Μπορεί να πέρασαν κάποια χρόνια από τότε που έφυγε ο αγαπημένος μου πρωτοξάδελφος Θόδωρος αλλά η καρδιά αρνείται να ξεχάσει.
Το φέρνει από δω το φέρνει από κει πάλι εκεί γυρίζει. Και αν η καρδιά αρνείται να ξεχάσει, προς Θεού μην προσπαθήσετε να την πιέσετε.
Η καρδιά έχει τις δικές της αρχές και δεν τις παραβαίνει ποτέ, δεν είναι σαν τη λογική που σε παροτρύνει να ξεχάσεις, να πας παρακάτω, έλα ξεκόλλα, τελείωνε, πάγαινε παρακάτω, πάει αυτός, φρόντισε τον εαυτό σου. Όχι, η καρδιά δίνεται ολοκληρωτικά, ή αγαπάει ή δεν αγαπάει, μέση λύση δεν χωράει.
Για τους λόγους αυτούς το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Θεόδωρο Γεωργίου Γκαρέλη και επειδή ήταν τσελιγκόπουλο, θα αρχίσω από τα τσελιγκόπουλα και μην με ρωτήσετε γιατί, είπαμε η καρδιά!
Τα τσελιγκόπουλα κατείχαν ιδιαίτερη θέση στο τσελιγκάτο, ήταν τα παιδιά του τσέλιγκα, ήταν αγαπητά από όλα τα μέλη του συναφιού, μικρούς και μεγάλους, ιδιαίτερα η τσελιγκοπούλα και από κοντά και το τσελιγκόπουλο. Τυχερός όποιος γίνονταν γαμπρός του τσέλιγκα και τυχερή και η εκλεκτή της καρδιάς του τσελιγκόπουλου. Ευτυχής όποιος συμπεθέριαζε με τον τσέλιγκα, ανέβαινε σε εκτίμηση ο συμπέθερος, ήταν δακτυλοδεικτούμενος.
Τσελιγκόπουλο λοιπόν ο Θόδωρος Γκαρέλης, και μάλιστα όχι οποιουδήποτε τσέλιγκα, ο πατέρας του ήταν ο ξακουστός Γεώργιος Κωνσταντίνου Γκαρέλης, ο τσέλιγκας που μαζί με τον Πολύζο, τον Ράπτη και κάποιους άλλους, που δυστυχώς μου διαφεύγουν τα ονόματά τους, εκπροσωπούσαν τους Σαρακατσάνους στις αρχές του κέντρου και όπου αλλού το καλούσαν οι περιστάσεις.
Βέβαια δεν ήταν εκλεγμένοι από κανένα εκλεκτορικό σώμα, ωστόσο κανείς Σαρακατσάνος δεν διανοήθηκε ποτέ να τους αμφισβητήσει, ούτε έφερε τις όποιες αντιρρήσεις, είχαν καθολική αποδοχή. Όλοι στο συνάφι μας τους αποδέχονταν, τους εκτιμούσαν και τους σέβονταν.
Βρέθηκα πέρυσι στη Ζωοδόχο Πηγή, ένα εκκλησάκι στο μέσο της παλιάς διαδρομής Βέροιας – Κοζάνης, όπου είχα την τύχη να γνωριστώ με έναν κτηνοτρόφο που ξεκαλοκαίριαζε τα κοπάδια του στα υπερκείμενα υψώματα του Βερμίου. Και δεν είχε και λίγα, μόνο οι αρνάδες αριθμούσαν γύρω στα 300 κεφάλια, δηλαδή σύνολο πάνω από 1500 ζωντανά. Κατά την κουβέντα μας με μένα συνεχώς να ρωτάω και ο Σουλιώτης (είναι το επίθετο του προβατάρη) να απαντά, ανέφερε και το όνομα του Γιώργου Γκαρέλη. Ξαφνιάστηκα και ζήτησα πρόσθετες πληροφορίες.
- Καλά τον γνώρισες τον Γιώργο Γκαρέλη, ξέρεις ήταν αδελφός της μάνας μου.
- Σουλιώτης: Καλά τώρα, ποιος δεν ήξερε το Γιώργο, ένας ήταν και μοναδικός.
- Εδώ είναι αλήθεια ένιωσα περισσή υπερηφάνεια, σαν κούρκος που φουσκώνει τα φτερά του.
Ως τσελιγκόπουλο ο Θόδωρος έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τους ανθρώπους του τσελιγκάτου, άσε που σαν χαρακτήρας ήταν αγαπητός και έπιανε φιλίες με όλους. Ήταν επικοινωνιακός, όπου και αν βρισκόταν δικτυώνονταν αμέσως, τις επιδίωκε τις γνωριμίες, κάτι, που όπως θα δούμε παρακάτω, τον βοήθησε να γίνει πρόεδρος στο χωριό μας.
Για μένα ήταν ο αγαπημένος μου εξάδελφος, ήταν ο Λάκος, έτσι τον προσφωνούσα μέχρι που τελειώσαμε το δημοτικό.
Για τον Λάκο εγώ ήμουν ο Γαλίτσας.
Και το παράξενο έτσι μας προσφωνούσαν και οι μεγάλοι.
Ήμασταν συνομήλικοι, με περνούσε ένα εξάμηνο περίπου.
Με λίγα λόγια μεγαλώσαμε μαζί, παίζαμε στην ίδια αυλή, μαλώναμε, αγαπιόμασταν και πάντοτε ο ένας πίσω από τον άλλο, αχώριστοι. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια στα βουνά, στο καλύβι μας πηγαίναμε μόνο για φαγητό και ύπνο. Παιγνίδι ατελείωτο, στη βρύση του Ιμπιλί για ξεδίψασμα και παίξιμο με το νερό, στις παρακείμενες οξιές για ξούκερα (είναι ο καρπός της οξιάς, που ψημένος είναι αρκετά νόστιμος), στο ρέμα με τις γκορτσιές για γκόρτσα και τελειωμό δεν είχαμε. Μέχρι και πατάτες κλέψαμε, μιμούμενοι προς τούτο τους μεγαλύτερους που έδειχναν κάποια προτίμηση στο σπορ. Βέβαια αυτοί που είχαν καλές επιδόσεις στην κλεψιά ήταν, ευτυχώς, λίγοι.
Αυτό δεν μας εμπόδιζε να τους μιμηθούμε.
Το πολύ το βράδυ κατά το μάζωμα της οικογένειας στο καλύβι να μας μάλωναν και όλα τελείωναν εκεί. Αντιλαμβάνονταν ότι το παράδειγμα και τρόπον τινά το φταίξιμο το είχανε οι μεγάλοι, τα παιδιά ακολουθούσαν.
Ο Λάκος είχε την ατυχία να χάσει τη μάνα του, τη Χρυσούλα (Χρυσή) Κατσαρού, πολύ μικρός. Ίσως να μην την θυμούνταν καθόλου.
Ήταν το μοναδικό παιδί από την πρώτη γυναίκα του μπάρμπα Γιώργου, ο οποίος ξαναπαντρεύτηκε μια ανιψιά του πατέρα μου από την οικογένεια Τέγου με την οποία απέκτησαν άλλα πέντε παιδιά (Ευάγγελο, Ιωάννη, Ελευθερία, Σωκράτη και Δήμητρα)
Οι δρόμοι μας χώρισαν όταν ήλθε ο καιρός να πάμε στο γυμνάσιο.
Ο Θόδωρος έφυγε για τη Θεσσαλονίκη και εγώ για την Καρδίτσα.
Αργότερα ήλθε και ο Θόδωρος στην Καρδίτσα και κατά αυτόν τον τρόπο ξανασμίξαμε στο ίδιο σχολειό, αλλά η απόσταση μεταξύ μας άρχισε να μεγαλώνει, τίποτα δεν ήταν σαν πρώτα, ακόμη και τα ενδιαφέροντά μας διαφοροποιήθηκαν. Ο Θόδωρος εγγράφεται σε μια νεολαία που φορούσε μπλε ρούχα, άσπρο περιλαίμιο, ζώνη άσπρη και που τον έχανες που τον έβρισκες εκεί προσηλωμένος Αγαπούσε πολύ τη νεολαία αυτή και κατά τις Εθνικές Γιορτές παρήλαυναν ξεχωριστά εν είδη στρατιωτικής μονάδας και γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού και χειροκροτημάτων, κάτι που, πρέπει να το ομολογήσω, ξύπνησε τη ζήλεια μου.
Η νεολαία αυτή ήταν κατάλοιπο της δικτατορίας Μεταξά.
Με την αποφοίτησή μας από το γυμνάσιο χώρισαν οριστικά οι δρόμοι μας.
Ο Θόδωρος έμεινε στα κτήματα του πατέρα του όπου διακρίθηκε για την αξιοσύνη του και ιδιαίτερα τις επιδόσεις του στα μηχανήματα. Αγόρασε όλα τα απαραίτητα γεωργικά μηχανήματα, ακόμα και αλωνιστική μηχανή (πατόζα) και κυκλοφορούσε με ένα τζιπ, πράγμα σπάνιο για την εποχή.
Ήταν ανυπότακτος και έκανε του κεφαλιού του.
Ήταν τολμηρός, έπαιρνε ρίσκα, δεν φοβόταν τη ζωή και τις πιθανές αποτυχίες.
Έκανε και άλλες δουλειές πέραν των κτημάτων του.
Είχε γνωριμίες παντού όπου και αν πήγαινε, λειτούργησε το επικοινωνιακό του χάρισμα.
Η παρέα ήταν στον τρόπο ζωής του:
- Καλώς το Θόδωρο, κάτσε, τι θα πεις;
- Ο,τι πίνετε και σεις.
Αυτή του η αδυναμία ίσως να συνετέλεσε και στον πρόωρο χαμό του το 2009...ήταν 74 ετών.
Αιωνία η μνήμη του.
Αγάπησε μια κοπέλα από γειτονικό χωριό την Ιτέα, την όμορφη Ευγενία (Μακρή)
Οι δικοί της πρέπει να είχαν αντίρρηση, ωστόσο τίποτα δεν μπόρεσε να τους σταματήσει και τελικά κλέφτηκαν και παντρεύτηκαν, λειτούργησε ο κανόνας: αν θέλει η νύφη και ο γαμβρός, τύφλα να΄χει ο πεθερός.
Παντρεύτηκε το 1963 και απέκτησε δύο θαυμάσια παιδιά, που πήραν τα ονόματα, ως συνήθως, του παππού και της γιαγιάς από την πλευρά του πατέρα.
Γεώργιος και Χρυσούλα.
Και οι δύο ζευγάρωσαν με παιδιά από την εκλεκτή ράτσα των Καραγκούνηδων με οδηγό πάντα την καρδιά τους (πάλι η καρδιά αποφασίζει), κατά το πρότυπο του πατέρα.
Βλέπετε συνήθως οδηγοί των παιδιών είναι οι γονείς, είναι αυτό που λέμε το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει.
Ο Θόδωρος έζησε όλα τα χρόνια στον Πέτρινο, οι χωριανοί μας τον τίμησαν με το αξίωμα του προέδρου της κοινότητας για δυο τετραετίες και δεν τους διέψευσε.
Μερίμνησε και πέτυχε την άρδευση των κτημάτων του χωριού. Ασφαλτόστρωσε τον δρόμο Ιτέα - Πέτρινο. Έφτιαξε τους δρόμους μέσα στο χωριό, και άλλα πολλά έργα που οι συγχωριανοί του γνωρίζουν.
Ήταν ανήσυχο πνεύμα και προσέφερε πολλά στο χωριό.
Δεν αρνούνταν τις υπηρεσίες του σε κανέναν.
Ανυπότακτος και δίκαιος με όλους
Αυτός ήταν ο Θόδωρος Γκαρέλης
Κωνσταντίνος Γαλλής
Το φέρνει από δω το φέρνει από κει πάλι εκεί γυρίζει. Και αν η καρδιά αρνείται να ξεχάσει, προς Θεού μην προσπαθήσετε να την πιέσετε.
Η καρδιά έχει τις δικές της αρχές και δεν τις παραβαίνει ποτέ, δεν είναι σαν τη λογική που σε παροτρύνει να ξεχάσεις, να πας παρακάτω, έλα ξεκόλλα, τελείωνε, πάγαινε παρακάτω, πάει αυτός, φρόντισε τον εαυτό σου. Όχι, η καρδιά δίνεται ολοκληρωτικά, ή αγαπάει ή δεν αγαπάει, μέση λύση δεν χωράει.
Για τους λόγους αυτούς το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Θεόδωρο Γεωργίου Γκαρέλη και επειδή ήταν τσελιγκόπουλο, θα αρχίσω από τα τσελιγκόπουλα και μην με ρωτήσετε γιατί, είπαμε η καρδιά!
Τα τσελιγκόπουλα κατείχαν ιδιαίτερη θέση στο τσελιγκάτο, ήταν τα παιδιά του τσέλιγκα, ήταν αγαπητά από όλα τα μέλη του συναφιού, μικρούς και μεγάλους, ιδιαίτερα η τσελιγκοπούλα και από κοντά και το τσελιγκόπουλο. Τυχερός όποιος γίνονταν γαμπρός του τσέλιγκα και τυχερή και η εκλεκτή της καρδιάς του τσελιγκόπουλου. Ευτυχής όποιος συμπεθέριαζε με τον τσέλιγκα, ανέβαινε σε εκτίμηση ο συμπέθερος, ήταν δακτυλοδεικτούμενος.
Τσελιγκόπουλο λοιπόν ο Θόδωρος Γκαρέλης, και μάλιστα όχι οποιουδήποτε τσέλιγκα, ο πατέρας του ήταν ο ξακουστός Γεώργιος Κωνσταντίνου Γκαρέλης, ο τσέλιγκας που μαζί με τον Πολύζο, τον Ράπτη και κάποιους άλλους, που δυστυχώς μου διαφεύγουν τα ονόματά τους, εκπροσωπούσαν τους Σαρακατσάνους στις αρχές του κέντρου και όπου αλλού το καλούσαν οι περιστάσεις.
Βέβαια δεν ήταν εκλεγμένοι από κανένα εκλεκτορικό σώμα, ωστόσο κανείς Σαρακατσάνος δεν διανοήθηκε ποτέ να τους αμφισβητήσει, ούτε έφερε τις όποιες αντιρρήσεις, είχαν καθολική αποδοχή. Όλοι στο συνάφι μας τους αποδέχονταν, τους εκτιμούσαν και τους σέβονταν.
Βρέθηκα πέρυσι στη Ζωοδόχο Πηγή, ένα εκκλησάκι στο μέσο της παλιάς διαδρομής Βέροιας – Κοζάνης, όπου είχα την τύχη να γνωριστώ με έναν κτηνοτρόφο που ξεκαλοκαίριαζε τα κοπάδια του στα υπερκείμενα υψώματα του Βερμίου. Και δεν είχε και λίγα, μόνο οι αρνάδες αριθμούσαν γύρω στα 300 κεφάλια, δηλαδή σύνολο πάνω από 1500 ζωντανά. Κατά την κουβέντα μας με μένα συνεχώς να ρωτάω και ο Σουλιώτης (είναι το επίθετο του προβατάρη) να απαντά, ανέφερε και το όνομα του Γιώργου Γκαρέλη. Ξαφνιάστηκα και ζήτησα πρόσθετες πληροφορίες.
- Καλά τον γνώρισες τον Γιώργο Γκαρέλη, ξέρεις ήταν αδελφός της μάνας μου.
- Σουλιώτης: Καλά τώρα, ποιος δεν ήξερε το Γιώργο, ένας ήταν και μοναδικός.
- Εδώ είναι αλήθεια ένιωσα περισσή υπερηφάνεια, σαν κούρκος που φουσκώνει τα φτερά του.
Ως τσελιγκόπουλο ο Θόδωρος έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τους ανθρώπους του τσελιγκάτου, άσε που σαν χαρακτήρας ήταν αγαπητός και έπιανε φιλίες με όλους. Ήταν επικοινωνιακός, όπου και αν βρισκόταν δικτυώνονταν αμέσως, τις επιδίωκε τις γνωριμίες, κάτι, που όπως θα δούμε παρακάτω, τον βοήθησε να γίνει πρόεδρος στο χωριό μας.
Για μένα ήταν ο αγαπημένος μου εξάδελφος, ήταν ο Λάκος, έτσι τον προσφωνούσα μέχρι που τελειώσαμε το δημοτικό.
Για τον Λάκο εγώ ήμουν ο Γαλίτσας.
Και το παράξενο έτσι μας προσφωνούσαν και οι μεγάλοι.
Ήμασταν συνομήλικοι, με περνούσε ένα εξάμηνο περίπου.
Με λίγα λόγια μεγαλώσαμε μαζί, παίζαμε στην ίδια αυλή, μαλώναμε, αγαπιόμασταν και πάντοτε ο ένας πίσω από τον άλλο, αχώριστοι. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια στα βουνά, στο καλύβι μας πηγαίναμε μόνο για φαγητό και ύπνο. Παιγνίδι ατελείωτο, στη βρύση του Ιμπιλί για ξεδίψασμα και παίξιμο με το νερό, στις παρακείμενες οξιές για ξούκερα (είναι ο καρπός της οξιάς, που ψημένος είναι αρκετά νόστιμος), στο ρέμα με τις γκορτσιές για γκόρτσα και τελειωμό δεν είχαμε. Μέχρι και πατάτες κλέψαμε, μιμούμενοι προς τούτο τους μεγαλύτερους που έδειχναν κάποια προτίμηση στο σπορ. Βέβαια αυτοί που είχαν καλές επιδόσεις στην κλεψιά ήταν, ευτυχώς, λίγοι.
Αυτό δεν μας εμπόδιζε να τους μιμηθούμε.
Το πολύ το βράδυ κατά το μάζωμα της οικογένειας στο καλύβι να μας μάλωναν και όλα τελείωναν εκεί. Αντιλαμβάνονταν ότι το παράδειγμα και τρόπον τινά το φταίξιμο το είχανε οι μεγάλοι, τα παιδιά ακολουθούσαν.
Ο Λάκος είχε την ατυχία να χάσει τη μάνα του, τη Χρυσούλα (Χρυσή) Κατσαρού, πολύ μικρός. Ίσως να μην την θυμούνταν καθόλου.
Ήταν το μοναδικό παιδί από την πρώτη γυναίκα του μπάρμπα Γιώργου, ο οποίος ξαναπαντρεύτηκε μια ανιψιά του πατέρα μου από την οικογένεια Τέγου με την οποία απέκτησαν άλλα πέντε παιδιά (Ευάγγελο, Ιωάννη, Ελευθερία, Σωκράτη και Δήμητρα)
Οι δρόμοι μας χώρισαν όταν ήλθε ο καιρός να πάμε στο γυμνάσιο.
Ο Θόδωρος έφυγε για τη Θεσσαλονίκη και εγώ για την Καρδίτσα.
Αργότερα ήλθε και ο Θόδωρος στην Καρδίτσα και κατά αυτόν τον τρόπο ξανασμίξαμε στο ίδιο σχολειό, αλλά η απόσταση μεταξύ μας άρχισε να μεγαλώνει, τίποτα δεν ήταν σαν πρώτα, ακόμη και τα ενδιαφέροντά μας διαφοροποιήθηκαν. Ο Θόδωρος εγγράφεται σε μια νεολαία που φορούσε μπλε ρούχα, άσπρο περιλαίμιο, ζώνη άσπρη και που τον έχανες που τον έβρισκες εκεί προσηλωμένος Αγαπούσε πολύ τη νεολαία αυτή και κατά τις Εθνικές Γιορτές παρήλαυναν ξεχωριστά εν είδη στρατιωτικής μονάδας και γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού και χειροκροτημάτων, κάτι που, πρέπει να το ομολογήσω, ξύπνησε τη ζήλεια μου.
Η νεολαία αυτή ήταν κατάλοιπο της δικτατορίας Μεταξά.
Με την αποφοίτησή μας από το γυμνάσιο χώρισαν οριστικά οι δρόμοι μας.
Ο Θόδωρος έμεινε στα κτήματα του πατέρα του όπου διακρίθηκε για την αξιοσύνη του και ιδιαίτερα τις επιδόσεις του στα μηχανήματα. Αγόρασε όλα τα απαραίτητα γεωργικά μηχανήματα, ακόμα και αλωνιστική μηχανή (πατόζα) και κυκλοφορούσε με ένα τζιπ, πράγμα σπάνιο για την εποχή.
Ήταν ανυπότακτος και έκανε του κεφαλιού του.
Ήταν τολμηρός, έπαιρνε ρίσκα, δεν φοβόταν τη ζωή και τις πιθανές αποτυχίες.
Έκανε και άλλες δουλειές πέραν των κτημάτων του.
Είχε γνωριμίες παντού όπου και αν πήγαινε, λειτούργησε το επικοινωνιακό του χάρισμα.
Η παρέα ήταν στον τρόπο ζωής του:
- Καλώς το Θόδωρο, κάτσε, τι θα πεις;
- Ο,τι πίνετε και σεις.
Αυτή του η αδυναμία ίσως να συνετέλεσε και στον πρόωρο χαμό του το 2009...ήταν 74 ετών.
Αιωνία η μνήμη του.
Αγάπησε μια κοπέλα από γειτονικό χωριό την Ιτέα, την όμορφη Ευγενία (Μακρή)
Οι δικοί της πρέπει να είχαν αντίρρηση, ωστόσο τίποτα δεν μπόρεσε να τους σταματήσει και τελικά κλέφτηκαν και παντρεύτηκαν, λειτούργησε ο κανόνας: αν θέλει η νύφη και ο γαμβρός, τύφλα να΄χει ο πεθερός.
Παντρεύτηκε το 1963 και απέκτησε δύο θαυμάσια παιδιά, που πήραν τα ονόματα, ως συνήθως, του παππού και της γιαγιάς από την πλευρά του πατέρα.
Γεώργιος και Χρυσούλα.
Και οι δύο ζευγάρωσαν με παιδιά από την εκλεκτή ράτσα των Καραγκούνηδων με οδηγό πάντα την καρδιά τους (πάλι η καρδιά αποφασίζει), κατά το πρότυπο του πατέρα.
Βλέπετε συνήθως οδηγοί των παιδιών είναι οι γονείς, είναι αυτό που λέμε το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει.
Ο Θόδωρος έζησε όλα τα χρόνια στον Πέτρινο, οι χωριανοί μας τον τίμησαν με το αξίωμα του προέδρου της κοινότητας για δυο τετραετίες και δεν τους διέψευσε.
Μερίμνησε και πέτυχε την άρδευση των κτημάτων του χωριού. Ασφαλτόστρωσε τον δρόμο Ιτέα - Πέτρινο. Έφτιαξε τους δρόμους μέσα στο χωριό, και άλλα πολλά έργα που οι συγχωριανοί του γνωρίζουν.
Ήταν ανήσυχο πνεύμα και προσέφερε πολλά στο χωριό.
Δεν αρνούνταν τις υπηρεσίες του σε κανέναν.
Ανυπότακτος και δίκαιος με όλους
Αυτός ήταν ο Θόδωρος Γκαρέλης
Κωνσταντίνος Γαλλής
Ο Θοδωρής ο Γκαρέλης ήταν ένας πραγματικός τζέντλεμαν ! Τον θυμάμαι να συνοδεύει την Ευγενία για πρόβα στη μάνα μου και όλοι θαυμάζαμε το υπέροχο αυτό ζευγάρι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚωνσταντίνε ήταν μεγαλύτερος από μένα και παρέα έκανα με τα αδέλφια του που αναφέρεις, έφυγα μικρός και δεν γνωρίζω πολλά, στην Αθήνα συναντιωμασταν, ώρες καθόμασταν κοντά στην ομόνοια, τα λέγαμε, με εκτιμούσε και τον εκτιμούσα, έμεινε στο Μπάγκειο Ξενοδοχείο συνήθως στην ομόνοια
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμνήσεις κσι δικές μου κουμπάρος μας ο Θοδωρος και νονός του μεγάλου αδερφού μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ ρε θείε τι ωραία τα τοποθετείς.... Γνωστά Κ για μένα όλα αυτά... Όχι ξάδερφος, κολλητοί με τον πατέρα μου.. Όπως εσύ... Κ ο μεγάλος έρωτας με τη θεία Ευγενία την εξαίρετη αυτή γυναίκα. Κ όλα όσα αναφέρθηκες....!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα συμπληρώσω,Ο Θόδωρος, ήταν ελεύθερος άνθρωπος. Και από κουβέντες φίλων μου μαθαίνω πως κ τα παιδιά του έτσι είναι. Για λίγα λεπτά, πριν 2,3 χρόνια, στο καφενείο του Βαγγέλη Κουλιου, γνώρισα τον γιο του, νομίζω Γιώργος ήταν το όνομα του. Λες και μιλούσα με τον πατέρα του...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπούσε με τον τρόπο του ο πεθερός μου...και την αγάπη του στην έδειχνε με κάθε τρόπο και όχι με λόγια αλλά και πράξεις, περήφανος άνθρωπος και ντόμπρος, ελεύθερο πνεύμα!
ΑπάντησηΔιαγραφή