Η δεκαετία του 40 ήταν ίσως η πιο σκληρή για ολόκληρο τον ελληνικό λαό από την ίδρυση του Κράτους μας. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, όλα ισοπεδώθηκαν, γεφύρια καταστράφηκαν, δρόμοι ανασκάφτηκαν, λιμάνια, αεροδρόμια, εργοστάσια, παραγωγικές υποδομές κλπ.
Τα πάντα εξαφανίσθηκαν.
Με τη κατάληψη της Χώρας από τους "φιλέλληνες" Γερμανούς την άνοιξη του 1941 η πρώτη τους ενέργεια ήταν να δεσμεύσουν όλα τα σιτηρά στις κρατικές αποθήκες, με συνέπεια να προκύψει λιμός στα όρια της γενοκτονίας.
Ο Πρωθυπουργός της χώρας Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτονεί μόνο και μόνο για να μην είναι αυτός που θα παραδώσει τη χώρα στον κατακτητή!!
Αλλά, δυστυχώς, πάντα θα υπάρχουν επίορκοι για να κάνουν αυτές τις βρώμικες δουλειές..
Και αυτόν τον γενναίο που προτίμησε την αυτοκτονία από την προδοσία, η πατρίδα τον ξέχασε, ενώ έπρεπε ο ανδριάντας του να κοσμεί τον προαύλιο χώρο του ελληνικού κοινοβουλίου και το παράδειγμά του να διδάσκεται στα σχολεία..
Η απάνθρωπη αυτή ενέργεια είχε ως συνέπεια να επακολουθήσει λιμός και οι άνθρωποι στις μεγάλες πόλεις να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες σε καθημερινή βάση, Αν δε η ενέργεια αυτή των κατακτητών συνδυασθεί και με την γενική επιστράτευση τον Οκτώβρη του 1940 που έγινε για να αντιμετωπίσουμε του άλλους "φίλους " Ιταλούς, η οποία στέρησε από τη γεωργία όλους εκείνους που θα έσπερναν τα χωράφια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι και η ύπαιθρος χώρα δοκιμάσθηκε επίσης σκληρά.
Θυμάμαι ότι γυναίκες αντικατέστησαν τους άνδρες στη σπορά των χωραφιών τους.
Και ήταν να τις καμαρώνεις!
Αξέχαστη έμεινε αυτή η εικόνα στη μνήμη μου.
Και πώς να μη μείνει....Αυτή είναι η Ελληνίδα γυναίκα...Στα δύσκολα μπαίνει μπροστά, δεν δειλιάζει, αψηφάει και κόπο και κινδύνους.. Και ταιριάζει εδώ το επίγραμμα που γράφτηκε για τις Ηπειρώτισσες γυναίκες στο άγαλμά τους:
"Γυναίκες Hπειρώτισσες
φαντάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιόν πας να κατακτήσεις;"
Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στο 1944, όταν ο κατακτητής έφυγε κακήν κακώς με τη ουρά στα σκέλια... Και ενώ τότε έπρεπε να αρχίσει η ανασυγκρότηση της χώρας, άρχισε ο εμφύλιος σπαραγμός, κάτι χειρότερο από τον κατακτητή. Δεν έμεινε λίθος επί λίθου που λένε. Δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς!
Ωστόσο η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες και συνεχίζει να θέλγει τους ανθρώπους.
Συνεχίζουν να αγαπούν, να ερωτεύονται, να παντρεύονται, ζουν και να προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Η ζωή στο χωριό μας τη δεκαετία 40-50 ήταν διαφορετική από τη σημερινή.
Ελάχιστες ομοιότητες είχε, διέφερε ριζικά, όπως και σε κάθε άλλο χωριό.
Η κύρια μέριμνα του καλού νοικοκύρη ήταν να βάλει στην αποθήκη του το στάρι της χρονιάς, περίπου 600 – 800 οκάδες. Μέρος αυτού του σταριού θα το άλεθε στο μύλο για τις ανάγκες του χειμώνα, δηλαδή για την πιο δύσκολη εποχή.
Μύλος τότε υπήρχε στο Τσιότι (Φαρκαδώνα) και αργότερα στο Κουτσιαρί (Ιτέα) του Λιάχανου.
Το άλεσμα του σταριού γινότανε τους φθινοπωρινούς μήνες, ίσως για να διατηρείται το αλεύρι καλύτερα το χειμώνα, γιατί διαφορετικά ευνοούνταν το σκουλήκιασμα. Προτιμούνταν τότε ο μύλος στο Τσιότι λόγω της μεγαλύτερης αγοράς αλλά και της καλύτερης πρόσβασης για τα κάρα.
Ο δρόμος προς το Κουτσιαρί τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες ήταν συνήθως αδιάβατος, όχι μόνο για τα κάρα αλλά και για τους πεζούς. Αν δεν έβγαζες τα παπούτσια σου, κινδύνευες να τα χάσεις μέσα στις λάσπες,
Θυμάμαι, όταν μαθητής στο γυμνάσιο Καρδίτσας, έπρεπε τις διακοπές κυρίως των Χριστουγέννων να έλθω στο χωριό, από το Κουτσιαρί μέχρι τον Πέτρινο το ταξίδι γινότανε με τα παπούτσια στο χέρι .
Το άλεσμα του σταριού.
Κάθε κάρο εκτός από τον νοικοκύρη πίσω πάνω στα σακιά καθότανε και ένας νεανίας.
Εγώ ήμουν ένας από αυτούς και σκοπός μου ήταν να φυλάγω τα σακιά με το στάρι όταν θα φθάνανε στο μύλο και ο Πατέρας θα έπρεπε να εξασφαλίσει τη σειρά, αλλά να κάνει και κάποιες προμήθειες. Ούτε κατά διάνοια να αφήσεις το κάρο χωρίς φύλαξη!
Η αμοιβή μου ήταν ένα κομμάτι χάσικο ψωμί και χαλβάς.
Με πόση βουλιμία τα έτρωγα.
Μεγάλη υπόθεση το χάσικο ψωμί όταν συνοδεύονταν με χαλβά σαμένιο.
Οι προμήθειες βέβαια δεν σταματούσαν μόνο στο αλεύρι.
Απαραίτητο ήταν και το πλιγούρι, ο τραχανάς, τα αποξηραμένα χόρτα από το καλοκαίρι, συνήθως τσουκνίδια, λοβοδιές και άλλα π.χ. τα παρεξηγημένα βλήτα. Εμείς οι Σαρακατσαναίοι φέρναμε από τα βουνά και αποξηραμένες νάνες, ένα πολύ νόστιμο λαχανικό που φυτρώνει στα ψηλά και συνήθως στα παλιά γραίκια...
Απαραίτητο ήταν και το τυρί που έπρεπε να καλύπτει όλη την περίοδο μέχρι να βγει το καινούργιο την άνοιξη.
΄Όλα τα νοικοκυριά τότε ή σχεδόν όλα στο χωριό είχαν τα ζωντανά τους.
Αν δεν είχαν πρόβατα, είχαν αγελάδες.
Κάθε πρωί οι αγελάδες θα πήγαιναν στο κοινό κοπάδι και θα γύριζαν το βράδυ.
Θυμάμαι τους ξηρούς μήνες το βράδυ που έμπαιναν τα γελάδια στο χωριό, ένα σύννεφο σκόνης το κάλυπτε από την μια άκρη ως την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο κάθε νοικοκύρης κάλυπτε τις ανάγκες του σε γαλακτοκομικά προϊόντα.
Λάδι δεν υπήρχε σε αφθονία όπως σήμερα.
Και έπρεπε πρώτα να καλυφθούν οι ανάγκες για το καντηλάκι και ό,τι περίσσευε για τις λοιπές ανάγκες. Σε κάθε σπίτι έκαιγε ένα καντηλάκι, που συνήθως άναβε με τη δύση του ΄Ήλιου..
Για το λόγο αυτό οι ανάγκες καλύπτονταν από τη λίπα (χοιρινό λίπος).
Η αξία του γουρουνιού τότε δεν μετριόταν σε κρέας αλλά σε λίπα.
Όσες περισσότερες κάσες λίπα έβγαζε το γουρούνι, τόσο καλύτερο ήταν .
Πήγαινε πολύ στην πίτα αρκεί να καταναλώνονταν ζεστή.
Έτσι και πάγωνε η λίπα, ε!, τότε άστα να πάνε...
Θέρμανση
Τα σπίτια τότε δεν είχαν πολλές ομοιότητες με τα σημερινά. ΄
Ήταν πλινθόκτιστα ή πετρόχτιστα, χαμηλοτάβανα, με μικρά παράθυρα.
Πολλά δε σοβατισμένα με κοκκινόχωμα. Ωστόσο ήταν ζεστά και η μόνη πηγή θέρμανσης ήταν ένα τζάκι στη γωνιά.. Τα ξύλα τα προμηθεύονταν από τα παρακείμενα βουνά. Ήταν συνηθισμένη εικόνα να βλέπεις καθημερινά τις καλές μέρες να ανεβαίνουν στο βουνό με τα γαϊδουράκια για να φέρουν ένα φορτίο πουρνάρια ή γκορτσιές ή παλιούρια κλαδεμένα.
Βέβαια μη νομίσετε ότι η φωτιά έκαιγε όλη την μέρα.
Συνήθως άναβε βράδυ και λίγο το πρωί. ΄
Όλα τότε ήταν λιγοστά, τίποτε δεν περίσσευε.
Οι άνθρωποι όλοι ήσαν σπαθάτοι, χοντρούς δεν έβλεπες, σπάνια από κανένας, δηλαδή όλοι στο ίδιο καζάνι, που λέγει ο λόγος.
Άφησα για τελευταίο τον αδελφοκτόνο σπαραγμό, τον ξενόφερτο, που άλλοι μας επέβαλαν για δικό τους συμφέρον, που σήμερα είναι ανάγκη να ξεχάσουμε, να τον αφήσουμε πίσω στη λήθη της ιστορίας.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Τα πάντα εξαφανίσθηκαν.
Με τη κατάληψη της Χώρας από τους "φιλέλληνες" Γερμανούς την άνοιξη του 1941 η πρώτη τους ενέργεια ήταν να δεσμεύσουν όλα τα σιτηρά στις κρατικές αποθήκες, με συνέπεια να προκύψει λιμός στα όρια της γενοκτονίας.
Ο Πρωθυπουργός της χώρας Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτονεί μόνο και μόνο για να μην είναι αυτός που θα παραδώσει τη χώρα στον κατακτητή!!
Αλλά, δυστυχώς, πάντα θα υπάρχουν επίορκοι για να κάνουν αυτές τις βρώμικες δουλειές..
Και αυτόν τον γενναίο που προτίμησε την αυτοκτονία από την προδοσία, η πατρίδα τον ξέχασε, ενώ έπρεπε ο ανδριάντας του να κοσμεί τον προαύλιο χώρο του ελληνικού κοινοβουλίου και το παράδειγμά του να διδάσκεται στα σχολεία..
Η απάνθρωπη αυτή ενέργεια είχε ως συνέπεια να επακολουθήσει λιμός και οι άνθρωποι στις μεγάλες πόλεις να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες σε καθημερινή βάση, Αν δε η ενέργεια αυτή των κατακτητών συνδυασθεί και με την γενική επιστράτευση τον Οκτώβρη του 1940 που έγινε για να αντιμετωπίσουμε του άλλους "φίλους " Ιταλούς, η οποία στέρησε από τη γεωργία όλους εκείνους που θα έσπερναν τα χωράφια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι και η ύπαιθρος χώρα δοκιμάσθηκε επίσης σκληρά.
Θυμάμαι ότι γυναίκες αντικατέστησαν τους άνδρες στη σπορά των χωραφιών τους.
Και ήταν να τις καμαρώνεις!
Αξέχαστη έμεινε αυτή η εικόνα στη μνήμη μου.
Και πώς να μη μείνει....Αυτή είναι η Ελληνίδα γυναίκα...Στα δύσκολα μπαίνει μπροστά, δεν δειλιάζει, αψηφάει και κόπο και κινδύνους.. Και ταιριάζει εδώ το επίγραμμα που γράφτηκε για τις Ηπειρώτισσες γυναίκες στο άγαλμά τους:
"Γυναίκες Hπειρώτισσες
φαντάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιόν πας να κατακτήσεις;"
Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στο 1944, όταν ο κατακτητής έφυγε κακήν κακώς με τη ουρά στα σκέλια... Και ενώ τότε έπρεπε να αρχίσει η ανασυγκρότηση της χώρας, άρχισε ο εμφύλιος σπαραγμός, κάτι χειρότερο από τον κατακτητή. Δεν έμεινε λίθος επί λίθου που λένε. Δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς!
Ωστόσο η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες και συνεχίζει να θέλγει τους ανθρώπους.
Συνεχίζουν να αγαπούν, να ερωτεύονται, να παντρεύονται, ζουν και να προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Η ζωή στο χωριό μας τη δεκαετία 40-50 ήταν διαφορετική από τη σημερινή.
Ελάχιστες ομοιότητες είχε, διέφερε ριζικά, όπως και σε κάθε άλλο χωριό.
