Προβλημάτισε, κατηγορήθηκε, έφερε αντιπαραθέσεις και από τη Δεξιά και από την Αριστερά, αμφισβητήθηκε ακόμη και η ύπαρξή της και απέκτησε πολλούς πολέμιους. Αυτή η τόσο ανομοιογενής γενιά, ακολουθώντας νέες τάσεις δημιουργίας χώρεσε ιδεολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις της εποχής της, συντελώντας σε σημαντικές αλλαγές της τέχνης του 20ού αιώνα με το έργο τους, ορίζοντας μια τομή και μια ρήξη με το παρελθόν.
Με πραγματικούς ογκόλιθους, έφερε στη χώρα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας, έδωσε δύο μείζονες υπερρεαλιστές ποιητές, έναν σπουδαίο ποιητή της Αριστεράς, πεζογράφους, κριτικούς, εικαστικούς.
Επάνω όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθιστοί: Άγγελος Τερζάκης, K.T. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.
Σε μια αδρομερή παρουσίαση, με τον όρο Γενιά του ’30 περιγράφεται ένα σύνολο λογοτεχνών, διανοουμένων και καλλιτεχνών που μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή (δεκαετία του 1930) διαμορφώνουν τις θέσεις τους με κεντρικό αίτημα την αναζήτηση της «ελληνικότητας» στην τέχνη και στη λογοτεχνία. Δέον είναι εδώ να υπογραμμίσουμε ότι από την άλωση της Κωνσταντινούπολης ως τον 20ό αιώνα διαμορφώθηκαν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις περί ελληνικότητας.
Μόνο όμως σε αυτή τη δεκαετία το θέμα αυτό απέκτησε τέτοια έκταση και η ελληνικότητα υιοθετήθηκε ως πολιτιστική αξία, απηχώντας την ανάγκη διαφοροποίησης τόσο από τους «πολιτιστικά νεόκοπους» Δυτικοευρωπαίους εταίρους όσο και από τους «απολίτιστους» Οθωμανούς. Η αίσθηση της εθνικής απομόνωσης που συνεπάγεται η ήττα γεννάει συχνά την ανάγκη μιας σαφέστερης περιχαράκωσης σε σχέση με τα καθαυτό εθνικά χαρακτηριστικά ενός λαού.
Γεγονός - σταθμός στην πορεία για την ενηλικίωση της Γενιάς του’30 υπήρξε η Μικρασιατική Καταστροφή και τα δεινά επακόλουθα του ξεριζωμού του μικρασιατικού ελληνισμού.
Είναι η εποχή που διαψεύδονται πια όλες οι ελπίδες της «Μεγάλης Ιδέας» από την οποία είχαν εμπνευσθεί οι παλιές γενιές.
Εν τω μεταξύ, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923 φθάνουν στη χώρα νέοι ελληνικοί πληθυσμοί, φορείς μιας πολιτιστικής παράδοσης. Πνέει πλέον ένας άνεμος που ξεκινάει από μια ευρύτερη αντίληψη της ζωής, ένας άνεμος που άρχισε να διαλύει το «πνεύμα καταθλιπτικού τοπικισμού» που διέτρεχε την Ελλάδα. Και η πτώση των αξιών έχει ως συνέπεια να αμφισβητηθεί η λογοτεχνία της εποχής από τους νέους (ο Βάρναλης τη χαρακτηρίζει «πουλημένη και ατιμασμένη»), οι οποίοι επιτίθενται ευθέως κατά του Παλαμά και του Σικελιανού.
Ως εκ τούτου, η καλλιτεχνική δημιουργία στην Ελλάδα εισέρχεται σε μια νέα φάση και επιχειρείται συνειδητά να διατυπωθεί μια νέα αισθητική πρόταση και, μαζί, ένα νέο περιεχόμενο.
Παράλληλα, νέες εμπειρίες κομίζουν και οι δυτικοφερμένοι Έλληνες που έχουν έρθει σε επαφή με τα νέα ρεύματα σκέψης, και οι οποίοι θα βρεθούν απέναντι στους παλιούς λογοτέχνες αποδίδοντάς τους μομφές του «ατσαλάκωτου και του υπερόπτη».
Εν μέσω λοιπόν άπειρων πολιτικών ζυμώσεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, το παλιό με το νέο, η διείσδυση μαρξιστικών ιδεών (μέσω των περιοδικών Αναγέννηση με διευθυντή Δημήτρη Γληνό, οι Πρωτοπόροι του Πέτρου Πικρού και οι Νέοι Πρωτοπόροι) πυροδοτούν έναν γόνιμο διάλογο με άμεσο αντίκτυπο στη λογοτεχνική δημιουργία.
Η θεωρητική εμφάνιση της Γενιάς του ’30 γίνεται το 1929 από τον Γιώργο Θεοτοκά (1905-1966) στο Ελεύθερο Πνεύμα, όπου ασκώντας κριτική στον Γιάννη Αποστολάκη και στον Φώτο Πολίτη, ακόμη και στον Καβάφη για τον οποίο αργότερα θα αναθεωρήσει, και εξάροντας τον Ίωνα Δραγούμη, προτάσσει την ανεξαρτησία του πνεύματος και τονίζει την ανάγκη για στροφή προς τη «δύσκολη τέχνη».
Στην ανάγκη αυτήν ανταποκρίνεται δύο χρόνια αργότερα, το 1931, ο Γιώργος Σεφέρης με τη Στροφή. Ήταν ο Θεοτοκάς που την πρωτοονόμασε γενιά του ’30, παρότι πολύ από αυτούς κράτησαν απόσταση μην αποδεχόμενοι ότι υπήρξαν μέλη της (όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης).
Στον λογοτεχνικό χώρο, οι φορείς των νέων τάσεων, διαρρηγνύουν τις παραδοσιακές μορφές και αρθρώνουν μια καινοτόμο γλώσσα, όντας ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της εποχής αλλά και σοβαροί συνομιλητές με τα πνευματικά ρεύματα της Ευρώπης – φουτουρισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός.
Ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, εισηγητής στην ουσία της νέας ποίησης, κάνοντας έναν διάλογο ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, ο Γιάννης Ράντος, ένας από τους προδρόμους που ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής ποίησης. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της κοινωνικής στράτευσης και της Ρωμιοσύνης, και ο Οδυσσέας Ελύτης, πρωτομάστορας του ποιητικού λόγου. Καθώς και οι Νικηφόρος Βρεττάκος, Γιώργος Σαραντάρης και τόσοι άλλοι.
Από τους πεζογράφους ένας από τους πρώτους ανανεωτές της πρόζας, ο Φώτης Κόντογλου, και ακόμη: Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Θεοτοκάς, Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Θράσος Καστανάκης, Μιχάλης Καραγάτσης, Θανάσης Πετσάλης Διομήδης, Κοσμάς Πολίτης, Παντελής Πρεβελάκης, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιάννης Σκαρίμπας κ.ά., και από γυναίκες η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου, η Μέλπω Αξιώτη.
Πολλοί από τους παραπάνω ήταν συνεργάτες του περιοδικού «Νέα Γράμματα».
Επιπλέον, στη ζωγραφική: Γιάννης Μόραλης, Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης κ.ά. Στη μουσική Δημήτρης Μητρόπουλος κ.ά. Στη φιλοσοφική σκέψη: Ευάγγελος Παπανούτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στη φιλολογία: Ιωάννης Κακριδής, Ιωάννης Συκουτρής καθώς επίσης και της λογοτεχνικής κριτικής: Κωνσταντίνος Καραντώνης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος κ.ά.
● «Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ’30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικής και, γενικότερα, της καλλιτεχνικής ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά –η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα– αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της» λέει ο Νάσος Βαγενάς, καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και συστηματικός μελετητής του Σεφέρη.
● «Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Έπειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή. Όσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος» σχολιάζει ο Μάριο Βίτι, ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Βιτέρμπο, ο συγγραφέας της πολύ καλής μελέτης «Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» (1977) βασική πηγή για την ιστορία της γενιάς.
Με πραγματικούς ογκόλιθους, έφερε στη χώρα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας, έδωσε δύο μείζονες υπερρεαλιστές ποιητές, έναν σπουδαίο ποιητή της Αριστεράς, πεζογράφους, κριτικούς, εικαστικούς.
Επάνω όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθιστοί: Άγγελος Τερζάκης, K.T. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.
Σε μια αδρομερή παρουσίαση, με τον όρο Γενιά του ’30 περιγράφεται ένα σύνολο λογοτεχνών, διανοουμένων και καλλιτεχνών που μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή (δεκαετία του 1930) διαμορφώνουν τις θέσεις τους με κεντρικό αίτημα την αναζήτηση της «ελληνικότητας» στην τέχνη και στη λογοτεχνία. Δέον είναι εδώ να υπογραμμίσουμε ότι από την άλωση της Κωνσταντινούπολης ως τον 20ό αιώνα διαμορφώθηκαν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις περί ελληνικότητας.
Μόνο όμως σε αυτή τη δεκαετία το θέμα αυτό απέκτησε τέτοια έκταση και η ελληνικότητα υιοθετήθηκε ως πολιτιστική αξία, απηχώντας την ανάγκη διαφοροποίησης τόσο από τους «πολιτιστικά νεόκοπους» Δυτικοευρωπαίους εταίρους όσο και από τους «απολίτιστους» Οθωμανούς. Η αίσθηση της εθνικής απομόνωσης που συνεπάγεται η ήττα γεννάει συχνά την ανάγκη μιας σαφέστερης περιχαράκωσης σε σχέση με τα καθαυτό εθνικά χαρακτηριστικά ενός λαού.
Γεγονός - σταθμός στην πορεία για την ενηλικίωση της Γενιάς του’30 υπήρξε η Μικρασιατική Καταστροφή και τα δεινά επακόλουθα του ξεριζωμού του μικρασιατικού ελληνισμού.
Είναι η εποχή που διαψεύδονται πια όλες οι ελπίδες της «Μεγάλης Ιδέας» από την οποία είχαν εμπνευσθεί οι παλιές γενιές.
Εν τω μεταξύ, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923 φθάνουν στη χώρα νέοι ελληνικοί πληθυσμοί, φορείς μιας πολιτιστικής παράδοσης. Πνέει πλέον ένας άνεμος που ξεκινάει από μια ευρύτερη αντίληψη της ζωής, ένας άνεμος που άρχισε να διαλύει το «πνεύμα καταθλιπτικού τοπικισμού» που διέτρεχε την Ελλάδα. Και η πτώση των αξιών έχει ως συνέπεια να αμφισβητηθεί η λογοτεχνία της εποχής από τους νέους (ο Βάρναλης τη χαρακτηρίζει «πουλημένη και ατιμασμένη»), οι οποίοι επιτίθενται ευθέως κατά του Παλαμά και του Σικελιανού.
Ως εκ τούτου, η καλλιτεχνική δημιουργία στην Ελλάδα εισέρχεται σε μια νέα φάση και επιχειρείται συνειδητά να διατυπωθεί μια νέα αισθητική πρόταση και, μαζί, ένα νέο περιεχόμενο.
Παράλληλα, νέες εμπειρίες κομίζουν και οι δυτικοφερμένοι Έλληνες που έχουν έρθει σε επαφή με τα νέα ρεύματα σκέψης, και οι οποίοι θα βρεθούν απέναντι στους παλιούς λογοτέχνες αποδίδοντάς τους μομφές του «ατσαλάκωτου και του υπερόπτη».
Εν μέσω λοιπόν άπειρων πολιτικών ζυμώσεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, το παλιό με το νέο, η διείσδυση μαρξιστικών ιδεών (μέσω των περιοδικών Αναγέννηση με διευθυντή Δημήτρη Γληνό, οι Πρωτοπόροι του Πέτρου Πικρού και οι Νέοι Πρωτοπόροι) πυροδοτούν έναν γόνιμο διάλογο με άμεσο αντίκτυπο στη λογοτεχνική δημιουργία.
Η θεωρητική εμφάνιση της Γενιάς του ’30 γίνεται το 1929 από τον Γιώργο Θεοτοκά (1905-1966) στο Ελεύθερο Πνεύμα, όπου ασκώντας κριτική στον Γιάννη Αποστολάκη και στον Φώτο Πολίτη, ακόμη και στον Καβάφη για τον οποίο αργότερα θα αναθεωρήσει, και εξάροντας τον Ίωνα Δραγούμη, προτάσσει την ανεξαρτησία του πνεύματος και τονίζει την ανάγκη για στροφή προς τη «δύσκολη τέχνη».
Στην ανάγκη αυτήν ανταποκρίνεται δύο χρόνια αργότερα, το 1931, ο Γιώργος Σεφέρης με τη Στροφή. Ήταν ο Θεοτοκάς που την πρωτοονόμασε γενιά του ’30, παρότι πολύ από αυτούς κράτησαν απόσταση μην αποδεχόμενοι ότι υπήρξαν μέλη της (όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης).
Στον λογοτεχνικό χώρο, οι φορείς των νέων τάσεων, διαρρηγνύουν τις παραδοσιακές μορφές και αρθρώνουν μια καινοτόμο γλώσσα, όντας ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της εποχής αλλά και σοβαροί συνομιλητές με τα πνευματικά ρεύματα της Ευρώπης – φουτουρισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός.
Ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, εισηγητής στην ουσία της νέας ποίησης, κάνοντας έναν διάλογο ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, ο Γιάννης Ράντος, ένας από τους προδρόμους που ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής ποίησης. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της κοινωνικής στράτευσης και της Ρωμιοσύνης, και ο Οδυσσέας Ελύτης, πρωτομάστορας του ποιητικού λόγου. Καθώς και οι Νικηφόρος Βρεττάκος, Γιώργος Σαραντάρης και τόσοι άλλοι.
Από τους πεζογράφους ένας από τους πρώτους ανανεωτές της πρόζας, ο Φώτης Κόντογλου, και ακόμη: Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Θεοτοκάς, Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Θράσος Καστανάκης, Μιχάλης Καραγάτσης, Θανάσης Πετσάλης Διομήδης, Κοσμάς Πολίτης, Παντελής Πρεβελάκης, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιάννης Σκαρίμπας κ.ά., και από γυναίκες η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου, η Μέλπω Αξιώτη.
Πολλοί από τους παραπάνω ήταν συνεργάτες του περιοδικού «Νέα Γράμματα».
Επιπλέον, στη ζωγραφική: Γιάννης Μόραλης, Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης κ.ά. Στη μουσική Δημήτρης Μητρόπουλος κ.ά. Στη φιλοσοφική σκέψη: Ευάγγελος Παπανούτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στη φιλολογία: Ιωάννης Κακριδής, Ιωάννης Συκουτρής καθώς επίσης και της λογοτεχνικής κριτικής: Κωνσταντίνος Καραντώνης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος κ.ά.
● «Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ’30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικής και, γενικότερα, της καλλιτεχνικής ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά –η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα– αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της» λέει ο Νάσος Βαγενάς, καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και συστηματικός μελετητής του Σεφέρη.
● «Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Έπειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή. Όσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος» σχολιάζει ο Μάριο Βίτι, ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Βιτέρμπο, ο συγγραφέας της πολύ καλής μελέτης «Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» (1977) βασική πηγή για την ιστορία της γενιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής