Καθώς διανύουμε ακόμη μια καλοκαιρινή νύχτα, η ώρα έχει προχωρήσει αρκετά και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Βγαίνω στην αυλή και καθώς η δροσιά με συνεπαίρνει, ατενίζω τα αστέρια στον ουρανό.
Να και ο αποσπερίτης… Πόσα χρόνια με γύρισε πίσω!
Πόσο διαφορετικά ήταν τότε τα βράδια μας.
Πόσο αλλιώτικοι οι ρυθμοί μας.
Χωρίς τηλεόραση αλλά γεμάτοι από νέα, πληροφορίες, βιώματα.
Αναλογίζομαι μήπως ο πολιτισμός μας οδηγεί σε δρόμους παράξενους, αγχωτικούς.
Αυτό τουλάχιστον νιώθω όταν γυρίζοντας πίσω βλέπω την νεανική μου ζωή, πώς πέρασε χωρίς αυτό το κουτί που μπροστά του σήμερα περνάμε ατέλειωτες ώρες.
Κοντά της, χάσαμε την ανθρώπινη επικοινωνία, το ρομαντισμό, το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο.
Και συνάμα αντικρίζουμε την ζωή με άλλο μάτι.
Δεν αναφέρω τα καλά της γιατί με πνίγουνε αυτά που στερήθηκα έχοντάς την μέσα στο σπίτι μου.
Και πολλές φορές να υπάρχουν και δύο και τρεις τηλεοράσεις μέσα στο σπίτι. Θαρρεί κανείς ότι είναι μια εξάρτηση, κάτι σαν το κάπνισμα ας πούμε που δεν το θέλουμε αλλά επιδιώκουμε να χαθούμε, να ξεχάσουμε, να απομονωθούμε.
Στο χωριό που μεγάλωσα κάθε τετράγωνο είχε και ένα αντάμωμα.
Όταν το αντάμωμα ξεκινούσε πριν την δύση του ηλίου, οι νοικοκυρές έπαιρναν μαζί και τα εργόχειρα τους. Τα πλεκτά πουλόβερ για τον βαρύ χειμώνα, τα κεντήματα για τις ανύπαντρες κοπέλες.
Εκείνες που στερούνταν αυτή την σύναξη ήταν οι υφάντρες. Κάθε τόσο ακουγόταν το χτένι που χτυπούσε δυνατά τον ξύλινο αργαλειό για να τελειώσει το υφαντό της. Ερχόταν στην παρέα όταν έπεφτε βαθύ σκοτάδι και το φώς της λιγοστής λάμπας δεν έφτανε ως τον αργαλειό της.
Πόσο τυχεροί είμαστε εμείς οι "παλιότεροι" που ζήσαμε αυτές τις μέρες, και ώρες.
Παράμερα τα παιδιά να παίζουν διάφορα παιχνίδια: κρυφτό, κυνηγητό, τα μήλα, το κορόιδο, τη μακριά γαϊδούρα.
Πολλές απ’τις γιαγιάδες έπαιρναν μαζί τους και τη ρόκα κι έγνεθαν το μαλλί.
Με αυτό θα έπλεκαν τις φανέλες για τους άνδρες τους, για το βαρύ χειμώνα που θα ερχόταν.
Όταν πια τα χέρια κουράζονταν και οι πλάτες πονούσαν άρχιζαν το κουβεντολόϊ.
Δεν θυμάμαι συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση ούτε για την κυβέρνηση.
Με ότι είχαμε περνούσαμε. Ξετρυπώναμε λύσεις, και βάζαμε το μυαλό μας για τα δύσκολα.
Άλλες ανέλυαν τα νέα του χωριού:
Η τάδε αρραβωνιάστηκε, η τάδε παντρεύεται. Ποτέ βέβαια ότι ο τάδε χώρισε.
Κατά τις δέκα άρχιζε η επιστροφή των ανδρών από το καφενείο, και τα κερδισμένα λουκούμια από την πρέφα μοιράζονταν σε όλους.
Άραγε πόσα νεότερα θα μάθαινε κανείς από μισή ώρα ειδήσεων στην τηλεόραση, χωρίς κριτική προσωπική, χωρίς ανάλυση, χωρίς συνομιλητή;
Πολλά βράδια ιδίως το Σάββατο οι γυναίκες το ρίχνανε και στο τραγούδι.
Πρώτα οι γιαγιάδες και ύστερα οι μανάδες μας.
Οι γυναίκες με τους άνδρες τους έφευγαν νωρίτερα...Έμειναν οι ζωηρότεροι της παρέας.
Τ’αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό.
Ο αποσπερίτης άρχιζε να χάνεται. Στο κέντρο έφτασε το ολόγιομο φεγγάρι…
Άλλη μια αναδρομή μου έφτασε στο τέλος της…
πίσω στα παλιά...
Να και ο αποσπερίτης… Πόσα χρόνια με γύρισε πίσω!
Πόσο διαφορετικά ήταν τότε τα βράδια μας.
Πόσο αλλιώτικοι οι ρυθμοί μας.
Χωρίς τηλεόραση αλλά γεμάτοι από νέα, πληροφορίες, βιώματα.
Αναλογίζομαι μήπως ο πολιτισμός μας οδηγεί σε δρόμους παράξενους, αγχωτικούς.
Αυτό τουλάχιστον νιώθω όταν γυρίζοντας πίσω βλέπω την νεανική μου ζωή, πώς πέρασε χωρίς αυτό το κουτί που μπροστά του σήμερα περνάμε ατέλειωτες ώρες.
Κοντά της, χάσαμε την ανθρώπινη επικοινωνία, το ρομαντισμό, το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο.
Και συνάμα αντικρίζουμε την ζωή με άλλο μάτι.
Δεν αναφέρω τα καλά της γιατί με πνίγουνε αυτά που στερήθηκα έχοντάς την μέσα στο σπίτι μου.
Και πολλές φορές να υπάρχουν και δύο και τρεις τηλεοράσεις μέσα στο σπίτι. Θαρρεί κανείς ότι είναι μια εξάρτηση, κάτι σαν το κάπνισμα ας πούμε που δεν το θέλουμε αλλά επιδιώκουμε να χαθούμε, να ξεχάσουμε, να απομονωθούμε.
Στο χωριό που μεγάλωσα κάθε τετράγωνο είχε και ένα αντάμωμα.
Όταν το αντάμωμα ξεκινούσε πριν την δύση του ηλίου, οι νοικοκυρές έπαιρναν μαζί και τα εργόχειρα τους. Τα πλεκτά πουλόβερ για τον βαρύ χειμώνα, τα κεντήματα για τις ανύπαντρες κοπέλες.
Εκείνες που στερούνταν αυτή την σύναξη ήταν οι υφάντρες. Κάθε τόσο ακουγόταν το χτένι που χτυπούσε δυνατά τον ξύλινο αργαλειό για να τελειώσει το υφαντό της. Ερχόταν στην παρέα όταν έπεφτε βαθύ σκοτάδι και το φώς της λιγοστής λάμπας δεν έφτανε ως τον αργαλειό της.
Πόσο τυχεροί είμαστε εμείς οι "παλιότεροι" που ζήσαμε αυτές τις μέρες, και ώρες.
Παράμερα τα παιδιά να παίζουν διάφορα παιχνίδια: κρυφτό, κυνηγητό, τα μήλα, το κορόιδο, τη μακριά γαϊδούρα.
Πολλές απ’τις γιαγιάδες έπαιρναν μαζί τους και τη ρόκα κι έγνεθαν το μαλλί.
Με αυτό θα έπλεκαν τις φανέλες για τους άνδρες τους, για το βαρύ χειμώνα που θα ερχόταν.
Όταν πια τα χέρια κουράζονταν και οι πλάτες πονούσαν άρχιζαν το κουβεντολόϊ.
Δεν θυμάμαι συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση ούτε για την κυβέρνηση.
Με ότι είχαμε περνούσαμε. Ξετρυπώναμε λύσεις, και βάζαμε το μυαλό μας για τα δύσκολα.
Άλλες ανέλυαν τα νέα του χωριού:
Η τάδε αρραβωνιάστηκε, η τάδε παντρεύεται. Ποτέ βέβαια ότι ο τάδε χώρισε.
Κατά τις δέκα άρχιζε η επιστροφή των ανδρών από το καφενείο, και τα κερδισμένα λουκούμια από την πρέφα μοιράζονταν σε όλους.
Άραγε πόσα νεότερα θα μάθαινε κανείς από μισή ώρα ειδήσεων στην τηλεόραση, χωρίς κριτική προσωπική, χωρίς ανάλυση, χωρίς συνομιλητή;
Πολλά βράδια ιδίως το Σάββατο οι γυναίκες το ρίχνανε και στο τραγούδι.
Πρώτα οι γιαγιάδες και ύστερα οι μανάδες μας.
Οι γυναίκες με τους άνδρες τους έφευγαν νωρίτερα...Έμειναν οι ζωηρότεροι της παρέας.
Τ’αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό.
Ο αποσπερίτης άρχιζε να χάνεται. Στο κέντρο έφτασε το ολόγιομο φεγγάρι…
Άλλη μια αναδρομή μου έφτασε στο τέλος της…
πίσω στα παλιά...
Οι γραπτές διαδρομές σου στην Ιτέα των περασμένων χρόνων αγαπητέ φίλε Παύλο είναι εξαιρετικές. Οι εικόνες ξεπηδούν η μια μετά την άλλη ολοζώντανα στον αναγνώστη, σα να'ταν χθές. Αναρωτιέμαι όμως τι νόημα εχουν διότι όλοι μας το μόνο που έχουμε στο μυαλό μας είναι ο καταναλωτισμός και στην καρδιά μας το μίσος και η ζήλια για τον συγχωριανό μας....Ετσι και τρείς και τέσσερις τηλεοράσεις θα έχουμε και κανέναν δεν θα ξαναδείς ποτέ στη γειτονιά για παρέα και κουβεντούλα.....Να 'σαι πάντα καλά, συνέχισε....
ΑπάντησηΔιαγραφή