
Έξι χρόνια αργότερα, το '54, στα 21του, παντρεύτηκε τη Δήμητρα με την οποία συζούσαν 4 χρόνια. Είχε προηγηθεί μια εγκυμοσύνη της, που σύμφωνα με τον ίδιο, στον πέμπτο μήνα κύησης οι γονείς της, την υποχρέωσαν να ρίξει το παιδί, χωρίς να ο ίδιος να ενημερωθεί. Έκτοτε η Δήμητρα δεν μπόρεσε να ξαναμείνει έγκυος.
Στα Πετράλωνα, στην Καλλιθέα, στο Ρέντη και στη Δάφνη έκανε τα πρώτα του μεροκάματα παίζοντας σε διάφορα μαγαζιά μέχρι το '58, όταν ένα ατύχημα με σκαρπέλο, τραυματίζει τους τένοντες της παλάμης του.
Ήταν η ώρα που ανέτειλε ο συνθέτης Πάνου.
Με κομμάτια βιωματικά, που ακροβατούσαν ανάμεσα στον πόνο της απώλειας και το βάρος του έρωτα, ανάμεσα στην τρυφερότητα και στην μαγκιά, ανάμεσα στη φτώχεια της ζωής και τον πλούτο της ψυχής ο Πάνου άνοιξε το καλλιτεχνικό του μονοπάτι. Όπως ακροβάτησε στην τέχνη, έτσι ακροβάτησε στην ίδια του τη ζωή. Οι δημιουργίες του δεν θα είχαν υπάρξει, αν το βιός του ήταν συνηθισμένο, καθημερινό, κοινό.
Υπόχρεος σε έναν ιδιότυπο κώδικα συμπεριφοράς ολότελα ασύμβατο για τις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά τα εφηβικά του χρόνια στου Χαροκόπου, ακατανόητο σχεδόν για όλους.
Ο κόσμος άλλαζε. Ο Άκης όχι.
Απαιτούσε από τα παιδιά του να του μιλούν στον πληθυντικό, ενώ δεν “ξεχρέωσε” ούτε τυπικά, ούτε συναισθηματικά με τη Δήμητρα, όσο δημιουργούσε την, πολυπόθητη για αυτόν, οικογένεια του με την Άννα.
Συγκρούστηκε με τις δισκογραφικές εταιρείες, έφυγε από την Αθήνα, θέλοντας να αποφύγει εικόνες που τον ενοχλούσαν και ανέβηκε στην Ξάνθη το '86.
Ήταν 53 ετών.
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωναν. Η πρωτότοκη Ελευθερία “του”, σχεδόν στα είκοσι. Γνωρίζει κάποιον που αυτός δεν εγκρίνει. Το σενάριο της μεγάλης σύγκρουσης πλάθεται.
Αυτός, που δεν συμπαθούσε τη δημοσιότητα, βγαίνει στο “γυαλί” με πράσινη πιτζάμα και καταγγέλλει την εξαφάνιση της κόρης του, η οποία όμως δηλώνει, πως ότι συμβαίνει, γίνεται με την επιθυμία της.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Την 1η Αυγούστου του '97 ο Άκης Πάνου, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά ο οποίος αφήνει παιδί, την εν διαστάσει σύζυγό του και την έγκυο, πια, Ελευθερία.
“Δεν μετανόησα διότι δεν εννόησα”
Δηλώνει σιβυλλικά στο Κακουργοδικείο Καβάλας ενώ ο συνήγορός του, Αλέξανδρος Κατσαντώνης είχε πει πως: “αν έλεγε μια λέξη, τη λέξη συγνώμη δεν θα καταδικαζόταν σε ισόβια.”
Η εικόνα της οστεώδους του μορφής, με το καφέ σακάκι που συμπιεζόταν από δυο όργανα της τάξης, καθώς τον προσήγαγαν βιαστικά προς και από την αίθουσα του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της δίκης, έδειχνε έναν άνθρωπο συντετριμμένο.
Καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Δεν είχε πρόβλημα με την ποινή. Είχε ήδη καταστραφεί. Το γνώριζε.
Τον πείραξε ότι δεν αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό τίποτα από όσα, σε άλλες περιπτώσεις, γίνονται αποδεκτά.
Το δικαστήριο είχε αγνοήσει τον κώδικά του, είχε περιφρονήσει την οργή του, δεν αναγνώριζε ούτε τη πολιτισμική του συνεισφορά και δεν του “συγχώρεσε” ότι ενώ έκανε οικογένεια με την Άννα, δεν απομακρύνθηκε από την Δήμητρα.
Αυτή ήταν η τιμωρία του. Αυτή ήταν και η εκδικητικότητα του “συστήματος”
Να ήταν άραγε ένα είδος δικαιοσύνης;
Λίγο πριν το τέλος, τελείται μια τελευταία συνάντηση, στο κουτούκι του Κουμπούρα ανάμεσα σε Πάνου και Καζαντζίδη, σε μια διακομιδή του φυλακισμένου από το νοσοκομείο, πίσω στο σωφρονιστικό ίδρυμα του Κορυδαλλού. Ο συνθέτης νοσεί, “μετράει μέρες” και το γνωρίζει. Ο γιατρός και οι δυο αστυφύλακες που τον συνοδεύουν, συναινούν και σε μια ακόμη επίδειξη της μοναδική ελληνικής καλοσύνης. Ένα τεράστιο φορτίο από αναμνήσεις και λαϊκή τέχνη, ξεφορτώνεται εκεί, στα τραπέζια του καπηλειού, σε μια μοναδική μυσταγωγία.
Λίγη ζωή του απομένει.
Στις 7 Απριλίου του 2000, αυτός που έγραψε:
“Μόνο ο Παντοκράτορας θα πει αν είμαι εντάξει
οργίασα με το μυαλό μα ελάχιστα στην πράξη
κι αν θα με κρίνει ένοχο αυτός θα με πατάξει
εσύ ΄σαι σκέτος θυρωρός και να κρατάς την τάξη.”
έσβησε
Μια κουβέντα της Ελευθερίας μένει πεισματικά όρθια μαγνητοσκοπημένη, αναρτημένη στο διαδίκτυο:
“Νοιώθω άσχημα, απέναντι στον πατέρα μου που είχε δίκιο και δεν τον άκουσα.”
Την επόμενη χρονιά, του Σταυρού ανήμερα, τον ακολούθησε ο Καζαντζίδης, ενώ ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα, στις 7 Απριλίου του 2005, ήταν σειρά του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
To δράμα για την οικογένεια Πάνου όμως, δεν είχε ολοκληρωθεί. Στις 7 Απριλίου του 2009, εννέα χρόνια ακριβώς μετά το θάνατο του Άκη, αυτοκτονεί ο γυιός του, Στέφανος. Το παιδί που στα 15 του χρόνια, είδε και άκουσε τον πατέρα του να πυροβολεί και να αφαιρεί τη ζωή, του πατέρα του ανιψιού του, κρεμάστηκε από ένα σωλήνα καλοριφέρ σε ένα διαμέρισμα στη πλατεία Βάθη.
Το βαρύ παρελθόν του, τον είχε σπρώξει στον κόσμο των ναρκωτικών μετατρέποντας προφανώς τη ζωή του σε ένα μαρτύριο.
Η επιλογή της ημερομηνίας, δεν μπορεί να ήταν τυχαία...
Εργο - συνεργασίες
Ο Άκης Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέυ και «Μια βραδιά καταραμένη» με την Δούκισσα, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη. Ακολουθούν αρκετές επιτυχίες μεταξύ των οποίων το «Ξημέρωσε καλή μου» (1964) και «Καρδιά μου μην παραπονιέσαι» (1964).
Το 1967 ο δημιουργός λογοκρίνεται για τους στίχους του «Θα κλείσω τα μάτια» τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα με διαφορετικούς στίχους.
Παρόλα αυτά είναι μια πολύ παραγωγική χρονιά γράφοντας μεταξύ άλλων το «Η πιο μεγάλη ώρα», «Μοίρα μου γιατί μ’αφήνεις», «Ρολόι κομπολόι», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα» κα.
Η περίοδος 1968-69 είναι γεμάτη επιτυχίες όπως το «Δεν θέλω την συμπόνια κανενός», «Όταν σημάνει η ώρα», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Και τι δεν κάνω», «Πήρα απ’το χέρι σου νερό», «Του κόσμου το περίγελο», «Ούτε αχ δεν θα πω» κα.
Ο μουσικοσυνθέτης συνεχίζει με σπουδαία τραγούδια όπως το «Δεν κλαίω για τώρα» (1970), «Δώσ’μου να πιώ» (1970), «Κοίτα με στα μάτια» (1971), «Πυρετός» (1971), «Να είχα το κουράγιο» (1971), «Εγώ καλά σου τα’λεγα» (1971), «Πρέπει» (1972), « Ήταν ψεύτικα» (1972), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Τα όνειρα χτίζονται» (1973), «Το θολωμένο μου μυαλό» (1973), «Άντε να περάσει η μέρα» (1973), «Οι μισοί καλοί» (1973), «Μίσος» (1974), «Η ζωή μου όλη» (1974), «Και τότε» (1974) κα.
Το 1977 κυκλοφορεί ο προσωπικός του δίσκος «Παρών» με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά και από αυτή τη συνεργασία ξεχωρίζει «Ο Τρελλός». Την επόμενη χρονιά (1978) ξεχωρίζει το τραγούδι «Μολόγατα» από τον δίσκο «Σεισμός» με ερμηνευτή τον Μιχάλη Μενιδιάτη. Το 1982 ηχογραφεί τον δίσκο «Θέλω να τα πώ». Είναι η περίοδος που ο Άκης Πάνου συμμετέχει στην συντακτική ομάδα του περιοδικού «Ντέφι» μαχόμενος για τα πιστεύω του. Αργότερα αποχωρεί.
Το 1985 ο Άκης Πάνου θα κάνει κάτι μοναδικό για τα παγκόσμια δεδομένα.
Θα κυκλοφορήσει ένα δισκάκι 45 στροφών με τον τίτλο̏ ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ 100% ΠΡΟΒΑ ̋ και θα συμπεριλάβει σε αυτό δυο τραγούδια του, το «Πες μου Παππού» και το «Πριν, τώρα, πάντα» τα οποία ηχογράφησε και ερμήνευσε μόνος του, παίζοντας την μουσική με όργανα που κατασκεύασε ο ίδιος. (ο μεγάλος δημιουργός Μανώλης Ρασούλης έλεγε ότι πρέπει να μοιράζεται στους τουρίστες δωρεάν ως δείγμα πολιτισμού).
Το 1989 μετά από την παρότρυνση φίλων του αποφασίζει να επιστρέψει στο πάλκο σε κοινές εμφανίσεις με τον Μανώλη Ρασούλη στο κέντρο «Επειγόντως» του Βασίλη Σαλούστρου στην Κυψέλη.
Έπειτα ξεκινάει εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και μια σειρά συναυλιών.
Σε αυτές τις εμφανίσεις ιδιαίτερη εντύπωση κάνει ο τρόπος στησίματος της ορχήστρας, χωρίς καθόλου χώρο στην πίστα και βάζοντας καθήμενους τους μουσικούς μπροστά και τους τραγουδιστές πίσω.
Το 1997 ηχογραφεί τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «CASINO» ο οποίος περιέχει το ομώνυμο τραγούδι και 14 επανεκτελέσεις. Κυκλοφόρησε περίπου 200 τραγούδια γράφοντας μόνος του στίχο και μουσική και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Πρ. Τσαουσάκη, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Μιχάλη Μενιδιάτη, Χαρούλα Λαμπράκη, Στράτο Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού, Στέλιο Καζαντζίδη, Γιώργο Χατζηαντωνίου, Βούλα Γκίκα, Μαρινέλλα, Γιώργο Μαρίνο, Δημήτρη Μητροπάνο, Πόλυ Πάνου, Τόλη Βοσκόπουλο κ.α.
Έχουν κυκλοφορήσει δυο βιβλία με στίχους του, το πρώτο το 1980 με τίτλο «Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ» και το δεύτερο το 1990 με τίτλο «ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ-ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ» επιμελημένο από τον Γιώργο Χρονά.
Επίσης κυκλοφορούν 36 τραγούδια του σε παρτιτούρες και 20 σε ταμπλατούρες από τις εκδόσεις «Φίλιππος Νάκας».
Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν έγιναν γνωστά ποτέ ως τώρα. Δεν ήθελε και ο ίδιος ο Άκης να τα φανερώσει γιατί θα επιβάρυνε άλλους και δεν το επιθυμούσε. Αυτά δικαιολογούν το φονικό όσο γενικά μπορεί να δικαιολογηθεί αυτό. Έτσι όπως παρουσιάστηκαν τα πράγματα μέχρι τώρα απέχουν από την πραγματικότητα. Δεν θέλω να πω άλλα όμως η φράση της κόρης λέει πολλά. Επίσης το πιστόλι το σήκωσε άλλος πρώτα και δεν ήξερε να βγάλει την ασφάλεια. Όχι φυσικά ο νεκρός αλλά κάποιος άλλος που ήταν μπροστα. Αυτά όλα για την αποκατάσταση της αλήθειας και λίγο του ίδιου του Άκη που τα φορτώθηκε όλα μόνος του.
ΑπάντησηΔιαγραφή