Αμέσως μετά το Πάσχα ήταν, ένα απομεσήμερο που άρχισε να κτυπά η καμπάνα του χωριού μου, του Πέτρινου, κάπου εκεί προς το τέλος του πρώτου μισού της δεκαετίας του ΄40.
Δεν κτυπούσε χαρμόσυνα, δεν κτυπούσε λυπητερά, κάτι μεταξύ επίκλησης και προσμονής, το σίγουρο ήταν ότι μας καλούσε κοντά της, στην Εκκλησιά μας και όλοι τα βλέμματα προς τα εκεί τα είχαμε στραμμένα
Και τότε ακούγεται η φωνή του πατέρα:
- Σηκωθείτε, πάμε να πάρουμε τις εικόνες, θα γίνει Λιτανεία!
- Αλλάξτε ρούχα, η προτροπή της μάνας.
- Δεν χρειάζεται, αρκεί να είναι καθαρά, η φωνή, πάλι, του πατέρα.
Τρέξαμε και σε λίγο βρεθήκαμε στην Εκκλησιά μας.
Και τι να δούμε!
Ο Παπάς ανεβασμένος στο καμπαναριό να χτυπάει συνεχώς την καμπάνα σε ένα αργόσυρτο ρυθμό και να μην λέγει να σταματήσει και να ρωτάει,
- Ηρθαν όλοι;
- Ήρθανε, Παπά μου, να αποκρίνεται ο Επίτροπος.
- Όχι, όχι, τώρα έρχονται οι γαλατάδες με τις φαμίλιες τους, περιμένετε λίγο και συνέχισε να κτυπάει. Και για τους μη γνωρίζοντες σχετικά με τους γαλατάδες, να διευκρινίσω ότι τότε ο Πέτρινος είχε πολλά πρόβατα και παρήγαγε αρκετό γάλα, το οποίο συγκέντρωνε πρωί βράδυ ο γαλατάς στο Μπατζιό (γαλακτοκομείο) του στο κάτω μέρος του χωριού, δίπλα από την έξοδο προς τη Συκεώνα..
Τέλος κατεβαίνει ο Παπάς από το καμπαναριό, μπαίνει στην Εκκλησιά, στην οποία επικρατούσε απόλυτη ησυχία, κατευθύνεται στο Ιερό και ύστερα από λίγο εμφανίζεται στην Ωραία Πύλη.
Ψηλός, επιβλητικός κάλυπτε ολόκληρη την Ωραία Πύλη και είπε τούτα περίπου τα λόγια, αν θυμάμαι καλά.
- Χωριανοί, ξέρετε γιατί σας κάλεσα ή καλύτερα σας καλέσαμε σήμερα εδώ, σε συνεννόηση βέβαια με τους Παππούδες, εδώ που πριν λίγες μέρες γιορτάσαμε την Ανάστασή Του. Μας ξέχασε ο Θεός, χωριανοί, έπαψε να μας νοιάζεται, τα χωράφια στέγνωσαν και, αν δεν βρέξει, γεννήματα μην περιμένετε. Και πώς να μην μας ξεχάσει που τρωγόμαστε μεταξύ μας (ο εμφύλιος κτυπούσε την πόρτα). Θα ψάλλουμε μια προσευχή εδώ στην Εκκλησιά και ύστερα θα πάρουμε όλες τις εικόνες και θα πάμε σ΄όλες τις περιοχές να τον παρακαλέσουμε να μας λυπηθεί.
Ψάλθηκε η παράκληση, κατεβάστηκαν οι εικόνες από το τέμπλο και με την προτροπή του Παπά τρέξανε να πάρουνε από μια εικόνα.
Έτρεξα κι εγώ.
Με βλέπει ο καλός γείτονάς μας, μακαρίτης μπάρμπα Ντούλας Θεοχάρης, που έτυχε να βρίσκεται δίπλα μου, και συ Γαλλίτσα, έτσι με λέγανε τότε, και χωρίς να περιμένει απάντηση, σκύβει, παίρνει μιαν εικόνα από αυτές που αφήνουν οι νοικοκυρές στην Εκκλησία να διαβασθούν για σαράντα μέρες, πριν τοποθετηθούν στο εικονοστάσι, και μου τη δίδει. Περιχαρής την παίρνω, τη σφίγγω στο στήθος μου και ακολουθώ τους χωριανούς μου..
Βγαίνουμε από την Εκκλησιά και σχηματίζουμε πομπή, λες και ένα αόρατο χέρι μας οδηγούσε. Μπροστά πηγαίνανε τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα, ακολουθούσαν οι εικόνες, ο Παπάς με τους Ψαλτάδες και πίσω όλο το χωριό. Μόνο οι ανήμποροι έλειπαν και τα νήπια. Διασχίσαμε το χωριό με κατεύθυνση τον κάμπο, διαβήκαμε τη γεφυρούλα που μας συνέδεε με την Ιτέα και βγήκαμε στον κάμπο, όπου έγινε η πρώτη στάση.
Να σημειωθεί εδώ ότι το ποτάμι τότε δεν περνούσε από τον Πέτρινο.
Αυτό συνέβη αργότερα με την κατασκευή των αντιπλημμυρικών έργων.
Στον κάμπο ο Παπάς έψαλλε την πρώτη ευχή – παράκληση.
Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε προς τις ανατολικές τραγάνες του χωριού, ακολούθως προς τις δυτικές και καταλήξαμε πίσω στην αφετηρία μας, στην Εκκλησιά μας. Όπου τοποθετήθηκαν οι εικόνες στη θέση τους.
Τώρα, αν με ρωτήσετε για το αποτέλεσμα, σας διαβεβαιώ ότι ήταν το αναμενόμενο.
Σύμπτωση? Θεία πρόνοια? Δεν γνωρίζω.
Πάντως η χρονιά ήταν καλή και δεν πεινάσαμε.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Δεν κτυπούσε χαρμόσυνα, δεν κτυπούσε λυπητερά, κάτι μεταξύ επίκλησης και προσμονής, το σίγουρο ήταν ότι μας καλούσε κοντά της, στην Εκκλησιά μας και όλοι τα βλέμματα προς τα εκεί τα είχαμε στραμμένα
Και τότε ακούγεται η φωνή του πατέρα:
- Σηκωθείτε, πάμε να πάρουμε τις εικόνες, θα γίνει Λιτανεία!
- Αλλάξτε ρούχα, η προτροπή της μάνας.
- Δεν χρειάζεται, αρκεί να είναι καθαρά, η φωνή, πάλι, του πατέρα.
Τρέξαμε και σε λίγο βρεθήκαμε στην Εκκλησιά μας.
Και τι να δούμε!
Ο Παπάς ανεβασμένος στο καμπαναριό να χτυπάει συνεχώς την καμπάνα σε ένα αργόσυρτο ρυθμό και να μην λέγει να σταματήσει και να ρωτάει,
- Ηρθαν όλοι;
- Ήρθανε, Παπά μου, να αποκρίνεται ο Επίτροπος.
- Όχι, όχι, τώρα έρχονται οι γαλατάδες με τις φαμίλιες τους, περιμένετε λίγο και συνέχισε να κτυπάει. Και για τους μη γνωρίζοντες σχετικά με τους γαλατάδες, να διευκρινίσω ότι τότε ο Πέτρινος είχε πολλά πρόβατα και παρήγαγε αρκετό γάλα, το οποίο συγκέντρωνε πρωί βράδυ ο γαλατάς στο Μπατζιό (γαλακτοκομείο) του στο κάτω μέρος του χωριού, δίπλα από την έξοδο προς τη Συκεώνα..
Τέλος κατεβαίνει ο Παπάς από το καμπαναριό, μπαίνει στην Εκκλησιά, στην οποία επικρατούσε απόλυτη ησυχία, κατευθύνεται στο Ιερό και ύστερα από λίγο εμφανίζεται στην Ωραία Πύλη.
Ψηλός, επιβλητικός κάλυπτε ολόκληρη την Ωραία Πύλη και είπε τούτα περίπου τα λόγια, αν θυμάμαι καλά.
- Χωριανοί, ξέρετε γιατί σας κάλεσα ή καλύτερα σας καλέσαμε σήμερα εδώ, σε συνεννόηση βέβαια με τους Παππούδες, εδώ που πριν λίγες μέρες γιορτάσαμε την Ανάστασή Του. Μας ξέχασε ο Θεός, χωριανοί, έπαψε να μας νοιάζεται, τα χωράφια στέγνωσαν και, αν δεν βρέξει, γεννήματα μην περιμένετε. Και πώς να μην μας ξεχάσει που τρωγόμαστε μεταξύ μας (ο εμφύλιος κτυπούσε την πόρτα). Θα ψάλλουμε μια προσευχή εδώ στην Εκκλησιά και ύστερα θα πάρουμε όλες τις εικόνες και θα πάμε σ΄όλες τις περιοχές να τον παρακαλέσουμε να μας λυπηθεί.
Ψάλθηκε η παράκληση, κατεβάστηκαν οι εικόνες από το τέμπλο και με την προτροπή του Παπά τρέξανε να πάρουνε από μια εικόνα.
Έτρεξα κι εγώ.
Με βλέπει ο καλός γείτονάς μας, μακαρίτης μπάρμπα Ντούλας Θεοχάρης, που έτυχε να βρίσκεται δίπλα μου, και συ Γαλλίτσα, έτσι με λέγανε τότε, και χωρίς να περιμένει απάντηση, σκύβει, παίρνει μιαν εικόνα από αυτές που αφήνουν οι νοικοκυρές στην Εκκλησία να διαβασθούν για σαράντα μέρες, πριν τοποθετηθούν στο εικονοστάσι, και μου τη δίδει. Περιχαρής την παίρνω, τη σφίγγω στο στήθος μου και ακολουθώ τους χωριανούς μου..
Βγαίνουμε από την Εκκλησιά και σχηματίζουμε πομπή, λες και ένα αόρατο χέρι μας οδηγούσε. Μπροστά πηγαίνανε τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα, ακολουθούσαν οι εικόνες, ο Παπάς με τους Ψαλτάδες και πίσω όλο το χωριό. Μόνο οι ανήμποροι έλειπαν και τα νήπια. Διασχίσαμε το χωριό με κατεύθυνση τον κάμπο, διαβήκαμε τη γεφυρούλα που μας συνέδεε με την Ιτέα και βγήκαμε στον κάμπο, όπου έγινε η πρώτη στάση.
Να σημειωθεί εδώ ότι το ποτάμι τότε δεν περνούσε από τον Πέτρινο.
Αυτό συνέβη αργότερα με την κατασκευή των αντιπλημμυρικών έργων.
Στον κάμπο ο Παπάς έψαλλε την πρώτη ευχή – παράκληση.
Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε προς τις ανατολικές τραγάνες του χωριού, ακολούθως προς τις δυτικές και καταλήξαμε πίσω στην αφετηρία μας, στην Εκκλησιά μας. Όπου τοποθετήθηκαν οι εικόνες στη θέση τους.
Τώρα, αν με ρωτήσετε για το αποτέλεσμα, σας διαβεβαιώ ότι ήταν το αναμενόμενο.
Σύμπτωση? Θεία πρόνοια? Δεν γνωρίζω.
Πάντως η χρονιά ήταν καλή και δεν πεινάσαμε.
Κωνσταντίνος Γαλλής