Τουν βλέπς αυτόν, αυτόϊα του πιδί.
Ε, ρε, γαμώ τη μάνα μέσα, γκουτζιάμ πιδί, ντίπ δεν τουν κόβι! ούδι μια αράδα δεν ξέρει να διαβάσ, δεν καταλαβαίν΄ τίπουτα, σκέτους γκρας είνι.
Γκουτζιάμ άντρας κι κάν΄ χαζαμάρις ακόμα.
Ποιόν έμοιασι;
Ήταν μικρός, δεν τουν αγροίξι τουν πατέρα τ’ απ΄ ήταν μιρακλής!
Άμα τουν έλεγις να κάνι κάνα δλειά…
-Δεν αδγειάζου, έλεγι, έχου να πάου στα πρόβατα. Έκανι πάντα του θκό τ’.
-Έλα να κάνουμι αυτή τη δλειά, τουν έλιγις.
-Δεν αδγειάζου σήμερα σαμπρουστά άμα ξαδγειάσου, θα ’ρθού, έλιγι.
Έβγαζι του καθρεφτάκι κι τν τσατσάρα, σάλιουνι του μαλλί κι έφτιαχνι τουν καρέ.
Άμα τουν έλεγις, να ντυθεί κι να πάει στην νηκκλισιά γκουρδουκλιόνταν ούλ΄ τ΄ νύχτα στου κριβάτ΄ κι του προυί που σκώνουνταν μπαμπάλτζι.
Ντύνουνταν κι έβαζι ανάπουδα τα παπούτσια τ’.
-Βρε πιδί μ’, τά ’βαλις τ’ανάπουδα τα παπούτσια σ’, τουν έλιγαν.
-Λάθους έκανα, έλιγι αυτός, αλλά δεν τα άλλαζι, έβγαζι του καθρεφτάκι κι την τσατσάρα, έφτιαχνι τουν καρέ κι πήγηνι έτσι, σαν σβαρνιάρς στην νηκκλισιά.
Μια βολά θα πνίγουνταν στου πουτάμι αν δεν αγραπώνουνταν απού κάτ΄ κλαργιά.
Έσκουζι ούλ΄τη μέρα να τουν ακούσουν.
Σπουλάτι τουν άξαν κάτ΄ τσουμπαναραίοι κι πήγαν κι τουν έβγαλαν.
Μια βολά τουν έστειλαν να κουβαλίσι τ’άχυρου μι του κάρου, κι γκιράντσι του φουρτουμένου κάρου κι έπισαν ούλα τα διμάτχια στου δρόμου.
Μια άλλη βολά τοιμάσκαν να πάν στου παγκύρι, είχαν ζέψι του κάρου, φόρτουσαν κι τα πράματα κι περίμιναν αυτόν.
Αυτός, τότι είχι πάρι τα γκιούμνια κι είχι πάει να τα γιουμίσι μι νιρό απ τ’ αρτισιανό.
Πιρίμιναν - πιρίμιναν, κάπουτι φανήσκι κι αυτός, γιμάτους απού πάν μέχρι κατ΄ λάσπις κι νιρά.
-Ά ρε, του λεν, που είσι; Ισένα θα πιριμένουμι.
-Κάηκι απού νιρό του γουμάρι κι γκάρζι ούλη τ΄μέρα, τσ’ λέει, ιγώ γκουσουμάντσα μέχρι να του φέρου τόσου βάρους να του πουτίσου κι σεις χουιάζτι.
Μια άλλη βολά κουβαλούσι πάλι νιρό μι τα γκιούμια κι τουν φώναζαν.
-Μην απιρνάς απού κει, έχει αγλίστρα ου δρόμους.
Μπα, αυτός, ικεί.
Ε, πάτσι μια γλίστρα κι ήρθι μι τουν κώλου σαπάν’.
Τουν αλπήτχα του καημένου έτσι όπως έκανε.
Ούλη τη ζουή τ’ αγουνιώτι κι ντιπ προυκουπή δεν είδι.
Ούλου γαμπρίζει ου καημένους κι καμία δε γυρίζει να τουν κοιτάξει.
Σάμπως τι να κοιτάξει... τέτοιους ανεπρόκουπους που είνι…!!!
