Ένα παιγνίδι η ζωή, ένα παιγνίδι που αρχίζει μπουσουλώντας, μεγαλώνει, θεριεύει, καρπίζει και γεμίζει τον άνθρωπο. Οι βιολόγοι λένε ότι η ζωή είναι αθάνατη και ακολουθεί την πορεία του σύμπαντος, δεν πεθαίνει, μένει στη γη που την γέννησε, εκεί που την τοποθέτησε ο Παντοδύναμος.
Προσέξτε η ζωή, όχι ο άνθρωπος.
Για τα Σαρακατσανόπουλα εκείνης της εποχής που γνώριζαν τη ζωή τους μέσα - αγκαλιά με τη φύση κοντά στα κονάκια, δεν λέγω μέσα, εκεί μόνο για ύπνο πηγαίναμε, διαμόρφωνε ένα χαρακτήρα ελεύθερο, ίσως ανυπότακτο.
Ο τρόπος ζωής μας κλειστός, ζούσαμε κυρίως με τα αγαθά που οι ίδιοι παράγαμε, η εξάρτηση από την αγορά με δευτερεύουσα σημασία. Κυρίαρχος εδώ ο ρόλος των γυναικών. Οι σαρακατσάνες κατεργάζονταν τα μαλλιά των προβάτων και έφκιαναν ό,τι φορούσαμε, ό,τι χρησιμοποιούσαμε στη δουλειά, ό,τι καλλωπίζαμε το καλύβι, που δεν ήταν ένας άδειος χώρος που ανάβαμε φωτιά μόνο να ζεσταθούμε, γύρω ήταν παλαμισμένο και επενδυμένο με ωραία υφαντά, κεντητά και κάθε λογής εργόχειρα. Καταγής στρώναν συνήθως τραγομαλίσια τσιόλια να προφυλάσσουν από την εργασία και επί αυτών πλουμιστές φλοκάτες. Ονομαστά ήταν τα αγένωτα υφάσματα με τα οποία φκιανότανε οι επίσημες φορεσιές μικρών και μεγάλων, ανδρών και γυναικών.
Το αγένωτο ύφασμα γινότανε από τα καλύτερα άσπρα – ρούντα μαλλιά, η κλωστή κατά το κλώσιμο έπρεπε να βγαίνει όσο το δυνατόν λεπτή .σε τέτοιο βαθμό που να είναι αόρατη από μερικά μέτρα. Τα υφάσματα αυτά δεν τα πήγαιναν στο μαντάνι (αγένωτα) και τα έβαφαν σε χρώμα λουλακί, συχνά δε τα άφηναν άβαφα με τα οποία έφκιανα μπουραζάνια, φουστανέλες και άλλα χρειαζούμενα.
Είχα τη χαρά να φκιάσω ένα κοστούμι από αγένωτο ύφασμα στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, το οποίο απέσπασε την προσοχή των συμμαθητών μου που με ρωτούσαν από πού αγόρασα το ύφασμα. Και το παράξενο είναι ότι κανένας δεν με πίστεψε όταν τους είπα ότι το έκαναν οι αδερφές μου.
Να διευκρινίσω εδώ ότι τη δουλειά του γνεσίματος για τα αγένωτα υφάσματα την αναλάμβαναν οι νεώτερες γυναίκες και συνήθως τα κορίτσια όπως λεγότανε οι ανύπαντρες κοπέλες.
Μάλιστα για να επιτύχουν λεπτή κλωστή κατά το γνέσιμο ανέβαιναν σε κάποιο βραχάκι ώστε το σφοντύλι να φεύγει σε βάθος μεγαλύτερο αυτού του ύψους της γυναίκας..
Η Σαρακατσάνα έπρεπε να ξέρει ρόκα και αργαλειό, να ξέρει να υφαίνει, να ξέρει να κεντάει.
Ειδικά η ύφανση ήταν μια δύσκολη δουλειά που απαιτούσε επιμονή, υπομονή και καρτερικότητα. Χαρακτηριστικό το δίστιχο: "Το κέντημα είναι γλέντημα και ο αργαλειός μαράζι".
Σαρακατσάνες που δεν γνώριζε τις παραπάνω εργασίες και αυτό περνούσε στον περίγυρό της είχε, πρόβλημα στην εξεύρεση γαμπρού.
Αλλά ας επανέλθω στο κυρίως θέμα που είναι το μεγάλωμα των παιδιών στα κονάκια.
Ανεμελιά, ξενοιασιά, παιγνίδι χωρίς μη και όχι των γονιών μας, παιγνίδι με ανύπαρκτα σύνορα, αυτή ήταν η ζωή μας στα κονάκια των Σαρακατσαναίων και ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες στα καταπράσινα και πανέμορφα Βουνά μας. Οι σημερινοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε κάθε βήμα των παιδιών ανύπαρκτοι και το κυριότερο όλος ο περίγυρός μας γνωστός και έτοιμος να επέμβει, σε κάθε μικρό ή μεγάλο κίνδυνο.
Τόπος παιγνιδιού όλος ο περίγυρος του οικισμού, το πλησιέστερο δάσος, τα κακοτράχαλα τοπία, η βρύση που ξεδιψούσαμε και περνούσαμε πολλές ώρες της ημέρας πλατσιανώντας όπως λένε οι Σαρακατσαναίοι σε μια παραφθορά της γλώσσας, από την οποία μας εκδίωκαν κακήν κακώς οι Τσοπαναραίοι όταν έρχονταν να ξεδιψάσουν τα κοπάδια τους, λόγος για τον οποίον δεν τρέφαμε καμία συμπάθεια, αν και όλοι μας ήταν γνωστοί και συγγενείς.
΄Ηταν ένα από τα όχι στη ζωή μας.
Δεν ξέρω τι είναι εκείνο που τραβάει τα παιδιά κοντά στο υγρό στοιχείο.
΄Ισως γιατί εκεί πρώτα δημιουργήθηκε η ζωή σύμφωνα με τους βιολόγους, εκεί καταφεύγουμε να καλύψουμε την πρώτη ανάγκη μας που είναι ο κορεσμός της δίψας, εκεί για να ξεδιψάσουμε τα ζώα μας, τα χωράφια μας και τόσες άλλες χρήσεις.
Αγαπημένα μας παιγνίδια τα σκλαβάκια που απαιτούσαν πολύ τρέξιμο, συνεργασία των παικτών και ευστροφία πνεύματος. Τα σκλαβάκια παίζονταν από δύο ισάριθμες ομάδες παιδιών σε ανοικτό γήπεδο με σκοπό το σκλάβωμα των αντιπάλων.΄Οποιος παίκτης αποκόπτονταν από την ομάδα του με την διείσδυση αντιπάλου παίκτη μεταξύ αυτού και των υπολοίπων, σκλαβώνονταν και αποχωρούσε από το παιγνίδι. Το παιγνίδι συνεχιζόταν μέχρις ότου οι παίκτες της μια ομάδας λιγοστέψουν και αναγκασθούν να συμπτυχθούν στο σημείο αναφοράς (μόλο).
΄Άλλο παιγνίδι το γούτσι που παίζονταν με ένα κονσερβοκούτι ή μια πάνινη μπάλα και με ένα κοντορούπι στο χέρι, δηλαδή κοντό ξύλο. Προσπαθούσαμε να περάσουμε την μπάλα στην αντίθετη πλευρά από τη δική μας. Παιγνίδι που είχε και ατυχήματα, αν και το κτύπημα αντιπάλου συνεπαγόταν άμεση αποβολή από το παιγνίδι, κάτι που είχε συνέπειες στην ομάδα διότι έμενε με ένα παίκτη λιγότερο. Βέβαια τα μικροχτυπήματα συνήθως δεν είχαν συνέπειες. Και εδώ γεννιόνταν οι περισσότερες διαφωνίες. Δεν σε χτύπησα, ψέματα λες ο ένας, με χτύπησες ο άλλος και ο καβγάς έτοιμος, με συνέπεια να χαλάει το παιγνίδι, κάτι όμως που δεν κρατούσε πολύ, γιατί σε λίγο άρχιζε από την αρχή. Ο διαιτητής τότε μας ήταν άγνωστος σαν έννοια και πράξη. Οι διαφορές έπρεπε να λυθούν μεταξύ μας, δεν χωρούσε άλλη λύση, το παιγνίδι έπρεπε να συνεχισθεί και συνεχίζονταν.
Κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας στο παιχνίδι και στην ξενοιασιά ήταν ο Δάσκαλος, ναι, ο δάσκαλος όσο και αν ξενίζει.
Οι Σαρακατσαναίοι είχαν αδυναμία στα γράμματα.
Ήθελαν τα παιδιά τους να μην είναι αγράμματα, κάτι που στερήθηκαν οι ίδιοι.
΄Έτσι σκάρωναν στο άψε σβήσε ένα μεγαλούτσικο καλύβι, λέω μεγαλούτσικο διότι χρησίμευε και ως κατοικία του Δασκάλου, το οποίο δέσποζε όλων των καλυβιών, προσλάμβαναν δάσκαλο με έξοδά τους και τα μαθήματα άρχιζαν.
Τα μαθήματα συνήθως διαρκούσαν δύο μήνες (Ιούλιο, Αύγουστο) και συνήθως ήταν συμπληρωματικά των κενών που είχαμε από τα κανονικά σχολεία λόγω πρόωρης αποχώρησης αρχές Μάιου (φεύγαμε για τα βουνά) και βραδείας προσέλευσης το φθινόπωρο, μέσα Νοεμβρίου που γυρίζαμε από τα βουνά. Το πρόγραμμα περιλάμβανε και υποχρεωτικό διάβασμα μπροστά στο καλύβι μας, φωναχτά, ώστε να ακούει ο Δάσκαλος από το υπερκείμενο δασκαλοκάλυβο.
Ο Δάσκαλός συνήθως ήταν αυστηρός με την προτροπή των γονιών μας και οι τιμωρίες αυστηρές.
Οι βιτσιές συχνές, ευτυχώς μόνο στα χέρια.
΄Όλα τα παιδιά μεταξύ μας, είχαμε κάποιο βαθμό συγγένειας και αυτό γιατί τα Τσελιγκάτα στηρίζονταν κατά βάση στους συγγενείς, λίγοι ήταν εντελώς ξένοι..
Θυμάμαι με νοσταλγία και θλίψη τους Θεόδωρο Γκαρέλη, Κώστα και Γιώργο Χαμουρούσο (έφυγαν) Μήτρο και Τάσο Γκανάτσιο (χαθήκαμε), Κώστα Γκαρέλη (έφυγε), Αντώνη Γαλλή, τον Γιώργο Πάνο (έφυγε) Αλέκο Σουφλιά από την περιοχή Τυρνάβου (έφυγε), τα αδέλφια Αγγελή από Γιδά (χαθήκαμε), το Χρήστο (Κίτσιο) Τέγο (χαθήκαμε) από το Κλειδί Βέροιας, τα αδέλφια Καπετάνιου (χαθήκαμε) από το Τσελιγκάτο Σκοτίδα, τον Κώστα Αλέξη (έφυγε) και άλλους που μου διαφεύγουν τα ονόματά τους.
Εκτός από παιγνίδι επιδιδόμασταν και σε μικροκλοπές και ιδίως πατάτας.
Στα βουνά του Βερμίου και πέρα μέχρι το Καϊμακτσαλάν τότε ξεκαλοκαίριαζαν πολλά Τσελιγκάτα (Γκαρέλη, Σκοτίδα, Κατσαρού, Καραθόδωρου, Σούρλα, Σουλτογιάννη, Μπαλά, Πολύζου, Πάνου, Γάτου, Κόκκαλη, Ξηρομερίτη, Σταυροθόδωρου και πολλά άλλα που μου διαφεύγουν και ζητώ συγγνώμη, με τα οποία υπήρχαν στενές επαφές και οι γονείς μας συχνά τα επισκέπτονταν καβάλα στα μπινέκια (άλογα αραβανλίτικα χρησιμοποιούμε μόνο για καβάλα, ποτέ για φόρτωμα) για να φιλευτούν και που και που ο πατέρας μου με έπαιρνε και μένα στα καπούλια του αλόγου κάτι που με χαροποιούσε ιδιαίτερα.
Συνήθως οι επισκέψεις αυτές γινότανε με το Μπάρμπα μου το Γιώργο Γκαρέλη, ο οποίος έπαιρνε και τον συνομήλικο μου Θόδωρο, οπότε η χαρά ανέβαινε κατακόρυφα.
Κάπως έτσι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, με δυσκολίες, στερήσεις, ανεμελιά και ξενοιασιά, αλλά με νοσταλγία όσο και αν ξενίζει...
Κωνσταντίνος Γαλλής
Προσέξτε η ζωή, όχι ο άνθρωπος.
Για τα Σαρακατσανόπουλα εκείνης της εποχής που γνώριζαν τη ζωή τους μέσα - αγκαλιά με τη φύση κοντά στα κονάκια, δεν λέγω μέσα, εκεί μόνο για ύπνο πηγαίναμε, διαμόρφωνε ένα χαρακτήρα ελεύθερο, ίσως ανυπότακτο.
Ο τρόπος ζωής μας κλειστός, ζούσαμε κυρίως με τα αγαθά που οι ίδιοι παράγαμε, η εξάρτηση από την αγορά με δευτερεύουσα σημασία. Κυρίαρχος εδώ ο ρόλος των γυναικών. Οι σαρακατσάνες κατεργάζονταν τα μαλλιά των προβάτων και έφκιαναν ό,τι φορούσαμε, ό,τι χρησιμοποιούσαμε στη δουλειά, ό,τι καλλωπίζαμε το καλύβι, που δεν ήταν ένας άδειος χώρος που ανάβαμε φωτιά μόνο να ζεσταθούμε, γύρω ήταν παλαμισμένο και επενδυμένο με ωραία υφαντά, κεντητά και κάθε λογής εργόχειρα. Καταγής στρώναν συνήθως τραγομαλίσια τσιόλια να προφυλάσσουν από την εργασία και επί αυτών πλουμιστές φλοκάτες. Ονομαστά ήταν τα αγένωτα υφάσματα με τα οποία φκιανότανε οι επίσημες φορεσιές μικρών και μεγάλων, ανδρών και γυναικών.
Το αγένωτο ύφασμα γινότανε από τα καλύτερα άσπρα – ρούντα μαλλιά, η κλωστή κατά το κλώσιμο έπρεπε να βγαίνει όσο το δυνατόν λεπτή .σε τέτοιο βαθμό που να είναι αόρατη από μερικά μέτρα. Τα υφάσματα αυτά δεν τα πήγαιναν στο μαντάνι (αγένωτα) και τα έβαφαν σε χρώμα λουλακί, συχνά δε τα άφηναν άβαφα με τα οποία έφκιανα μπουραζάνια, φουστανέλες και άλλα χρειαζούμενα.
Είχα τη χαρά να φκιάσω ένα κοστούμι από αγένωτο ύφασμα στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, το οποίο απέσπασε την προσοχή των συμμαθητών μου που με ρωτούσαν από πού αγόρασα το ύφασμα. Και το παράξενο είναι ότι κανένας δεν με πίστεψε όταν τους είπα ότι το έκαναν οι αδερφές μου.
Να διευκρινίσω εδώ ότι τη δουλειά του γνεσίματος για τα αγένωτα υφάσματα την αναλάμβαναν οι νεώτερες γυναίκες και συνήθως τα κορίτσια όπως λεγότανε οι ανύπαντρες κοπέλες.
Μάλιστα για να επιτύχουν λεπτή κλωστή κατά το γνέσιμο ανέβαιναν σε κάποιο βραχάκι ώστε το σφοντύλι να φεύγει σε βάθος μεγαλύτερο αυτού του ύψους της γυναίκας..
Η Σαρακατσάνα έπρεπε να ξέρει ρόκα και αργαλειό, να ξέρει να υφαίνει, να ξέρει να κεντάει.
Ειδικά η ύφανση ήταν μια δύσκολη δουλειά που απαιτούσε επιμονή, υπομονή και καρτερικότητα. Χαρακτηριστικό το δίστιχο: "Το κέντημα είναι γλέντημα και ο αργαλειός μαράζι".
Σαρακατσάνες που δεν γνώριζε τις παραπάνω εργασίες και αυτό περνούσε στον περίγυρό της είχε, πρόβλημα στην εξεύρεση γαμπρού.
Αλλά ας επανέλθω στο κυρίως θέμα που είναι το μεγάλωμα των παιδιών στα κονάκια.
Ανεμελιά, ξενοιασιά, παιγνίδι χωρίς μη και όχι των γονιών μας, παιγνίδι με ανύπαρκτα σύνορα, αυτή ήταν η ζωή μας στα κονάκια των Σαρακατσαναίων και ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες στα καταπράσινα και πανέμορφα Βουνά μας. Οι σημερινοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε κάθε βήμα των παιδιών ανύπαρκτοι και το κυριότερο όλος ο περίγυρός μας γνωστός και έτοιμος να επέμβει, σε κάθε μικρό ή μεγάλο κίνδυνο.
Τόπος παιγνιδιού όλος ο περίγυρος του οικισμού, το πλησιέστερο δάσος, τα κακοτράχαλα τοπία, η βρύση που ξεδιψούσαμε και περνούσαμε πολλές ώρες της ημέρας πλατσιανώντας όπως λένε οι Σαρακατσαναίοι σε μια παραφθορά της γλώσσας, από την οποία μας εκδίωκαν κακήν κακώς οι Τσοπαναραίοι όταν έρχονταν να ξεδιψάσουν τα κοπάδια τους, λόγος για τον οποίον δεν τρέφαμε καμία συμπάθεια, αν και όλοι μας ήταν γνωστοί και συγγενείς.
΄Ηταν ένα από τα όχι στη ζωή μας.
Δεν ξέρω τι είναι εκείνο που τραβάει τα παιδιά κοντά στο υγρό στοιχείο.
΄Ισως γιατί εκεί πρώτα δημιουργήθηκε η ζωή σύμφωνα με τους βιολόγους, εκεί καταφεύγουμε να καλύψουμε την πρώτη ανάγκη μας που είναι ο κορεσμός της δίψας, εκεί για να ξεδιψάσουμε τα ζώα μας, τα χωράφια μας και τόσες άλλες χρήσεις.
Αγαπημένα μας παιγνίδια τα σκλαβάκια που απαιτούσαν πολύ τρέξιμο, συνεργασία των παικτών και ευστροφία πνεύματος. Τα σκλαβάκια παίζονταν από δύο ισάριθμες ομάδες παιδιών σε ανοικτό γήπεδο με σκοπό το σκλάβωμα των αντιπάλων.΄Οποιος παίκτης αποκόπτονταν από την ομάδα του με την διείσδυση αντιπάλου παίκτη μεταξύ αυτού και των υπολοίπων, σκλαβώνονταν και αποχωρούσε από το παιγνίδι. Το παιγνίδι συνεχιζόταν μέχρις ότου οι παίκτες της μια ομάδας λιγοστέψουν και αναγκασθούν να συμπτυχθούν στο σημείο αναφοράς (μόλο).
΄Άλλο παιγνίδι το γούτσι που παίζονταν με ένα κονσερβοκούτι ή μια πάνινη μπάλα και με ένα κοντορούπι στο χέρι, δηλαδή κοντό ξύλο. Προσπαθούσαμε να περάσουμε την μπάλα στην αντίθετη πλευρά από τη δική μας. Παιγνίδι που είχε και ατυχήματα, αν και το κτύπημα αντιπάλου συνεπαγόταν άμεση αποβολή από το παιγνίδι, κάτι που είχε συνέπειες στην ομάδα διότι έμενε με ένα παίκτη λιγότερο. Βέβαια τα μικροχτυπήματα συνήθως δεν είχαν συνέπειες. Και εδώ γεννιόνταν οι περισσότερες διαφωνίες. Δεν σε χτύπησα, ψέματα λες ο ένας, με χτύπησες ο άλλος και ο καβγάς έτοιμος, με συνέπεια να χαλάει το παιγνίδι, κάτι όμως που δεν κρατούσε πολύ, γιατί σε λίγο άρχιζε από την αρχή. Ο διαιτητής τότε μας ήταν άγνωστος σαν έννοια και πράξη. Οι διαφορές έπρεπε να λυθούν μεταξύ μας, δεν χωρούσε άλλη λύση, το παιγνίδι έπρεπε να συνεχισθεί και συνεχίζονταν.
Κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας στο παιχνίδι και στην ξενοιασιά ήταν ο Δάσκαλος, ναι, ο δάσκαλος όσο και αν ξενίζει.
Οι Σαρακατσαναίοι είχαν αδυναμία στα γράμματα.
Ήθελαν τα παιδιά τους να μην είναι αγράμματα, κάτι που στερήθηκαν οι ίδιοι.
΄Έτσι σκάρωναν στο άψε σβήσε ένα μεγαλούτσικο καλύβι, λέω μεγαλούτσικο διότι χρησίμευε και ως κατοικία του Δασκάλου, το οποίο δέσποζε όλων των καλυβιών, προσλάμβαναν δάσκαλο με έξοδά τους και τα μαθήματα άρχιζαν.
Τα μαθήματα συνήθως διαρκούσαν δύο μήνες (Ιούλιο, Αύγουστο) και συνήθως ήταν συμπληρωματικά των κενών που είχαμε από τα κανονικά σχολεία λόγω πρόωρης αποχώρησης αρχές Μάιου (φεύγαμε για τα βουνά) και βραδείας προσέλευσης το φθινόπωρο, μέσα Νοεμβρίου που γυρίζαμε από τα βουνά. Το πρόγραμμα περιλάμβανε και υποχρεωτικό διάβασμα μπροστά στο καλύβι μας, φωναχτά, ώστε να ακούει ο Δάσκαλος από το υπερκείμενο δασκαλοκάλυβο.
Ο Δάσκαλός συνήθως ήταν αυστηρός με την προτροπή των γονιών μας και οι τιμωρίες αυστηρές.
Οι βιτσιές συχνές, ευτυχώς μόνο στα χέρια.
΄Όλα τα παιδιά μεταξύ μας, είχαμε κάποιο βαθμό συγγένειας και αυτό γιατί τα Τσελιγκάτα στηρίζονταν κατά βάση στους συγγενείς, λίγοι ήταν εντελώς ξένοι..
Θυμάμαι με νοσταλγία και θλίψη τους Θεόδωρο Γκαρέλη, Κώστα και Γιώργο Χαμουρούσο (έφυγαν) Μήτρο και Τάσο Γκανάτσιο (χαθήκαμε), Κώστα Γκαρέλη (έφυγε), Αντώνη Γαλλή, τον Γιώργο Πάνο (έφυγε) Αλέκο Σουφλιά από την περιοχή Τυρνάβου (έφυγε), τα αδέλφια Αγγελή από Γιδά (χαθήκαμε), το Χρήστο (Κίτσιο) Τέγο (χαθήκαμε) από το Κλειδί Βέροιας, τα αδέλφια Καπετάνιου (χαθήκαμε) από το Τσελιγκάτο Σκοτίδα, τον Κώστα Αλέξη (έφυγε) και άλλους που μου διαφεύγουν τα ονόματά τους.
Εκτός από παιγνίδι επιδιδόμασταν και σε μικροκλοπές και ιδίως πατάτας.
Στα βουνά του Βερμίου και πέρα μέχρι το Καϊμακτσαλάν τότε ξεκαλοκαίριαζαν πολλά Τσελιγκάτα (Γκαρέλη, Σκοτίδα, Κατσαρού, Καραθόδωρου, Σούρλα, Σουλτογιάννη, Μπαλά, Πολύζου, Πάνου, Γάτου, Κόκκαλη, Ξηρομερίτη, Σταυροθόδωρου και πολλά άλλα που μου διαφεύγουν και ζητώ συγγνώμη, με τα οποία υπήρχαν στενές επαφές και οι γονείς μας συχνά τα επισκέπτονταν καβάλα στα μπινέκια (άλογα αραβανλίτικα χρησιμοποιούμε μόνο για καβάλα, ποτέ για φόρτωμα) για να φιλευτούν και που και που ο πατέρας μου με έπαιρνε και μένα στα καπούλια του αλόγου κάτι που με χαροποιούσε ιδιαίτερα.
Συνήθως οι επισκέψεις αυτές γινότανε με το Μπάρμπα μου το Γιώργο Γκαρέλη, ο οποίος έπαιρνε και τον συνομήλικο μου Θόδωρο, οπότε η χαρά ανέβαινε κατακόρυφα.
Κάπως έτσι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, με δυσκολίες, στερήσεις, ανεμελιά και ξενοιασιά, αλλά με νοσταλγία όσο και αν ξενίζει...
Κωνσταντίνος Γαλλής
Καλησπέρα θείο Κώστα για όσους δεν γνωρίζουν η μάνα μου είναι το γενος Γκαρελη και μου περιγράφει πολλές ιστορίες του τότε Όμως θέλω να σταθώ σε δυο πράγματα μιας κα έζησα λίγο στα κονάκια αν και είχαμε τότε και σπίτια (αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι το βελάσμα από τις προβατίνες όταν δίναμε τα αρνιά στον χασάπη και γυρνούσαν το απόγευμα από την βοσκή καιδεν τα έβρισκαν. βέλαζαν τρέχοντας στην κουτάρα μηπως και κάπου θα είναι. Όμως μάταια και την χαρά των προβατινων που κρατούσαμε τις αρνάδες για μέλλον επισης τα τσοπανόσκυλα από τις τρεις στάνες της Ταράτσας που όταν πουλήθηκε και το τελευταίο κοπάδι μην έχοντας που να πάνε περιφέρονταν σε μικρές αγέλες.και τους αγροφύλακες δασικούς και αστυνομικούς να τα πυροβολούν
ΑπάντησηΔιαγραφή