"Ότι χρώμα και να ντύσεις την Ιτέα, η ομορφιά της περισσεύει ..."
Είναι ωραίο να γυρίζουμε λίγο πίσω στο χρόνο και να θυμόμαστε τις παλιές και όμορφες εποχές της περιοχής μας.
Κάθε εποχή στο χωριό μας είναι μοναδική.
Το αναπολώ πολλές φορές στην ζωή μου και μου έρχονται στο νού διάφορες παλιές θύμησες, ιστορίες και ευτράπελα απο τότε που είμασταν παιδιά.
ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Η Σιτένια ραφιέρα
Θυμάμαι στην κουζίνα μας είχαμε κρεμασμένη την σιτένια ραφιέρα.
Εκεί η μάνα μας έβαζε το ψωμί, το τυρί και διάφορα άλλα φαγώσιμα για να τα προφυλάξει από τις μύγες και τα άλλα έντομα.
Εκεί αερίζονταν και διατηρούνταν καθαρά και φρέσκια.
Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και αυτή η σίτα συντηρούσε τα τρόφιμα και τα διατηρούσε για λίχο χρόνο παραπάνω.
Ο Νιπτήρας της αυλής
Κρεμασμένος στο δέντρο της αυλής εκεί μαζί με το καθρεφτάκι, ο νιπτήρας μας συντρόφευε και εξυπηρετούσε τις ανάγκες για την υποτυπώδη ατομική υγιεινή μας.
Τον γεμίζαμε πρώτα με νερό, το οποίο το μεταφέραμε με τενεκέ, ή με γκιούμι και με κόπο το ρίχναμε από πάνω όπου υπήρχε ένα καπάκι.
Κι ύστερα με μισή στροφή του χερουλιού το βρυσάκι άρχιζε να τρέχει νερό.
Έβαζες τη χούφτα σου από κάτω να μουσκέψει και έτριβες τα δυο σου χέρια.
Κάτω δεξιά και αριστερά υπήρχε θέση για το σαπούνι.
Τι πλύσιμο μπορούσες να κάνεις τώρα με αυτό;
Ο νιπτήρας ήταν εκεί μέχρι που έγινε το υδραγωγείο στο χωριό.
Με το δίκτυο ύδρευσης σε όλα τα σπίτια περάστηκαν βρύσες και αυτός διακριτικά αποχώρησε, αφήνοντας πίσω του μόνο νοσταλγικές μνήμες!!!
ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Στο παλιό μαγαζι του Νικολακάκια (έτσι τον ξέραμε όλοι), είχαν μεγαλώσει πολλές γεννιές, ήταν βλέπετε το νεανικό στέκι μας.
Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Νίκος (Αναστασόπουλος) ήταν απίστευτος άνθρωπος , αλλά είχε ενα μικρό ελλάτωμα,...δεν κερνούσε εύκολα.
Μια μέρα που λέτε περνούσε απ έξω ο Σπύρος ο Χατζίκος ο ταχυδρόμος μας.
Του φωνάζει τότε ο μπάρμπα Νίκος για να τον πειράξει:
- ''Σπύρο, έ! Σπύροοοο..." εκείνος δεν τον άκουσε με την πρώτη.
- "Ρε Σπύρο! έλα να σε κεράσω..."
Ο μπάρμπα Σπύρος γνωστός αθυρόστομος της τότε εποχής του απαντάει νευριασμένος:
- "Μη με κολάς ιμένα ρε γαμίδ΄ι..."... πάταγος απο τα γέλια!!!...γελούσε όλο το μαγαζι.
ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΩΝΙΑ
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες αργά το βράδυ μαζευόμασταν όλοι στην πράσινη γωνιά (έτσι λέγαμε το περίπτερο της Μάχης στην πλατεία) γιατί πράγματι δεν το ξεχώριζες απο την πρασινάδα.
Ο Παύλος με την κιθάρα του και εμείς με το ατέλειωτο γέλιο, το τραγούδι την συζήτηση περνούσαμε όμορφα μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες...και μέχρι να βγεί ο χωροφύλακας απο το απέναντι αστυνομικό τμήμα, να μας φωνάξει για να κάνουμε υσυχία, βλέπετε τότε υπήρχε και χωροφυλακή στο χωριό μας.
Εκεί βγάλαμε και το γνωστό σε πολλούς, σατυρικό τραγούδι...Άλα - Μπελάνα.!!!
(Στο οποίο θα αναφερθώ κάποια στιγμή σε μια άλλη ανάρτηση)
ΟΜΟΡΦΕΣ ΕΠΟΧΕΣ!!!
Δεν είχαμε μαλώματα ποτέ μεταξύ μας.
Χωρίς κινητά, υπολογιστές,...και οτι άλλο χαρακτηρίζει την σημερινή εποχή.
Αυτό που γινόταν στο όμορφο Κουτσιαρί δεν γινόταν σε άλλα διπλανά χωριά, υπήρχε μεγάλο "δέσιμο" μεταξύ μας.
ΚΥΡΙΑΚΕΣ
Τις Κυριακές το απόγευμα πηγαίναμε στο γήπεδο για να δούμε το μεγάλο καμάρι του χωριού μας, τον Ενιππέα, την ομαδάρα μας, που μας χάρισε μεγάλες συγκινήσεις.
Μετά πρός το βραδάκι όλοι μαζί στον κεντρικό δρόμο όπου γέμιζε με κόσμο για την καθιερωμένη βόλτα μας πάνω - κάτω από το ζαχαροπλαστείο της Βάσως μέχρι το εξωχικό μαγαζι του Νίκου του Μπότσκα.
Εκεί νοιώσαμε τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, την πρώτη μας αγάπη...
Ερχονταν και άλλοι απ΄τά γύρω χωριά, (κεφαλοχώρι βλέπετε το δικό μας ) και γίνονταν ένα μεγάλο νυφοπάζαρο.
ΦΙΛΟΤΙΜΟ
Κάποτε είχα ενα ατύχημα και ήμουν με τις πατερίτσες, έπρεπε οπωσδήποτε να πάω να φορτώσω κάποια δέματα με τριφύλλι απ΄το χωράφι μου στην τοποθεσία "στενά".
Παίρνω λοιπόν το τρακτέρ με την καρότσα περνάω απ το περίπτερο της Μάχης, όπου εκεί καθόταν πάντα κάποια απο τα παιδιά του χωριού μας.
Δεν χρειάστηκε να πω πολλά, έτσι με μιάς, άλλοι μαζι μου με το τρακτέρ, άλλοι με μηχανάκια ήρθαν και με βοήθησαν να τα μαζέψω από το χωράφι μου στο άψε - σβήσε.
Αυτό γινόταν πολλές φορές ανάμεσά μας, ήταν σαν μια ομερτά χωρίς τι και πως...έτσι απλά!!!
Ετσι ήμασταν φίλοι μου τότε, δεμένοι και με φιλότιμο.
ΖΟΥΡΖΟΥΒΙΛΙΕΣ
Θυμάμαι ήταν χειμώνας και μαζεμένοι γύρω απο την ξύλινη σόμπα στού Νικολακάκια, όπου ξαφνικά ο Γιώργος ο Ζώνας (Τσέλιος) για να κάνει μια απ΄τις πολλές πλάκες του, έριξε μέσα ένα δυναμιτάκι απο αυτά τα αποκριάτικα......
ΧΑΜΟΣ!!! Εφυγαν μπουριά, ξύλα, καπάκια, ο κόκορας απ έξω χαμός λέμε.....τον πλάκωσε μετά στις φωνές ο μπάρμπα Νίκος και μην είδατε τον παναή.
ΤΟ ΚΑΪΡΟ
Ο παππούς Λεωνίδας Χρηστάκος (Νταμάκας) έψαχνε τον γυιό του τον Κώτσιο που ήταν φίλος με τον Αρχοντή Βασίλη (Κατσιλάκι), όπου είχε πάρει το κάρο και πήγε να κάνει μια δουλειά και άργησε.
Πάει λοιπάν ο παππούς και τον ρωτάει:
- "Δε μι λιές αρα Κατσιλάκι"
- "Τι ίνι μπάρμπα"
- "Μηπους ξέρς που ίνι τχόσμ Νταμάκας;"
Εκεινος για να τον πειράξει του λέει:
- "Πάει μπάρμπα...πάει για του Κάϊρου"
Και ο παππούς ειπε το εξής αμίμητο:
"Καλά αρα κατσιλάκι, έχ΄ δρόμου αμαξουτόν για του Κα'ι'ρου;"
Πεσαμε κατω απ τα γελια.
Αυτά πρός το παρόν καλοί μου φίλοι...
Οταν θυμηθώ κι άλλες παλιές ιστορίες θα τα ξαναπούμε...
Σας χαιρετώ εγκάρδια...
Μίλτος Αναστασίου
Είναι ωραίο να γυρίζουμε λίγο πίσω στο χρόνο και να θυμόμαστε τις παλιές και όμορφες εποχές της περιοχής μας.
Κάθε εποχή στο χωριό μας είναι μοναδική.
Το αναπολώ πολλές φορές στην ζωή μου και μου έρχονται στο νού διάφορες παλιές θύμησες, ιστορίες και ευτράπελα απο τότε που είμασταν παιδιά.
ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Θυμάμαι στην κουζίνα μας είχαμε κρεμασμένη την σιτένια ραφιέρα.
Εκεί η μάνα μας έβαζε το ψωμί, το τυρί και διάφορα άλλα φαγώσιμα για να τα προφυλάξει από τις μύγες και τα άλλα έντομα.
Εκεί αερίζονταν και διατηρούνταν καθαρά και φρέσκια.
Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και αυτή η σίτα συντηρούσε τα τρόφιμα και τα διατηρούσε για λίχο χρόνο παραπάνω.
Ο Νιπτήρας της αυλής
Κρεμασμένος στο δέντρο της αυλής εκεί μαζί με το καθρεφτάκι, ο νιπτήρας μας συντρόφευε και εξυπηρετούσε τις ανάγκες για την υποτυπώδη ατομική υγιεινή μας.
Τον γεμίζαμε πρώτα με νερό, το οποίο το μεταφέραμε με τενεκέ, ή με γκιούμι και με κόπο το ρίχναμε από πάνω όπου υπήρχε ένα καπάκι.
Κι ύστερα με μισή στροφή του χερουλιού το βρυσάκι άρχιζε να τρέχει νερό.
Έβαζες τη χούφτα σου από κάτω να μουσκέψει και έτριβες τα δυο σου χέρια.
Κάτω δεξιά και αριστερά υπήρχε θέση για το σαπούνι.
Τι πλύσιμο μπορούσες να κάνεις τώρα με αυτό;
Ο νιπτήρας ήταν εκεί μέχρι που έγινε το υδραγωγείο στο χωριό.
Με το δίκτυο ύδρευσης σε όλα τα σπίτια περάστηκαν βρύσες και αυτός διακριτικά αποχώρησε, αφήνοντας πίσω του μόνο νοσταλγικές μνήμες!!!
ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Στο παλιό μαγαζι του Νικολακάκια (έτσι τον ξέραμε όλοι), είχαν μεγαλώσει πολλές γεννιές, ήταν βλέπετε το νεανικό στέκι μας.
Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Νίκος (Αναστασόπουλος) ήταν απίστευτος άνθρωπος , αλλά είχε ενα μικρό ελλάτωμα,...δεν κερνούσε εύκολα.
Μια μέρα που λέτε περνούσε απ έξω ο Σπύρος ο Χατζίκος ο ταχυδρόμος μας.
Του φωνάζει τότε ο μπάρμπα Νίκος για να τον πειράξει:
- ''Σπύρο, έ! Σπύροοοο..." εκείνος δεν τον άκουσε με την πρώτη.
- "Ρε Σπύρο! έλα να σε κεράσω..."
Ο μπάρμπα Σπύρος γνωστός αθυρόστομος της τότε εποχής του απαντάει νευριασμένος:
- "Μη με κολάς ιμένα ρε γαμίδ΄ι..."... πάταγος απο τα γέλια!!!...γελούσε όλο το μαγαζι.
ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΩΝΙΑ
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες αργά το βράδυ μαζευόμασταν όλοι στην πράσινη γωνιά (έτσι λέγαμε το περίπτερο της Μάχης στην πλατεία) γιατί πράγματι δεν το ξεχώριζες απο την πρασινάδα.
Ο Παύλος με την κιθάρα του και εμείς με το ατέλειωτο γέλιο, το τραγούδι την συζήτηση περνούσαμε όμορφα μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες...και μέχρι να βγεί ο χωροφύλακας απο το απέναντι αστυνομικό τμήμα, να μας φωνάξει για να κάνουμε υσυχία, βλέπετε τότε υπήρχε και χωροφυλακή στο χωριό μας.
Εκεί βγάλαμε και το γνωστό σε πολλούς, σατυρικό τραγούδι...Άλα - Μπελάνα.!!!
(Στο οποίο θα αναφερθώ κάποια στιγμή σε μια άλλη ανάρτηση)
ΟΜΟΡΦΕΣ ΕΠΟΧΕΣ!!!
Δεν είχαμε μαλώματα ποτέ μεταξύ μας.
Χωρίς κινητά, υπολογιστές,...και οτι άλλο χαρακτηρίζει την σημερινή εποχή.
Αυτό που γινόταν στο όμορφο Κουτσιαρί δεν γινόταν σε άλλα διπλανά χωριά, υπήρχε μεγάλο "δέσιμο" μεταξύ μας.
ΚΥΡΙΑΚΕΣ
Τις Κυριακές το απόγευμα πηγαίναμε στο γήπεδο για να δούμε το μεγάλο καμάρι του χωριού μας, τον Ενιππέα, την ομαδάρα μας, που μας χάρισε μεγάλες συγκινήσεις.
Μετά πρός το βραδάκι όλοι μαζί στον κεντρικό δρόμο όπου γέμιζε με κόσμο για την καθιερωμένη βόλτα μας πάνω - κάτω από το ζαχαροπλαστείο της Βάσως μέχρι το εξωχικό μαγαζι του Νίκου του Μπότσκα.
Εκεί νοιώσαμε τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, την πρώτη μας αγάπη...
Ερχονταν και άλλοι απ΄τά γύρω χωριά, (κεφαλοχώρι βλέπετε το δικό μας ) και γίνονταν ένα μεγάλο νυφοπάζαρο.
ΦΙΛΟΤΙΜΟ
Κάποτε είχα ενα ατύχημα και ήμουν με τις πατερίτσες, έπρεπε οπωσδήποτε να πάω να φορτώσω κάποια δέματα με τριφύλλι απ΄το χωράφι μου στην τοποθεσία "στενά".
Παίρνω λοιπόν το τρακτέρ με την καρότσα περνάω απ το περίπτερο της Μάχης, όπου εκεί καθόταν πάντα κάποια απο τα παιδιά του χωριού μας.
Δεν χρειάστηκε να πω πολλά, έτσι με μιάς, άλλοι μαζι μου με το τρακτέρ, άλλοι με μηχανάκια ήρθαν και με βοήθησαν να τα μαζέψω από το χωράφι μου στο άψε - σβήσε.
Αυτό γινόταν πολλές φορές ανάμεσά μας, ήταν σαν μια ομερτά χωρίς τι και πως...έτσι απλά!!!
Ετσι ήμασταν φίλοι μου τότε, δεμένοι και με φιλότιμο.
ΖΟΥΡΖΟΥΒΙΛΙΕΣ
Θυμάμαι ήταν χειμώνας και μαζεμένοι γύρω απο την ξύλινη σόμπα στού Νικολακάκια, όπου ξαφνικά ο Γιώργος ο Ζώνας (Τσέλιος) για να κάνει μια απ΄τις πολλές πλάκες του, έριξε μέσα ένα δυναμιτάκι απο αυτά τα αποκριάτικα......
ΧΑΜΟΣ!!! Εφυγαν μπουριά, ξύλα, καπάκια, ο κόκορας απ έξω χαμός λέμε.....τον πλάκωσε μετά στις φωνές ο μπάρμπα Νίκος και μην είδατε τον παναή.
ΤΟ ΚΑΪΡΟ
Ο παππούς Λεωνίδας Χρηστάκος (Νταμάκας) έψαχνε τον γυιό του τον Κώτσιο που ήταν φίλος με τον Αρχοντή Βασίλη (Κατσιλάκι), όπου είχε πάρει το κάρο και πήγε να κάνει μια δουλειά και άργησε.
Πάει λοιπάν ο παππούς και τον ρωτάει:
- "Δε μι λιές αρα Κατσιλάκι"
- "Τι ίνι μπάρμπα"
- "Μηπους ξέρς που ίνι τχόσμ Νταμάκας;"
Εκεινος για να τον πειράξει του λέει:
- "Πάει μπάρμπα...πάει για του Κάϊρου"
Και ο παππούς ειπε το εξής αμίμητο:
"Καλά αρα κατσιλάκι, έχ΄ δρόμου αμαξουτόν για του Κα'ι'ρου;"
Πεσαμε κατω απ τα γελια.
Αυτά πρός το παρόν καλοί μου φίλοι...
Οταν θυμηθώ κι άλλες παλιές ιστορίες θα τα ξαναπούμε...
Σας χαιρετώ εγκάρδια...
Μίλτος Αναστασίου
Τι μας θύμησες τώρα ρε φίλε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα δεις που θα μας χρειαστούν ξανά αυτά τα αντικείμενα και θα ξαναμπούν πάλι στη ζωή μας…
Μάλον θα πρέπει να τα προμηθευτούμε τώρα με την κρίση και την πτώχευση της χώρας μας.
Τελειο!!!!!!!!!φοβερές μνήμες
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο!Είδατε ότι μπορούμε να γράψουμε όλοι μας σιγά σιγά και να δημιουργηθεί ένα όμορφο πάζλ με θέμα το χωριουδάκι μας και τους ανθρώπους του.Αυτό επεδίωκα απο την αρχή και είχα παρατηρήσει ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση απο κανέναν σας.Τέλος πάντων, σε κάθε περίπτωση λοιπόν πολύ όμορφο και με φωτογραφίες!
ΑπάντησηΔιαγραφή