Η κύρια μέριμνα του καλού νοικοκύρη ήταν να βάλει στην αποθήκη του το στάρι της χρονιάς, περίπου 600 – 800 οκάδες. Μέρος αυτού του σταριού θα το άλεθε στο μύλο για τις ανάγκες του χειμώνα, δηλαδή για την πιο δύσκολη εποχή.
Μύλος τότε υπήρχε στο Τσιότι (Φαρκαδώνα) και αργότερα στο Κουτσιαρί (Ιτέα) του Λιάχανου.
Το άλεσμα του σταριού γινότανε τους φθινοπωρινούς μήνες, ίσως για να διατηρείται το αλεύρι καλύτερα το χειμώνα, γιατί διαφορετικά ευνοούνταν το σκουλήκιασμα. Προτιμούνταν τότε ο μύλος στο Τσιότι λόγω της μεγαλύτερης αγοράς αλλά και της καλύτερης πρόσβασης για τα κάρα.
Ο δρόμος προς το Κουτσιαρί τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες ήταν συνήθως αδιάβατος, όχι μόνο για τα κάρα αλλά και για τους πεζούς. Αν δεν έβγαζες τα παπούτσια σου, κινδύνευες να τα χάσεις μέσα στις λάσπες,
Θυμάμαι, όταν μαθητής στο γυμνάσιο Καρδίτσας, έπρεπε τις διακοπές κυρίως των Χριστουγέννων να έλθω στο χωριό, από το Κουτσιαρί μέχρι τον Πέτρινο το ταξίδι γινότανε με τα παπούτσια στο χέρι .
Το άλεσμα του σταριού.
Κάθε κάρο εκτός από τον νοικοκύρη πίσω πάνω στα σακιά καθότανε και ένας νεανίας.
Εγώ ήμουν ένας από αυτούς και σκοπός μου ήταν να φυλάγω τα σακιά με το στάρι όταν θα φθάνανε στο μύλο και ο Πατέρας θα έπρεπε να εξασφαλίσει τη σειρά, αλλά να κάνει και κάποιες προμήθειες. Ούτε κατά διάνοια να αφήσεις το κάρο χωρίς φύλαξη!
Η αμοιβή μου ήταν ένα κομμάτι χάσικο ψωμί και χαλβάς.
Με πόση βουλιμία τα έτρωγα.
Μεγάλη υπόθεση το χάσικο ψωμί όταν συνοδεύονταν με χαλβά σαμένιο.
Οι προμήθειες βέβαια δεν σταματούσαν μόνο στο αλεύρι.
Απαραίτητο ήταν και το πλιγούρι, ο τραχανάς, τα αποξηραμένα χόρτα από το καλοκαίρι, συνήθως τσουκνίδια, λοβοδιές και άλλα π.χ. τα παρεξηγημένα βλήτα. Εμείς οι Σαρακατσαναίοι φέρναμε από τα βουνά και αποξηραμένες νάνες, ένα πολύ νόστιμο λαχανικό που φυτρώνει στα ψηλά και συνήθως στα παλιά γραίκια...
Απαραίτητο ήταν και το τυρί που έπρεπε να καλύπτει όλη την περίοδο μέχρι να βγει το καινούργιο την άνοιξη.
΄Όλα τα νοικοκυριά τότε ή σχεδόν όλα στο χωριό είχαν τα ζωντανά τους.
Αν δεν είχαν πρόβατα, είχαν αγελάδες.
Κάθε πρωί οι αγελάδες θα πήγαιναν στο κοινό κοπάδι και θα γύριζαν το βράδυ.
Θυμάμαι τους ξηρούς μήνες το βράδυ που έμπαιναν τα γελάδια στο χωριό, ένα σύννεφο σκόνης το κάλυπτε από την μια άκρη ως την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο κάθε νοικοκύρης κάλυπτε τις ανάγκες του σε γαλακτοκομικά προϊόντα.
Λάδι δεν υπήρχε σε αφθονία όπως σήμερα.
Και έπρεπε πρώτα να καλυφθούν οι ανάγκες για το καντηλάκι και ό,τι περίσσευε για τις λοιπές ανάγκες. Σε κάθε σπίτι έκαιγε ένα καντηλάκι, που συνήθως άναβε με τη δύση του ΄Ήλιου..
Για το λόγο αυτό οι ανάγκες καλύπτονταν από τη λίπα (χοιρινό λίπος).
Η αξία του γουρουνιού τότε δεν μετριόταν σε κρέας αλλά σε λίπα.
Όσες περισσότερες κάσες λίπα έβγαζε το γουρούνι, τόσο καλύτερο ήταν .
Πήγαινε πολύ στην πίτα αρκεί να καταναλώνονταν ζεστή.
Έτσι και πάγωνε η λίπα, ε!, τότε άστα να πάνε...
Θέρμανση
Τα σπίτια τότε δεν είχαν πολλές ομοιότητες με τα σημερινά. ΄
Ήταν πλινθόκτιστα ή πετρόχτιστα, χαμηλοτάβανα, με μικρά παράθυρα.
Πολλά δε σοβατισμένα με κοκκινόχωμα. Ωστόσο ήταν ζεστά και η μόνη πηγή θέρμανσης ήταν ένα τζάκι στη γωνιά.. Τα ξύλα τα προμηθεύονταν από τα παρακείμενα βουνά. Ήταν συνηθισμένη εικόνα να βλέπεις καθημερινά τις καλές μέρες να ανεβαίνουν στο βουνό με τα γαϊδουράκια για να φέρουν ένα φορτίο πουρνάρια ή γκορτσιές ή παλιούρια κλαδεμένα.
Βέβαια μη νομίσετε ότι η φωτιά έκαιγε όλη την μέρα.
Συνήθως άναβε βράδυ και λίγο το πρωί. ΄
Όλα τότε ήταν λιγοστά, τίποτε δεν περίσσευε.
Οι άνθρωποι όλοι ήσαν σπαθάτοι, χοντρούς δεν έβλεπες, σπάνια από κανένας, δηλαδή όλοι στο ίδιο καζάνι, που λέγει ο λόγος.
Άφησα για τελευταίο τον αδελφοκτόνο σπαραγμό, τον ξενόφερτο, που άλλοι μας επέβαλαν για δικό τους συμφέρον, που σήμερα είναι ανάγκη να ξεχάσουμε, να τον αφήσουμε πίσω στη λήθη της ιστορίας.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Καλημερα Κωνσταντίνε τι ωραια που τα περιγραφής ετσι ακριβώς ηταν οπως τα λες αυτα ηταν τα χρονια στα οποία μεγάλωσα και εγω είχαμε και εμεις είχαμε τρεις μηλους που αλεθαμε το σίταρι τα ζώα μας και δόξα τον θεο είχαμε το γάλα μας το τυρι μας τα ζυμαρικά μας για τον χειμώνα πείνα στο χωριο δεν περάσαμε ομως πολυ δουλεια ναι,ειδικα το καλοκαιρι που φυτευαμε και καπνά ολοι μικροί μεγάλοι ειμασταν στα χωράφια απο την Ανατολή μεχρι την Δύση του ηλίου.χρονια φτωχά ομως χαρούμενα γιατι ολοι βοηθούσαν ο ενας τον άλλον.καλη σου ημερα .
ΑπάντησηΔιαγραφήΚώστα η περιγραφή σου είναι λεπτομερής για το τι συνέβαινε τότε όπου όλοι μικροί μεγάλοι ηταν στον αγώνα της επιβίωσηςΠολυ δύσκολα χρόνια και η δεκαετία του πενήντα δεν ηταν καλύτερη άλλωστε την περιοχή μας την γνωρίζεις μικρος κλήρος γης μπακσεδες μικροί για τα όσπρια του χειμώνα καμιά κολοκύθα για καμία πίτα λιγες πατάτες αρμαθιες ξεραμένα ώριμα λοβιδια κλπ.Να μην ερθουν ξανα τέτοιοι καιροί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεώργιε, πράγματι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζαμε και η δεκαετία του 50 είχε τα χάλια της, με μία σημαντική διαφορά. Δεν υπήρχε ο αδελφοκτόνος σπαραγμός και είχε αρχίσει η ανασυγκρότηση της Χώρας..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚ.Γαλλη η ωραιότερη διήγηση μιας εποχής που αν και ηταν δύσκολη είναι η δικιά μας προσπαθεια ώστε η Ελλάδα σιγά σιγά ν αναπτυχθει.Η περιγραφή σας τόσο συγκινητική και αληθινη!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ευχαριστω ειναι λιγο αλλα θα σας το πω.Σας ευχαριστούμε όλοι θερμα για την καταθεση των βιωμάτων σας που μας κανεται κύριε Κώστα..Μας δινεται την ευκαιρια να μαθουμε γεγονοτα απο πρωτο χερι γιατι μερικοι νομιζουν οτι μονο στα παραμυθια συνεβαιναν
ΑπάντησηΔιαγραφή