Ε, ρε, γαμώ τη μάνα μέσα, γκουτζιάμ πιδί, ντίπ δεν τουν κόβι! ούδι μια αράδα δεν ξέρει να διαβάσ, δεν καταλαβαίν΄ τίπουτα, σκέτους γκρας είνι.
Γκουτζιάμ άντρας κι κάν΄ χαζαμάρις ακόμα.
Ποιόν έμοιασι;
Ήταν μικρός, δεν τουν αγροίξι τουν πατέρα τ’ απ΄ ήταν μιρακλής!
Άμα τουν έλεγις να κάνι κάνα δλειά…
-Δεν αδγειάζου, έλεγι, έχου να πάου στα πρόβατα. Έκανι πάντα του θκό τ’.
-Έλα να κάνουμι αυτή τη δλειά, τουν έλιγις.
-Δεν αδγειάζου σήμερα σαμπρουστά άμα ξαδγειάσου, θα ’ρθού, έλιγι.
Έβγαζι του καθρεφτάκι κι τν τσατσάρα, σάλιουνι του μαλλί κι έφτιαχνι τουν καρέ.
Άμα τουν έλεγις, να ντυθεί κι να πάει στην νηκκλισιά γκουρδουκλιόνταν ούλ΄ τ΄ νύχτα στου κριβάτ΄ κι του προυί που σκώνουνταν μπαμπάλτζι.
Ντύνουνταν κι έβαζι ανάπουδα τα παπούτσια τ’.
-Βρε πιδί μ’, τά ’βαλις τ’ανάπουδα τα παπούτσια σ’, τουν έλιγαν.
-Λάθους έκανα, έλιγι αυτός, αλλά δεν τα άλλαζι, έβγαζι του καθρεφτάκι κι την τσατσάρα, έφτιαχνι τουν καρέ κι πήγηνι έτσι, σαν σβαρνιάρς στην νηκκλισιά.
Μια βολά θα πνίγουνταν στου πουτάμι αν δεν αγραπώνουνταν απού κάτ΄ κλαργιά.
Έσκουζι ούλ΄τη μέρα να τουν ακούσουν.
Σπουλάτι τουν άξαν κάτ΄ τσουμπαναραίοι κι πήγαν κι τουν έβγαλαν.
Μια βολά τουν έστειλαν να κουβαλίσι τ’άχυρου μι του κάρου, κι γκιράντσι του φουρτουμένου κάρου κι έπισαν ούλα τα διμάτχια στου δρόμου.
Μια άλλη βολά τοιμάσκαν να πάν στου παγκύρι, είχαν ζέψι του κάρου, φόρτουσαν κι τα πράματα κι περίμιναν αυτόν.
Αυτός, τότι είχι πάρι τα γκιούμνια κι είχι πάει να τα γιουμίσι μι νιρό απ τ’ αρτισιανό.
Πιρίμιναν - πιρίμιναν, κάπουτι φανήσκι κι αυτός, γιμάτους απού πάν μέχρι κατ΄ λάσπις κι νιρά.
-Ά ρε, του λεν, που είσι; Ισένα θα πιριμένουμι.
-Κάηκι απού νιρό του γουμάρι κι γκάρζι ούλη τ΄μέρα, τσ’ λέει, ιγώ γκουσουμάντσα μέχρι να του φέρου τόσου βάρους να του πουτίσου κι σεις χουιάζτι.
Μια άλλη βολά κουβαλούσι πάλι νιρό μι τα γκιούμια κι τουν φώναζαν.
-Μην απιρνάς απού κει, έχει αγλίστρα ου δρόμους.
Μπα, αυτός, ικεί.
Ε, πάτσι μια γλίστρα κι ήρθι μι τουν κώλου σαπάν’.
Τουν αλπήτχα του καημένου έτσι όπως έκανε.
Ούλη τη ζουή τ’ αγουνιώτι κι ντιπ προυκουπή δεν είδι.
Ούλου γαμπρίζει ου καημένους κι καμία δε γυρίζει να τουν κοιτάξει.
Σάμπως τι να κοιτάξει... τέτοιους ανεπρόκουπους που είνι…!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής