Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Τα χρόνια εκείνα στο Γυμνάσιο...

Για να πας στο γυμνάσιο και πιο πέρα την εποχή μου δεν ήταν εύκολο πράγμα.
Ο εμφύλιος βρισκότανε στην κορύφωσή του, οι αποστάσεις μεγάλες για τις δυνατότητες της εποχής λόγω έλλειψης συγκοινωνιακών μέσων, τα γεφύρια στα ποτάμια τα περισσότερα καταστραμμένα και το ουσιωδέστερο τα οικονομικά περιορισμένα σε βαθμό που η μόνη φροντίδα του καλού νοικοκύρη ήταν η εξασφάλιση του ψωμιού της χρονιάς, δηλαδή η εξασφάλιση μερικών εκατοντάδων οκάδων σιταριού ή κριθαριού ή καλαμποκιού και σε ανάγκη ασπρίτσας. Δύσκολα χρόνια για τον ελληνισμό και θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ και στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ιδιαίτερα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, μη εξαιρουμένων και άλλων μεγάλων αστικών κέντρων. Οι Γερμανοί είχαν δεσμεύσει όλες τις κρατικές αποθήκες, δεν επέτρεπαν διακίνηση τροφίμων και το χειρότεροι οι φίλοι μας οι Άγγλοι επέβαλαν αποκλεισμό στη χώρα μας (εμπάργκο), με συνέπεια να είναι αδύνατη η τροφοδοσία από το εξωτερικό. Ίσως σας φαίνεται εξωφρενικό αλλά είναι η πραγματικότητα.
«Η Ελλάδα είναι κατεχόμενη χώρα και υπεύθυνος για τον επισυσσιτισμό είναι ο κατακτητής», αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία τους! Τόσο ξεδιάντροπα! Λησμόνησαν οι αγνώμονες ότι ολόκληρο εκστρατευτικό σώμα 30,000 ανδρών, που κινδύνευε να εγκλωβισθεί στη χώρα μας, φυγαδεύτηκε με θυσίες και αίμα των Ελλήνων.
Η αχαριστία στο μεγαλείο της!!
Οι Γονείς μου είχαν αποφασίσει ένα παιδί τους να πάει στο Γυμνάσιο και γιατί όχι και πιο πέρα. Ήθελαν ένα από τα έξι παιδιά τους ή καλλίτερα ένα από τα τρία αγόρια να μάθει γράμματα.
Τα κορίτσια αποκλείονταν από τα γράμματα, μόλις και μετά βίας πήγαν μερικές τάξεις στο δημοτικά!.
Καμία δεν το τελείωσε!..
Να μάθει δηλαδή γράμματα, να πάει παραπέρα, να ξεφύγει από τα καθιερωμένα να γίνει άνθρωπος, όπως κακώς λέγανε, λες και οι άλλοι που δεν μαθαίνανε γράμματα δεν ήταν άνθρωποι!
Αντιλήψεις που είχαν ως αφετηρία τις δύσκολες συνθήκες των κατοίκων της υπαίθρου.
Βλέπετε τότε οι άνθρωποι δεν είχαν καθημερινή και σχόλη, ολημερίς για ένα κομμάτι ψωμί, για τον επιούσιο και μόνο!. Τη χρονιά εκείνη, χρονιά εμφύλιου πολέμου, ξεκαλοκαιριάζαμε στο Ζάππειο Λάρισας (παλιό όνομα Μπακράτσι) και εγώ προς τέλος Αυγούστου έπρεπε να βρίσκομαι στην Καρδίτσα για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Ο πατέρας μου είχε κανονίσει με το δάσκαλό μου της τελευταίας χρονιάς να μείνω στους Γονείς του, που έμεναν στην Καρδίτσα ως ανταρτόπληκτοι, προφανώς σε ανταπόδοση της φιλοξενίας που του είχαμε δώσει για πολλούς μήνες στο σπίτι μας. Είχε έρθει νέος τότε στο χωριό μας και μην βρίσκοντας στέγη τον φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας για κάποιους μήνες..
Οι έλληνες γενικά έχουν μια ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα και στον κανόνα αυτόν δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση οι σαρακατσαναίοι. Αφού να σκεφθεί κανείς ότι παλιότερα τα έξοδα των σχολείων καλύπτονταν από τους κατοίκους Ακόμη και στις μέρες μου μεριμνούσαμε για την τροφή και στέγαση των δασκάλων και σε ανάγκη τους φιλοξενούσαμε. Και όταν λέμε φιλοξενία δεν εννοούμε για λίγες μέρες αλλά μήνες..
Ως μαθητής στο δημοτικό και στο γυμνάσιο δεν ήμουν ιδιαίτερα επιμελής, οι χρονιές να περνούν, σε αντίθεση με το Πανεπιστήμιο.
Στο δημοτικό τα μόνα βιβλία μου ήταν ένα αναγνωστικό, μία «άπασα ύλη» που είχε λίγη αριθμητική, λίγη ιστορία και λίγη γεωγραφία, μία πλάκα με κοντύλι για να γράφουμε και να σβήνουμε και μία σάκα (σημερινή τσάντα) για να τα μεταφέρουμε. Άλλο βιβλίο δεν υπήρχε στο σπίτι μας, εκτός από έναν Καζαμία που προμηθεύονταν ο Πατέρας μου κάθε αρχή του χρόνου για να παρακολουθεί τον καιρό και ότι έγραφε γίνονταν πιστευτό έως ότου διαψευσθεί από τα πράγματα..
Τον καζαμία αυτόν τον ξεκοκαλίζαμε, μάλιστα μαλώναμε ποιος θα τον πρωτοδιαβάσει σε σημείο που μας είχαν καθορίσει σειρά..
Τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου δεν βγαίναμε στα βουνά για ευνόητους λόγους, κάτι που με ευνόησε καθότι, αν βγαίναμε στα βουνά, δηλαδή στο Βέρμιο, νομίζω θα ήταν αδύνατο να κατέβω από εκεί για την Καρδίτσα. Η παροιμία ουδέν κακόν αμιγές καλού στην περίπτωσή μου δεν είχε εφαρμογή.
Τη χρονιά που τελείωσα το δημοτικό ξεκαλοκαιριάζαμε στο Ζάππειο της Λάρισας, όπως προείπα , ένα χωριό στο μέσο της διαδρομής Λάρισας Φαρσάλων, όπου υπήρχαν πολλές ακαλλιέργητες εκτάσεις και καλαμιές. Και το οποίο απέχει από το χωριό μου, Πέτρινο Καρδίτσας,, 5-6 ώρες με ζώο.
Και ήλθε ο καιρός να φύγω.
Περιχαρής περίμενα πότε θα έλθει η ώρα της αναχώρησης, και ήλθε.
Ένα πρωινό ξεκινήσαμε από το Ζάππειο με προορισμό τον Πέτρινο.
Ο πατέρας μου με το μπινέκι και εγώ με το γαϊδουράκι μας. Φθάσαμε στο χωριό κατά το απόγευμα και το βράδυ κοιμηθήκαμε στο σπίτι του Αθανασίου Θεοχάρη, οικογενειακού φίλου και μάλιστα με ένα από τα παιδιά του ήμουνα συμμαθητής, τη Ζωή.
Τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού όλοι οι χωριανοί μου τότε κοιμόταν στην αυλή λόγω της ζέστης και των κουνουπιών. Έξω μπορούσες να σκεπασθείς και έτσι να προφυλαχθείς από τα κουνούπια και τα άλλα ενοχλητικά ζουζούνια. Προς τούτο μπροστά στην αυλή κάθε σπίτι είχε το σοφρά του. Ένα τετράγωνο κατασκεύασμα διαστάσεων 4χ4 περίπου, συμπαγές και υπερυψωμένο κατά περίπου ένα μέτρο. Εκεί έστρωσε η νοικοκυρά και κοιμηθήκαμε ο ένας δίπλα από τον άλλο, εννοείται από την μία πλευρά οι άνδρες με τα αγόρια και από την άλλη οι γυναίκες με τα κορίτσια..
Ξυπνήσαμε πρωί πρωί και πάλι με το άλογο και το γάϊδαρο, τον κανούτο – ένα πολύ καλό ζώο και δυνατό- φύγαμε για την Καρδίτσα.
Η οικογένεια του δασκάλου απαρτίζονταν από το ζευγάρι, τον μπάρμπα Σωτήρη με τη γυναίκα του, το μεγάλο της γιο τον Ηλία, δασοκόμο, το δάσκαλό μου Ελευθέριο, τον Κωνσταντίνο-αξιωματικό του στρατού της Σχολής Ευελπίδων και το αποσπόρι τους, την Ευδοκία, λίγο μικρότερη από μένα, θαυμάσιο παιδί, που έμελλε να γίνουμε αχώριστοι φίλοι, που ωστόσο από τον χωρισμό μας μετά ένα χρόνο, δεν ανταμωθήκαμε, χαθήκαμε δυστυχώς για πάντα. Περιττό να τονίσω ότι όλοι αυτοί οι Άνθρωποι με αγκάλιασαν με στοργή και ζεστασιά και ιδιαίτερα η Μάνα και ο μεγάλος γιος, ο Ηλίας, ο οποίος συχνά πυκνά μας έπαιρνε με την Ευδοκία από το χέρι, μας έβγαζε βόλτα και μας κερνούσε και το κάτι τι. Τους θυμάμαι όλους με ευγνωμοσύνη .
Όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πατέρας μου έμεινε ένα βράδυ και την άλλη ημέρα έφυγε και τότε έσπασα και άρχισα τα κλάματα, ενώ δεν συγκινήθηκα καθόλου όταν αποχωριζόμουν την οικογένειά μου στο Ζάππειο πριν από τρεις μέρες. Τόση η λαχτάρα μου για το γυμνάσιο που σκέπασε τα συναισθήματά μου.
Και έτσι από ελεύθερο «αγρίμι» κοντά στα πρόβατα και την ξενοιασιά της Μητρικής αγκαλιάς βρέθηκα μαντρωμένος σε ένα ξένο σπίτι, τρομοκρατημένος και κλεισμένος στον εαυτό μου.
Ξέχασα όμως γρήγορα και προσπάθησα να προσαρμοστώ και να μην δημιουργώ προβλήματα στην οικογένεια. Βέβαια, το τονίζω και πάλι, η θαυμάσια οικογένεια των Ελευθερίου (Επώνυμο του δασκάλου μου) υπήρξε καθοριστική στην προσαρμογή μου.
Οι εξετάσεις για το γυμνάσιο έγιναν αρχές Σεπτεμβρίου στο γυναικωνίτη της Ευαγγελίστριας, αν δεν κάνω λάθος, που βρίσκεται στην κεντροδυτική Καρδίτσα και ήταν γραπτές. Τα αποτελέσματα βγήκαν πολύ γρήγορα με συνέπεια να βρεθώ από τη μια στιγμή στην άλλη γυμνασιόπαιδο!
Μας κατέταξαν σε τμήματα και έτσι βρέθηκα στο Γ1 τμήμα ( τότε ίσχυε ακόμη το σύστημα του οκτατάξιου γυμνασίου, κατάλοιπο παλιότερου εκπαιδευτικού προγράμματος), υπήρχαν άλλα τρία. Κάθε τμήμα είχε 80 περίπου παιδιά, όλα αγόρια, δηλαδή σύνολο μαθητών μόνο στην πρώτη τάξη πάνω από 300 παιδιά. Βλέπετε ήταν σχεδόν το μοναδικό ολοκληρωμένο γυμνάσιο στο νομό Καρδίτσας. Για τα κορίτσια υπήρχε άλλο γυμνάσιο, λίγο ποιο πέρα από το δικό μας, που τότε ήταν στην αρχή της οδού Τρικάλων, ενώ το σπίτι μου βρισκόταν στην άλλη άκρη, κοντά στο μύλο του Κατσάρα. Είχα δηλαδή να διανύσω μια απόσταση είκοσι και πάνω λεπτών. Αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα , μαθημένος ήμουν. Το πρόβλημα ήταν οι λάσπες και ειδικότερα εκείνη η οδός προς το γυμνάσιο ήταν ένας σκέτος λασπότοπος, με συνέπεια να κολλούν τα λαστιχένια παπούτσια μας...
Πριν ή τελειώσει η σχολική χρονιά εκείνη, μπαίνοντας ή άνοιξη, ήρθαν στην Καρδίτσα ως ανταρτόπληκτοι και οι τρεις αδερφές μου με τον μικρότερο αδελφό μου λόγω του φόβου των ανταρτών, οι οποίοι προέβαιναν σε αναγκαστικές επιστρατεύσεις.
Αυτή είναι η αρχή της γυμνασιακής μου πορείας, ίσως άλλοτε πω και κάτι για τα άλλα χρόνια.
Παράλειψα να αναφέρω ότι η χρονιά αυτή ήταν το καλοκαίρι του 1947.
Με λίγα λόγια η χρονιά αυτή πέρασε στο σπίτι του δασκάλου μου, τέλος Αυγούστου 1947 Ιούνιος 1948.. Το καλοκαίρι του 1948 βρεθήκαμε στην Ιτέα (παλιά Κουτσιαρί) ως ανταρτόπληκτοι και μέναμε στα κελιά της Εκκλησίας, που βρίσκονται δυτικά αυτής, στον προαύλιο χώρο. Αλλά κατά το τέλος του καλοκαιριού του 1948 φύγαμε για την Καρδίτσα, πάλι ως ανταρτόπληκτοι, για περισσότερη ασφάλεια. Δεν μας χωρούσε ο τόπος, που λένε, τόσο μεγάλη ήταν η ανασφάλεια που επικρατούσε και όχι αδικαιολόγητα. «Ο Δημοκρατικός Στρατός» , οι αντάρτες δηλαδή, ήλεγχαν την ύπαιθρο χώρα και προέβαινε συχνά πυκνά σε βιαία επιστράτευση νέων ανδρών και γυναικών, αλλά και σε παιδομάζωμα παιδιών (αγοριών και κοριτσιών), δηλαδή όλοι εμείς στην οικογένειά μας ήμασταν τρόπον τινά υποψήφιοι, κάτι που έκανε τους γονείς μου να ανησυχούν εντονότατα, όπως βέβαια και πολλούς άλλους, για να μην πω όλους τους κατοίκους της υπαίθρου χώρας. Ο πληθυσμός των κατοίκων της Καρδίτσας είχε πολλαπλασιασθεί σε μεγάλο βαθμό, επικρατούσε το αδιαχώρητο στην πόλη. Βλέπετε η Καρδίτσα αποτελούσε για το νομό μας το ασφαλέστερο καταφύγιο, ακολουθούσαν οι Σοφάδες και ο Παλαμάς. Το Μουζάκι λόγω της θέσης του κοντά στα βουνά και μάλιστα βουνά κατάφυτα δεν παρείχε καμία ασφάλεια και δεν το προτιμούσαν.
Για μένα βέβαια όλα αυτά αποτέλεσαν δώρο Θεού, όσο παράξενο και αφύσικο κι αν φαίνεται. Δηλαδή η δεύτερη τάξη στο γυμνάσιο 1948 – 1949 ξεκινούσε καλά, τόσο καλά για ένα παιδί της ηλικίας μου που δεν θα χρειαζότανε να φύγει από την πατρική στέγη και την μητρική αγκαλιά!
Η χρονιά αυτή έμελλε να είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τους κατοίκους της Καρδίτσας, μόνιμους και ανταρτόπληκτους, λόγω της απόπειρας του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» να καταλάβει την πόλη και, ει δυνατόν, να την κρατήσει ως προγεφύρωμα, που λένε οι Στρατιωτικοί μας στη γλώσσα τους, κάτι βέβαια που δεν επέτρεψε ο Εθνικός Στρατός της Ελλάδος. Ωστόσο μπήκαν στην πόλη, έμειναν τρεις μέρες και προκάλεσαν ανείπωτο πόνο και θλίψη, πέραν των υλικών ζημιών. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά και θα αφιερώσω το σημείωμά μου αυτό κυρίως στη μάχη της Καρδίτσας, επιφυλασσόμενος να επανέλθω..

Η Μάχη της Καρδίτσας όπως την έζησα και τη θυμάμαι

1948, 12 Δεκεμβρίου, του Αγίου Σπυρίδωνα.
Την ημέρα αυτή διάλεξε ο «Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας», δηλαδή οι αντάρτες, να επιτεθεί στην πόλη της Καρδίτσας
Η επίθεση άρχισε τις βραδινές ώρες και γρήγορα καταλήφθηκε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος, εκτός του κέντρου, δηλαδή από την Εθνική Τράπεζα απέναντι από το άγαλμα του Γ. Καραϊσκάκη, την Αίγλη- ξενοδοχείο στην αρχή της οδού Τρικάλων, τη Διοίκηση Χωροφυλακής, το κτίριο που ήταν γνωστό ως Κιέριο και στο οποίο είχε εγκατασταθεί η Στρατιωτική Διοίκηση, την κεντρική Πλατεία, στα νότια της οποίας βρισκότανε η Εμπορική τράπεζα, εκείθεν μέχρι το Δημόσιο Ταμείο και έκλεινε δίπλα στη Εθνική Τράπεζα. Όλη η άλλη πόλη είχε πέσει στα χέρια των ανταρτών. Μέσα σε αυτή την περιοχή βρισκότανε και το σπίτι που μέναμε ως ανταρτόπληκτοι. Σχεδόν όλα τα χωριά είχαν εκκενωθεί και καταφύγει σε ασφαλέστερα κέντρα.
Ο πατέρας μου με τον κουνιάδο του (Γεώργιο Γκαρέλη – τσέλιγκα) και τον μπατζανάκη του Βασίλειο Χαμορούσο, είχαν ενοικιάσει ένα σπίτι του πρώην Δημάρχου Τσικρίκη, δίπλα στο δημόσιο ταμείο, με τέσσερα δωμάτια. Ένα δωμάτιο για κάθε οικογένεια και ένα βοηθητικό. Χρησιμοποιούμενο και ως αναρρωτήριο λόγω του τυφώδους πυρετού που είχε ενσκήψει και ο οποίος άγγιξε και την οικογένειά μου, λόγος που μας ανάγκασε να διατηρούμε ιδιαίτερο δωμάτιο για τους άρρωστους. Σε αυτό το δωμάτιο είχε καταφύγει και ο μικρότερος αδελφός μου, ο Γιώργος, αλλά είχε την ατυχία να προσβληθεί και από άλλο μικρόβιο που προκαλούσε μια ασθένεια γνωστή ως «καλααζάρ» αλλά άγνωστη σε μας, η οποία τον ταλαιπώρησε αρκετά, αλλά λόγω της ισχυρής του κράσης έγινε καλά. Να σημειώσω εδώ ότι ο Γιώργος μαζί με τον ξάδελφό του Βαγγέλη Γκαρέλη διακρίνονταν για την φιλομάθειά τους και την οξυδέρκεια του πνεύματος τους και βρίσκονταν σε συνεχή άμιλλα. Ο Βαγγέλης συνέχισε στο γυμνάσιο και έφθασε να γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ ο αδελφός μου που σίγουρα θα έφθανε ψηλά, δυστυχώς σταμάτησε μετά το Δημοτικό, παρά τις παροτρύνσεις της Μάνας μου.
Συνολικά στο σπίτι μέναμε είκοσι άτομα...
Το δικό μας δωμάτιο βρισκότανε δίπλα από το δημόσιο ταμείο, τα χώριζε ένας στενός ακάλυπτος χώρος. Η επιλογή της Καρδίτσας ως στόχου δεν ήταν τυχαία , προσέβλεπαν στο γεγονός ότι η πόλη περιβάλλεται από ποτάμια στα οποία είχαν καταστραφεί οι γέφυρες και η πρόσβαση ενισχύσεων δύσκολη..
Όσο προχωρούσε η νύχτα τα πυρά αραίωναν, αλλά η κινητικότητα των λίγων στρατιωτών ποιο έντονη, επειδή δε το δωμάτιό μας ήταν δίπλα από το ταμείο, είχαν ανοίξει το παράθυρο το δικό μας και το ακριβώς απέναντι του ταμείου και όλη τη νύχτα περνούσαν στρατιώτες μεταφέροντας διάφορα πράγματα, προφανώς πολεμοφόδια και τρόφιμα. Εμείς, πέντε αδέλφια (τρεις αδελφές μεγαλύτερές μου και εγώ με τον μικρότερο αδελφό μου) από 9 μέχρι είκοσι χρονών, είχαμε μαζευτεί σε γωνιά κουκουλωμένοι με τις βελέντζες και περιμέναμε! Τι περιμέναμε ούτε που ξέραμε, προφανώς κάτι καλύτερο, κάτι ασφαλέστερο, που όμως αργούσε. Μια στιγμή μια αιωνιότητα. Τότε συνειδητοποίησα τι θα πει φόβος. Σε παραλύει και το πνεύμα σου νεκρώνεται, αν επιτρέπεται η έκφραση.
Οι γονείς μας και ο μεγάλος μου αδελφός έμειναν στο χωριό με τα πρόβατα και τα βράδια έβρισκαν καταφύγιο στους γύρω λόφους και στα πετρωτά. Μόνιμο γιατάκι δεν είχαν ποτέ, κάθε βράδυ αλλού και να σκεφθείτε ήταν χειμώνας. Τότε στη περιοχή κυριαρχούσε ένα τάγμα ανταρτών με άλογα, επικεφαλής του οποίου ήταν ο καπετάνιος Γαζής (μάλλον ψευδώνυμο διότι στην Τουρκική γαζήδες λέγονταν οι ιππείς). Το τάγμα αυτό λυμαίνονταν όλη την περιοχή και ήταν φόβος και τρόμος.
Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα μας.
Τυλιγμένοι, λοιπόν με τις βελέντζες είχαμε μαζευτεί σε μια γωνιά και δεν μας άφηναν να μετακινούμαστε, ήταν ωστόσο φιλικοί μαζί μας. Μάλιστα ένας επικεφαλής μας έδωσε και μια μεγάλη κονσέρβα με κρέας νοστιμότατο.
Με το πρώτο φως της ημέρας άρχισαν οι πυροβολισμοί εντονότεροι, αλλά έκλεισαν το παράθυρό και μας διέταξαν να μείνουμε ξαπλωμένοι.
Τελικά οι αντάρτες έμειναν στην πόλη τρεις μέρες, αποχώρησαν δε την μέρα της γιορτής του Αγίου Ελευθερίου. Δεν ξέρω πώς, αλλά από το πρωί της ημέρας αυτής είχαν έλθει σε βοήθεια και οι μαυροσκούφηδες με κάτι μικρά τετράτροχα λαστιχοφόρα τανκ. Μεταξύ των μαυροσκούφηδων ήταν και ένας πρώτος εξάδελφός μου, ο Αθανάσιος Ηλ. Γαλλής, ο οποίος αρχικά παρουσιάστηκε ως άγριος, γρήγορα όμως αναγνωρίστηκε και τότε ανασάναμε! Τι χαρά, τι αγαλλίαση, τι ευφροσύνη τέτοιες στιγμές να βλέπεις έναν δικό σου άνθρωπο να έρχεται ως ελευθερωτής. Τον καμαρώναμε, τον αγγίζαμε, δεν τον χορταίναμε, ζούσαμε πρωτόγνωρα συναισθήματα, ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου. Και πώς να τα ξεχάσεις! Ο ελευθερωτής μας, ο ξάδερφος Αθανάσιος Ηλ. Γαλλής, έμεινε αρκετές μέρες στην Καρδίτσα και μας επισκέπτονταν καθημερινά. Τελικά ο Θανάσης, αιωνία η μνήμη του, κατέληξε στα ορυχεία του Βελγίου, έζησε μέχρι βαθιά γεράματα και οι απόγονοί του βρίσκονται στη Λάρισα..
Οι αντάρτες φεύγοντας άφησαν πίσω τους αίμα κα δάκρυα και πήραν και περίπου700 άτομα βιαίως μαζί τους, σύμφωνα με τις πληροφορίες που κυκλοφόρησαν. Η βιαία στρατολόγηση ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, όπως και το παιδομάζωμα, το οποίο έζησα στο πετσί μου. Μου είχε φκιάσει η μακαρίτισσα η Μάνα μου μια καπούλα, ντυνόμουν καλά και τα βράδια ύπνο στα γύρω πετροβούνια.
Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού πρέπει να ήταν σημαντικές, είδα με τα μάτια μου ανθρώπους σε δύο περιπτώσεις να κείτονται στο έδαφος. Ο ένας μάλιστα καμένος ανάμεσα σε δύο θημωνιές με χορτάρι, κοντά στο Γυμνάσιο.
Ο απολογισμός που ακολούθησε έδειξε ότι μεγάλο φόρο αίματος πλήρωσαν οι Μάηδες ή Σοφούληδες (Μονάδες Αμύνης Υπαίθρου- ΜΑΥ-είχαν δημιουργηθεί επί Πρωθυπουργίας του αείμνηστου γηραιού Σοφούλη από τον οποίον πήραν και το όνομά τους). Οι Μάηδες ήταν μεγάλης ηλικίας, ατελώς εκπαιδευμένοι, χωρίς στρατιωτική δομή και πειθαρχία και ως εκ τούτου περισσότεροι ευάλωτοι. Οι Μάηδες είχαν αναπτυχθεί περιμετρικά της πόλης και είναι αυτοί που δέχθηκαν τα πρώτα πυρά και υπέστησαν και τις μεγαλύτερες απώλειες.
Με τα κάρα κουβαλούσαν τα σώματά τους στην Μητρόπολη του Αγίου Κωνσταντίνου για τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Σκοπός των ανταρτών, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δεν ήταν η κατάληψη της πόλης και η παραμονή για μεγάλο χρονικό διάστημα όσο και αν τους βοηθούσαν οι συνθήκες του χειμώνα, η καταστροφή των γεφυρών και η εγγύτητα του ορεινού όγκου της Πίνδου, όπου είχαν τα ορμητήριά τους, αλλά η βιαία στρατολόγηση προσωπικού, κάτι που φαίνεται ότι στέφθηκε από επιτυχία. Γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ καιρό μια πόλη κατακαμπής
Ακόμη, φαίνεται ότι είχαν καλή πληροφόρηση για τις θέσεις των Μάηδων, τις δυνατότητές τους και του γεγονότος ότι δεν υπήρχε επαρκής στρατιωτική φρουρά, διαφορετικά δεν εξηγείται η ταχεία προέλασή τους εντός της πόλης..
Με τον ερχομό της άλλης χρονιάς, εκεί κατά το καλοκαίρι που ο ΔΣΕ τραβήχτηκε προς τα «άπαρτα κάστρα» όπως ονόμαζαν τους ορεινούς όγκους του Γράμου – Βίτσι, οπότε τυπικά τουλάχιστον τελείωσε ο εμφύλιος, τα αδέλφια μου ξαναγύρισαν στο χωριό και έτσι έμεινα πάλι μόνος.
Αλλά για τα χρόνια αυτά άλλη φορά.
Μετά την πτώση των «άπαρτων κάστρων» Γράμμου – Βίτσι, ξεκουμπίστηκε και ο χάροντας από τον πολύπαθο αυτό τόπο, μάζεψε τα μαχαίρια του, τα δρεπάνια του και έφυγε για τον αγύριστο, αλλά για μένα ήρθε πάλι η μοναξιά μετά τη φυγή των δικών μου για το χωριό. Ευτυχώς γνωρίστηκα στενά με συμμαθητές μου από τα γειτονικά χωριά Ιτέα και Αστρίτσα, μονιάσαμε, και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στα «Ταμπάκικα», βορειοανατολικά του μεγάλου πάρκου, όπου οργανώσαμε τη μαθητική μας ζωή. Δηλαδή τι οργανώσαμε, μου αγόρασε ο πατέρας ένα ράντζο, μου έφερε μια βαριά βελέντζα, μία μάλλινη κουβέρτα, ένα τραγομαλίσιο στρώμα και αυτό ήταν όλο. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους συμμαθητές μου, με τη διαφορά ότι αντί τραγομαλλίσια κουβέρτα, είχαν χοντρές και πλουμιστές κουρελούδες.
Σαρακατσιάνος εγώ, Καραγκούνηδες αυτοί.
Αν και βλάχο με ανέβαζαν, βλάχο με κατέβαζαν, ώσπου μια μέρα τους λέγω κι εγώ: και εσείς που είστε Καραγκούνηδες τι παραπάνω έχετε; Αλλά που αυτοί! Μάταια προσπαθούσα να τους πείσω ότι δεν είμαι βλάχος αλλά Σαρακατσιάνος. Που εκείνοι, το χαβά τους, αλλά κατά βάθος με αγαπούσαν και αυτό το εισέπραττα καθημερινά. Είχα δεθεί με τα παιδιά αυτά και τα ένιωθα σαν αδέλφια μου.
Ο ένας ακουμπούσε στον άλλο, έβρισκε καταφύγιο. Μοιραζόμασταν ό,τι είχαμε, ακόμη και μια φέτα ψωμί. Η αλληλεγγύη στην απόλυτη έκφρασή της. Πώς να ξεχάσεις το Νίκο Καφάση από το Κουτσιαρί, το Γιώργο Νιάκα. και το Λάμπρο Ταμπάκη από το Μπουλί !
Και να το θέλεις, δεν μπορείς.
Κουζίνα δεν υπήρχε, ούτε χρειαζόταν, θέρμανση ανύπαρκτη, τραπέζι και καρέκλες ομοίως.
Γυρίζαμε στο δωμάτιο και κουκουλωνόμαστε, εκτός αν ο καιρός ήταν καλός και πηγαίναμε για παιγνίδι, που ήταν το σύνηθες. Ο χώρος υγιεινής ήταν έξω σε μια γωνιά του κήπου.
Τι χώρος, δηλαδή, ένας αβαθής λάκκος περιτριγυρισμένος με καλαμωτή και δύο σανίδια από πάνω για τουαλέτα, αν δε δεν πρόσεχες, πιτσιλιζόταν τα πισινά σου
Ο φίλος μου ο Νίκος Καφάσης και συγκάτοικος σχεδόν μέχρι το τέλος του γυμνασίου, ένα βράδυ βιαστικά βάζει τα παπούτσια μου διότι τον βόλευαν ως μεγαλύτερα στο βάλσιμο και στο βγάλσιμο και πάει στην «τουαλέτα», αλλά αργούσε να γυρίσει. Κάποια στιγμή ακούμε την τουλούμπα μόνη πηγή ύδρευσης, να χτυπάει συνέχεια!
-Παιδιά, ο Νίκος έπεσε μέσα και τώρα πλένεται!
- Λες, ο άλλος!
- Τέλος ήρθε ο Νίκος μούσκεμα από τα γόνατα και κάτω.
Ευτυχώς φορούσαμε ακόμη κοντά παντελόνια. Δηλαδή τι ευτυχώς που τα πόδια μας ήταν μονίμως κρύα, αλλά από την τετάρτη φορέσαμε όλοι μακριά, συνεννοημένοι να ήμασταν!
Τι είχε συμβεί, γλίστρησε και για να μην του πέσουν τα παπούτσια μέσα στο βόθρο, μια που του έρχονταν μεγάλα, στηρίχτηκε στα χέρια που πάνω στα σανίδια που χρησιμοποιούνταν ως λεκάνη τουαλέτας και με επιδέξιες κινήσεις κατόρθωσε και έσωσε τα παπούτσια μου, διαφορετικά θα είχα σοβαρό πρόβλημα. Πώς θα πήγαινα σχολείο!
Η προετοιμασία για το σχολείο γινότανε συνήθως το πρωί πριν τις οχτώ, διότι την ώρα αυτή με τον κτύπο της καμπάνας του Αγίου Κωνσταντίνου αναχωρούσαμε για το γυμνάσιο. Τι προετοιμασία, δηλαδή, μέσα σε μισή έως μία ώρα, αλλά να ρίχναμε μια ματιά για να γνωρίζουμε τουλάχιστον ποια μαθήματα είχαμε. Και αυτή η ελλιπής προετοιμασία μας έκανε ευάλωτους στις εξετάσεις και σκοντάφταμε. Ευτυχώς, στην ουσία βέβαια δυστυχώς, ήμασταν τόσοι πολλοί στο τμήμα που το σύνηθες ήταν η παράδοση του μαθήματος εκ μέρους του καθηγητή μας και σπάνια η εξέταση !
Και πώς να κάνει εξέταση ο καθηγητής, όταν κάθε τμήμα είχε 80 μέχρι 100 παιδιά
Το πρωινό μας θεωρούνταν πλούσιο όταν μέσα στο καλάθι υπήρχε ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί, εκτός βέβαια από μένα που αντί για καλάθι είχα έναν τρουβά και ένα κλειδοπίνακο όπου φύλαγα το τυρί. Να σημειώσω εδώ την αξιοσημείωτη αλληλεγγύη που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας. Είχε ο ένας, έτρωγαν όλοι ώσπου να τελειώσει και του ενός .Βέβαια το πρωινό μας συμπληρώνονταν με λίγα στραγάλια με σταφίδες , κανένα κάστανο βρασμένο τους χειμερινούς μήνες ή και ό,τι άλλο προσιτό στην τιμή βρίσκαμε στο διάβα μας μέχρι το γυμνάσιο. Παιδιά προσεγμένα με την σημερινή έννοια της λέξης ήταν λίγα και ξεχωρίζανε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Ο κανόνας τότε ήταν η φτώχια, ο πλούτος σπάνιος. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρούνταν ούτε οι καθηγητές μας. Συχνά τους βλέπαμε να σταματάνε στη γωνιά του καστανά για λίγα κάστανα. Θυμάμαι τον φιλόλογό μας να με φωνάζει , να μου δίνει μισή δραχμή και να μου λέγει΅
- Άντε, παιδί μου, να μου πάρεις τσιγάρα.
- Τι τσιγάρα, κύριε καθηγητά;
- Καπνό να βγαζ’ ν.
Εννοείται τα τσιγάρα ήταν χύμα από μια κούτα που έπρεπε να χωράει πάνω κάτω εκατό . Κυκλοφορούσαν περισσότερο τα χύμα και λιγότερο τα συσκευασμένα σε πακέτα, όπως σήμερα.
Από τον κανόνα της ένδειας δεν εξαιρούνταν ούτε και οι καθηγητές μας. Φτωχό το κράτος και οι μισθοί γλίσχροι.. Χοντρούς ανθρώπους δεν συναντούσες στο δρόμο, όλοι στιλάτοι , φορέματα μπαλωμένα, γιακάδες λερωμένοι - χιονάτοι από πιτυρίδα και σηκωμένοι για να προφυλάγονται από το κρύο! Για παλτό και αυτό σε ανεπάρκεια. Όλα φτωχικά και λυπημένα. Βέβαια η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε ταχύτατα όσο προχωρούσε η δεκαετία του ΄50. Μπορώ να ισχυρισθώ με βεβαιότητα ότι από το ΄52 και μετά όλα άλλαξαν . Δεν έβλεπες άνθρωπο με μπαλωμένο παντελόνι σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια που το μπάλωμα ήταν ο κανόνας, στους ζευγάδες δεν μπορούσες να διακρίνεις το μπάλωμα από το παντελόνι. Το μπάλωμα των ρούχων ήταν μια σπουδαία δουλειά για τη νοικοκυρά. Κάθε μέρα κάτι θα μπάλωνε, μα ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα πουκάμισο, το παντελόνι, το σακάκι κλπ. Η αρχοντιά στον άνθρωπο μετριόταν με την καθαριότητα. Ήταν καθαρός, ήταν άρχοντας, το μπάλωμα δεν μετρούσε αρκεί να ήταν λεπτοδουλεμένο, το ΄λεγε και η παροιμία: Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά. Απόλυτη προσαρμογή στις συνθήκες της εποχής. Θυμάμαι αμπάλωτη κάλτσα λίγες φορές φορούσα, ο κανόνας ήταν το μπάλωμα ή προκειμένου για τις κάλτσες, το κρύψιμο της τρύπας μέσα στο παπούτσι!
¨Οσον αφορά τα πανωφόρια έκαναν την εμφάνισή τους σε μεγάλο ποσοστό πάλι μέσα στο 1952, τότε που οι άνθρωποι χόρτασαν ψωμάκι, λίγδωσε το άντερό τους, γυάλισε η επιδερμίδα τους και μπορούσαν να δούνε και την εμφάνισή τους.
Κάπως έτσι πέρασε και τρίτη τάξη, από την τετάρτη ( έκτη τότε ) η συντροφιά μας χωρίστηκε στα δύο. Οι Μπουλιώτες Λάμπρος Ταμπάκης και Γιώργος Νιάκας το ένα δίδυμο και εγώ με το Νίκο Καφάση το άλλο. Αντιληφθήκαμε ότι τέσσερις σε ένα δωμάτιο ήταν πολλοί, δεν γινότανε.
Εμείς νοικιάσαμε στο Βαρώσι , βορείως της κεντρικής πλατείας και δυτικά του Αγίου Κωνσταντίνου. Μάλιστα μεταφέραμε τα λίγα υπάρχοντά μας σε μιαν άκρη στο νέο μας σπίτι, γιατί το ενοίκιο θα άρχιζε από το Σεπτέμβριο, για δε τη μεταφορά χρειάσθηκαν δύο δρομολόγια. Πάνω στο ντιβάνι τα σκεπάσματα και τα λιγοστά βιβλία μας και ο ένας μπροστά ο άλλος πίσω και σε ένα δίωρο πάνω κάτω η μεταφορά ολοκληρώθηκε, πρακτικά πράγματα.
Το νέο μας δωμάτιο ήταν σε ένα παλιό σπίτι με τσιατμάδες, δηλαδή χωρίς ντουβάρια από τη μέση και πάνω , αλλά μια κατασκευή ξύλινη και μέσα λάσπη με πέτρες, αλλά είχε νερό και τουαλέτα μέσα στο σπίτι!
Στο δωμάτιο αυτό έμελλε να περάσουμε τα υπόλοιπα γυμνασιακά μας χρόνια, με τη διαφορά ότι στην ογδόη ( έκτη ) προστέθηκε και ο αδελφός του Νίκου, ο Ντίνος Καφάσης, σπάνιος χαρακτήρας, φιλότιμος και πάντα γελαστός. Κάθε πρωί μας ξυπνούσε με το τραγούδι, από τότε φαινότανε η κλίση του προς τη μουσική, στο οποίο και σταδιοδρόμησε με επιτυχία αφού πέρασε και από την Δραματική Σχολή..
Η τετάρτη και η πέμπτη γυμνασίου κύλησαν ομαλά, λίγο διάβασμα, τακτική παρακολούθηση μαθημάτων και πολύ παιγνίδι. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν ξέραμε τι θα πει αρρώστια παρότι δεν είχαμε θέρμανση στο δωμάτιο. Φαίνεται ο Μεγαλοδύναμος μας είχε υπό την προστασία του.
Μπαίνοντας στην πέμπτη τάξη μας κάλεσαν να δηλώσουμε ποιον κλάδο θα ακολουθούσαμε, αυτόν της θεωρητικής ή της πρακτικής κατεύθυνσης και διάλεξα την πρακτική.
Όσον αφορά το φαγητό, τρώγαμε σε μια ταβέρνα μεσημέρι βράδυ με βιβλιαράκι, στο οποίο ο ταβερνιάρης χρέωνε την αξία του φαγητού. Για το πρωινό τα είπαμε παραπάνω, πάντοτε ό,τι είχε το καλάθι του Νίκου και ο τρουβάς ο δικός μου.
Και κάπως έτσι άρχισε η έκτη και τότε μας μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά για μετά το γυμνάσιο, τι θα κάναμε;
Η τελευταία χρονιά σημαδεύτηκε από περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια του μαθήματος της Ηθικής και μάλιστα μετά τη φράση του καθηγητή μας: «Η αληθής ηθική καταγελά την Ηθική» και το άλλο «Όλα τα δοκίμασα, τίποτα δεν με ενδιαφέρει»- Καρλάιλ. Ακολούθησε πανδαιμόνιο.. Άρχισαν οι τελευταίοι στα θρανία να κτυπούν τα πόδια στο δάπεδο, χαμόγελα και ως συμβαίνει τη νύφη την πλήρωσαν οι τελευταίοι, στους οποίους ήμουν κι εγώ ως ψηλός στο ανάστημα, μάρτυς μου δε Ο Θεός δεν ήμουν από τους πρωτοσταντήσαντες, όχι βέβαια ότι ήμουν και αθώα περιστερά, κάπως συνέβαλα κι εγώ σε αυτή την οχλαγωγία! Έρχεται ο καθηγητής μου και απευθυνόμενος σε μένα, μου ζητά να του πω ποιοι κτυπούσαν τα πόδια στο δάπεδο; Φυσικά αρνήθηκα, προφασιζόμενος άγνοια.
- Σηκωθείτε, στον κ. Γυμνασιάρχη, και τα τρία τελευταία θρανία. Φυσικά και εκεί αρνηθήκαμε, δηλώνοντας άγνοια, προφανώς ψευδόμενοι.
- Παρασκηνιακά μάθαμε ότι ήθελαν να μας αποβάλουν όλους με εισήγηση των Θεολόγου – Φιλόλογου Απεναντίας πήραν το μέρος μας οι Φυσικομαθηματικοί καθηγητές προτάσσοντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι το τμήμα μας ήταν πρακτικής κατεύθυνσης και ως εκ τούτου αταίριαστο να κάνουν κουμάντο οι καθηγητές των θεωρητικών τμημάτων ή κάτι τέτοιο.
Μετά το συμβάν αυτό γίναμε δακτυλοδεικτούμενοι ή τουλάχιστον έτσι ένοιωθα, με βάραινε η κατάσταση αυτή, μου ήταν αφόρητη, το΄νιωθα βάρος στη συνείδησή . Αλλά και ο Θεολόγος για λίγο χρονικό διάστημα μετά χρειαζότανε την παρουσία τρίτου προσώπου για να κάνει μάθημα και έφθασαν να αφήνουν την πόρτα της τάξης ανοιχτή διότι ακριβώς απέναντι ήταν το γραφείο του γυμνασιάρχη και δίπλα ακριβώς των Καθηγητών ,για καλύτερη εποπτεία, μέχρι που η συντριπτική μερίδα των μαθητών πήρε αναφανδόν το μέρος του καθηγητή μας και επέβαλε αυστηρή πειθαρχία με την απειλή της αποκάλυψης των φωνασκούντων. Και τότε ηρέμησε και ο καθηγητής μας, καλή του ώρα, όπου κι αν βρίσκεται. Αργότερα, μετά την αποκατάσταση της ηρεμίας στην τάξη, επανέφερε το θέμα και το ανέλυσε διεξοδικά, μάλιστα άνοιξε διάλογο στην τάξη, στο οποίο ομολογώ δεν τόλμησα να λάβω μέρος, ούτε τις απαιτούμενες γνώσεις είχα, ούτε την απαραίτητη τόλμη διέθετα, δειλία με χαρακτήριζε μέχρι σημείου παρεξήγησης. Πάντως έμεινα με την εντύπωση ότι ο καθηγητής μας είχε πολλές γνώσεις, αλλά δεν ήταν δάσκαλος. Αργότερα, στο Πανεπιστήμιο, στο μάθημα της Δημόσιας Οικονομίας, έτσι λεγόταν τότε η Μακροοικονομία, ο αείμνηστος Δερτιλής, διαπρεπής οικονομολόγος, σύμβουλος της τότε Κυβέρνησης, με εξαίρετο σύγγραμμα, στις παραδόσεις του δεν μπορούσες να τον παρακολουθήσεις, ήταν ακαταλαβίστικος. Και τότε κατάλαβα και τον καθηγητή μου στο γυμνάσιο. Άλλο καλός επιστήμονας και άλλο καλός δάσκαλος, που είναι χάρισμα.
Ένα άλλο γεγονός αξιομνημόνευτο ήταν η πυρκαγιά στο σπίτι μας: ¨Ένα πρωινό με το που άνοιξα τα μάτια μου, βλέπω να βγαίνει καπνός από τις χαραμάδες του δαπέδου. Πετάγουμε έντρομος, βγαίνω στο διάδρομο, σκύβω στο κεφαλόσκαλο και ακούω το νοικοκύρη να φωνάζει : ένα μάλλινο μωρέ, κάτι τι να σβήσω τη γκαζιέρα .. Χωρίς δεύτερη σκέψη αρπάζω τη φλοκάτη μου και την πετάω κάτω στο ισόγειο που είχε εκδηλωθεί η φωτιά. Την αρπάζει και κουκουλώνει τη γκαζιέρα που φλέγονταν, σβήνει η φωτιά και τον βλέπω να πετάγεται έξω στη βάση του κεφαλόσκαλου και να με ευχαριστεί θερμά..
Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στην γκαζιέρα που λειτουργούσε με βενζίνη, που έφτανε στο χώρο καύσης από το ντεπόζιτο σε μια απόσταση 40 περίπου εκατοστών. Κάτι φαίνεται δεν λειτούργησε σωστά και πήρε φωτιά. Οι γκαζιέρες αυτές αποσύρθηκαν από την αγορά γρήγορα διότι μάλλον είχαν συμβεί παρόμοια δυστυχήματα και αλλού.. Αποτέλεσμα το σπίτι σώθηκε αλλά εγώ από τη μια στιγμή στην άλλη έμεινα χωρίς βελέτζα, απαλλάχτηκα, ωστόσο, από το υπόλοιπο ενοίκιο της χρονιάς, δηλαδή 30 δραχμές το μήνα. Ίσως το ποσό φαντάζει μηδαμινό , αλλά για την εποχή εκείνη ήταν σημαντικό. Κυκλοφορούσαν οι δεκάρες και τα πέντε λεπτά ( μία δραχμή = 10 δεκάρες ή εκατό λεπτά.)

Και κάπως έτσι πέρασαν τα γυμνασιακά μου χρόνια, ήρθαν τα φοιτητικά, πέρασαν και αυτά, αλλά πέρασε και η ξενοιασιά της νιότης, της γλυκιάς αυτής ηλικίας που μας συντροφεύει σε όλη μας τη ζωή.-

Κωνσταντίνος Γαλλής



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.

Ο διαχειριστής