Για όλα όσα συνέβαιναν στο τσελιγκάτο ο τσέλιγκας είχε λόγο, από τα οικονομικά μέχρι τις προσωπικές υποθέσεις. Ήταν ο άρχοντας, ο συντονιστής, αυτός που αποφάσιζε, η γνώμη του ήταν αποδεκτή, διαφορετικά δεν είχε λόγο ύπαρξης, εξέπιπτε του αξιώματός, αν και οι μετοχές στο κινητό και ακίνητο κεφάλαιο ήταν οι περισσότερες. Και όταν λέμε μετοχές εννοούμε το ζωικό κεφάλαιο και τα λιβάδια, τα οποία ανήκαν συνήθως στον τσέλιγκα και στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον.
Οι δεσμοί του τσελιγκάτου ήταν οικογενειακοί.
Λίγο πολύ όλοι ή οι περισσότεροι είχαν κάποιο βαθμό συγγένειας.
Έτσι, αν κάποιος τσέλιγκας έχανε την αξιοπιστία του, την ευθυκρισία, την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα, την εντιμότητα, απλά τον διαδέχονταν κάποιος στενός συγγενής του.
Έτσι εξασφαλίζονταν η συνέχεια του τσελιγκάτου.
Πάνω κάτω συνέβαινε ό,τι και με τις μοναρχίες, έχανε την πρωτοκαθεδρία ο πρωτότοκος, τον διαδέχονταν κάποιος που ακολουθούσε με μια ουσιώδη διαφορά, ποτέ δεν λάμβανε χώρα εξαφάνιση.
Μεταξύ των θεμάτων στα οποία είχε λόγο ο τσέλιγκας ήταν και αυτό της επιλογής συζύγου.
Η επιλογή γινότανε σε αγαστή συνεργασία μεταξύ του γονιού και του τσέλιγκα, συνήθως δε υπερίσχυε η γνώμη του δευτέρου. Διαφορετικά κλονίζονταν η αρχηγία του, οπότε ο γονιός υποχωρούσε, παραδεχόμενος ότι, δεν μπορεί για να επιμένει ο τσέλιγκας κάτι παραπάνω ξέρει, τι στην ευχή κάθε λίγο και λιγάκι στα παζάρια βρίσκεται, είδαν και είδαν τα μάτια του.
Και πράγματι ο τσέλιγκας διαθέτοντας ένα καλό μπινέκι, άλογο αραβανλίτικο χρησιμοποιούμενο μόνο για καβάλα- ποτέ για φόρτωμα - φορούσε τα καλά του αγένωτα ρούχα, τη σκούφια στο κεφάλι του, την κλίτσα στο τσεπάκι και έπαιρνε δρόμο εκεί που τον καλούσε τον καθήκον του.
Μεριμνούσε για την εξεύρεση τσοπαναραίων, την εξασφάλιση εφοδίων, το ύψος της ρόγας των τσοπάνηδων, κάτι που απαιτούσε κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων με τα άλλα τσελιγκάτα.
Για αυτό το λόγο οι συσκέψεις αυτές ήταν συχνές και γινότανε συνήθως στα μεγάλα παζάρια, στην περίπτωση δε των Θεσσαλών τσελιγκάδων στο παζάρι της Λάρισας και των Τρικάλων.
Μάλιστα εκεί κατά τη δεκαετία ΄50 είχαν συμπήξει ένα άτυπο σύλλογο, προφανώς σε συνεννόηση και με τσελιγκάδες από άλλες περιοχές για πανελλήνια εκπροσώπηση, διεκδικώντας έτσι τα δίκαιά τους.
Πάντοτε δε είχαν ορισμένο στέκι.
Και για την ιστορία αναφέρω ότι στη Λάρισα το στέκι τους ήταν ένα καφενείο στη βορεινή πλευρά της κεντρικής πλατείας, δίπλα από τη στρατιωτική λέσχη, στη Θεσσαλονίκη το καφενείο Ηλύσια, στην Κολόμβου και Εγνατίας.κ.ο.κ.
Και ας επανέλθουμε στη γνώμη του τσέλιγκα για το ποιος θα πάρει ποια και αντίστροφα. Αποφάσιζαν οι γονιός και τσέλιγκας ότι ο Μήτσιος Γ. θα πάρει την Ελένη Γ..
Και ουσιαστικά το προξενιό είχε συντελεσθεί, το τυπικό ακολουθούσε..
Πήγαινε ο τσέλιγκας στο τσελιγκάτο της νύφης και εκεί σε συνεργασία με το άλλο δίδυμο έκλεινε η υπόθεση και αμφισβήτηση δεν χωρούσε ούτε από το γαμπρό ούτε από τη νύφη. Ήταν υποχρεωμένοι να σεβασθούν τη γνώμη του γονιού και του τσέλιγκα. Αυτό επέβαλαν οι άγραφοι νόμοι. Αλίμονο στον διαφωνούντα, θέλοντας και μη θα συμφωνούσε και λόγος να μη γίνεται.
Και τώρα το ποιο «ωραίο»: Λογοδόθηκαν ο Μήτσιος Γ. με την Ελένη Γ. όπως ανέφερα παραπάνω και θέλησε ο γαμπρός να πάει να δει την νύφη. Συνεννοείται με δύο ξαδέλφια του, τον έναν τον έλεγαν Μπισμπιγιάννη (Τα πρόσωπα που ανάφερα υπήρξαν, δεν είναι φανταστικά), ζητούν τη γνώμη του πατέρα του σχετικά, αλλά έπρεπε να ρωτήσουν και τον τσέλιγκα.
Πάνε στον τσέλιγκα να πάρουν την άδεια.
Και η απάντηση του τσέλιγκα:
- Αν είναι να πάτε για να ιδείτε, να μην πάτε. Αυτή η δουλειά είναι τελειωμένη, βάλτε το καλά στο μυαλό σας.
- Όχι, μωρέ, να φιλευτούμε θέλουμε.
- Ε. τότε να πάτε.
Συνηθίζονταν τότε οι επισκέψεις (φιλέματα) μεταξύ των Σαρακατσαναίων και οι επισκέψεις αυτές αποτελούσαν αφορμή για γλέντι με συμμετοχή όλων των συγγενών, με σφαχτά, πίτες, ποτά κλπ. Θυμάμαι τους γονείς μου να τηρούν αυτό το έθιμο με ευλάβεια μέχρι τελευταία
Βάλανε, λοιπόν, τα καλά τους, στρίψαν τα μουστάκια τους, στρώσανε καλές μπατανίες στα σαμάρια των αλόγων τους και ξεκίνησαν για τα καλύβια της νύφης, που σημειωτέον απείχαν περίπου μιας μέρας στράτα και μάλιστα με άλογα, αλλά ποιος λογάριαζε την κούραση.
- Λες, ορέ Κώστα, να δούμε τη νύφη;;,...Η αγωνία του γαμπρού..
- Βέβαια θα τη δούμε, η απάντηση του ξάδερφου.
- Και αν δεν μας τη δείξουν;;
- Έλα ορέ πώς δεν θα τη δείξουν, γκαβή είναι!
- Άραξαν στα καλύβια της νύφης, έτρεξαν οι οικείοι και συγγενείς , τους υποδέχτηκαν και τους οδήγησαν στο καλύβι της νύφης, το οποίο να σημειωθεί ήταν καλοστρωμένο, παλαμισμένο γύρω γύρω σε ύψος περίπου ένα μέτρο, όπως συνήθιζαν οι καλές νοικοκυρές.. Αυτό τους έκανε καλή εντύπωση και το σχολίασαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους
Αλλά η ώρα περνούσε, τα συμπεθέρια τους βομβάρδιζαν με διάφορες ερωτήσεις, και η νύφη αργούσε να φανεί και αυτό τους στενοχωρούσε..
Λέει, χαμηλόφωνα ο γαμπρός στον ξάδερφό του...
- Λές να μην βλέπεται;;
- Έλα ορέ τι κουβέντες είναι αυτές;;
Αλλά ο πατέρας της νύφης κατάλαβε την ανησυχία τους και έσπευσε να τους καθησυχάσει.
- Θα΄ρθει και η νύφη, θα ΄ρθει να σας κεράσει, μη χολοσκάτε
Εμφανίστηκε η νύφη με το δίσκο στα χέρια, τους κέρασε χωρίς να τους κοιτάξει ούτε προς στιγμή και αποχώρησε. Το πρωτόκολλο δεν επέτρεπε η νύφη να σηκώνει τα μάτια, ήταν ξεδιαντροπιά, τι θα ΄λεγε ο κόσμος..
Να σημειώσω εδώ ότι τόσο η νύφη όσο και ο γαμπρός ήταν καλοκαμωμένοι, άρεσαν μεταξύ τους, παντρεύτηκαν, έκαναν πολλά παιδιά και έζησαν μέχρι βαθιά γεράματα.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Οι δεσμοί του τσελιγκάτου ήταν οικογενειακοί.
Λίγο πολύ όλοι ή οι περισσότεροι είχαν κάποιο βαθμό συγγένειας.
Έτσι, αν κάποιος τσέλιγκας έχανε την αξιοπιστία του, την ευθυκρισία, την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα, την εντιμότητα, απλά τον διαδέχονταν κάποιος στενός συγγενής του.
Έτσι εξασφαλίζονταν η συνέχεια του τσελιγκάτου.
Πάνω κάτω συνέβαινε ό,τι και με τις μοναρχίες, έχανε την πρωτοκαθεδρία ο πρωτότοκος, τον διαδέχονταν κάποιος που ακολουθούσε με μια ουσιώδη διαφορά, ποτέ δεν λάμβανε χώρα εξαφάνιση.
Μεταξύ των θεμάτων στα οποία είχε λόγο ο τσέλιγκας ήταν και αυτό της επιλογής συζύγου.
Η επιλογή γινότανε σε αγαστή συνεργασία μεταξύ του γονιού και του τσέλιγκα, συνήθως δε υπερίσχυε η γνώμη του δευτέρου. Διαφορετικά κλονίζονταν η αρχηγία του, οπότε ο γονιός υποχωρούσε, παραδεχόμενος ότι, δεν μπορεί για να επιμένει ο τσέλιγκας κάτι παραπάνω ξέρει, τι στην ευχή κάθε λίγο και λιγάκι στα παζάρια βρίσκεται, είδαν και είδαν τα μάτια του.
Και πράγματι ο τσέλιγκας διαθέτοντας ένα καλό μπινέκι, άλογο αραβανλίτικο χρησιμοποιούμενο μόνο για καβάλα- ποτέ για φόρτωμα - φορούσε τα καλά του αγένωτα ρούχα, τη σκούφια στο κεφάλι του, την κλίτσα στο τσεπάκι και έπαιρνε δρόμο εκεί που τον καλούσε τον καθήκον του.
Μεριμνούσε για την εξεύρεση τσοπαναραίων, την εξασφάλιση εφοδίων, το ύψος της ρόγας των τσοπάνηδων, κάτι που απαιτούσε κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων με τα άλλα τσελιγκάτα.
Για αυτό το λόγο οι συσκέψεις αυτές ήταν συχνές και γινότανε συνήθως στα μεγάλα παζάρια, στην περίπτωση δε των Θεσσαλών τσελιγκάδων στο παζάρι της Λάρισας και των Τρικάλων.
Μάλιστα εκεί κατά τη δεκαετία ΄50 είχαν συμπήξει ένα άτυπο σύλλογο, προφανώς σε συνεννόηση και με τσελιγκάδες από άλλες περιοχές για πανελλήνια εκπροσώπηση, διεκδικώντας έτσι τα δίκαιά τους.
Πάντοτε δε είχαν ορισμένο στέκι.
Και για την ιστορία αναφέρω ότι στη Λάρισα το στέκι τους ήταν ένα καφενείο στη βορεινή πλευρά της κεντρικής πλατείας, δίπλα από τη στρατιωτική λέσχη, στη Θεσσαλονίκη το καφενείο Ηλύσια, στην Κολόμβου και Εγνατίας.κ.ο.κ.
Και ας επανέλθουμε στη γνώμη του τσέλιγκα για το ποιος θα πάρει ποια και αντίστροφα. Αποφάσιζαν οι γονιός και τσέλιγκας ότι ο Μήτσιος Γ. θα πάρει την Ελένη Γ..
Και ουσιαστικά το προξενιό είχε συντελεσθεί, το τυπικό ακολουθούσε..
Πήγαινε ο τσέλιγκας στο τσελιγκάτο της νύφης και εκεί σε συνεργασία με το άλλο δίδυμο έκλεινε η υπόθεση και αμφισβήτηση δεν χωρούσε ούτε από το γαμπρό ούτε από τη νύφη. Ήταν υποχρεωμένοι να σεβασθούν τη γνώμη του γονιού και του τσέλιγκα. Αυτό επέβαλαν οι άγραφοι νόμοι. Αλίμονο στον διαφωνούντα, θέλοντας και μη θα συμφωνούσε και λόγος να μη γίνεται.
Και τώρα το ποιο «ωραίο»: Λογοδόθηκαν ο Μήτσιος Γ. με την Ελένη Γ. όπως ανέφερα παραπάνω και θέλησε ο γαμπρός να πάει να δει την νύφη. Συνεννοείται με δύο ξαδέλφια του, τον έναν τον έλεγαν Μπισμπιγιάννη (Τα πρόσωπα που ανάφερα υπήρξαν, δεν είναι φανταστικά), ζητούν τη γνώμη του πατέρα του σχετικά, αλλά έπρεπε να ρωτήσουν και τον τσέλιγκα.
Πάνε στον τσέλιγκα να πάρουν την άδεια.
Και η απάντηση του τσέλιγκα:
- Αν είναι να πάτε για να ιδείτε, να μην πάτε. Αυτή η δουλειά είναι τελειωμένη, βάλτε το καλά στο μυαλό σας.
- Όχι, μωρέ, να φιλευτούμε θέλουμε.
- Ε. τότε να πάτε.
Συνηθίζονταν τότε οι επισκέψεις (φιλέματα) μεταξύ των Σαρακατσαναίων και οι επισκέψεις αυτές αποτελούσαν αφορμή για γλέντι με συμμετοχή όλων των συγγενών, με σφαχτά, πίτες, ποτά κλπ. Θυμάμαι τους γονείς μου να τηρούν αυτό το έθιμο με ευλάβεια μέχρι τελευταία
Βάλανε, λοιπόν, τα καλά τους, στρίψαν τα μουστάκια τους, στρώσανε καλές μπατανίες στα σαμάρια των αλόγων τους και ξεκίνησαν για τα καλύβια της νύφης, που σημειωτέον απείχαν περίπου μιας μέρας στράτα και μάλιστα με άλογα, αλλά ποιος λογάριαζε την κούραση.
- Λες, ορέ Κώστα, να δούμε τη νύφη;;,...Η αγωνία του γαμπρού..
- Βέβαια θα τη δούμε, η απάντηση του ξάδερφου.
- Και αν δεν μας τη δείξουν;;
- Έλα ορέ πώς δεν θα τη δείξουν, γκαβή είναι!
- Άραξαν στα καλύβια της νύφης, έτρεξαν οι οικείοι και συγγενείς , τους υποδέχτηκαν και τους οδήγησαν στο καλύβι της νύφης, το οποίο να σημειωθεί ήταν καλοστρωμένο, παλαμισμένο γύρω γύρω σε ύψος περίπου ένα μέτρο, όπως συνήθιζαν οι καλές νοικοκυρές.. Αυτό τους έκανε καλή εντύπωση και το σχολίασαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους
Αλλά η ώρα περνούσε, τα συμπεθέρια τους βομβάρδιζαν με διάφορες ερωτήσεις, και η νύφη αργούσε να φανεί και αυτό τους στενοχωρούσε..
Λέει, χαμηλόφωνα ο γαμπρός στον ξάδερφό του...
- Λές να μην βλέπεται;;
- Έλα ορέ τι κουβέντες είναι αυτές;;
Αλλά ο πατέρας της νύφης κατάλαβε την ανησυχία τους και έσπευσε να τους καθησυχάσει.
- Θα΄ρθει και η νύφη, θα ΄ρθει να σας κεράσει, μη χολοσκάτε
Εμφανίστηκε η νύφη με το δίσκο στα χέρια, τους κέρασε χωρίς να τους κοιτάξει ούτε προς στιγμή και αποχώρησε. Το πρωτόκολλο δεν επέτρεπε η νύφη να σηκώνει τα μάτια, ήταν ξεδιαντροπιά, τι θα ΄λεγε ο κόσμος..
Να σημειώσω εδώ ότι τόσο η νύφη όσο και ο γαμπρός ήταν καλοκαμωμένοι, άρεσαν μεταξύ τους, παντρεύτηκαν, έκαναν πολλά παιδιά και έζησαν μέχρι βαθιά γεράματα.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής