Το δημοτικό σχολείο στο Πέτρινο Καρδίτσας ήταν μπροστά στη Εκκλησία σε ένα μονώροφο κτίριο. Εκεί μαζευόμασταν τις μέρες που είχε δάσκαλο το χωριό, γιατί τον περισσότερο καιρό δεν είχε. Βλέπετε τα χρόνια του Δημοτικού συνέπεσαν με την ταραγμένη περίοδο 1941 – 1947 (41- 44 γερμανική και ιταλική κατοχή και 45 - 47 εμφύλιος σπαραγμός, ό,τι χειρότερο).
Μου είχε κάνει η μάνα μου ένα μάλλινο παντελόνι μέχρι τα γόνατα, κάλτσες μάλλινες που κάλυπταν το υπόλοιπο του ποδιού από τα γόνατα και κάτω, υποκάμισο χωρίς γιακά που κούμπωνε στο λαιμό, φανέλα πλεκτή στο χέρι που τη φορούσα κατάσαρκα, σακάκι μάλλινο στον αργαλειό και παπούτσια λαστιχένια που βρωμοκοπούσαν τις ζεστές μέρες του χρόνου.
Είχα και μια σάκα μάλλινη και λίγο στενή από ύφασμα αργαλειού που μόλις χωρούσε το αναγνωστικό, την πλάκα με το κοντύλι και ένα τετράδιο αριθμητικής.
Κάθε πρωί τις κρύες μέρες του χειμώνα παίρναμε και ένα ξύλο για τη σόμπα, ο δε μαθητής που ήταν φορτισμένος με το τάισμα του δασκάλου είχε τυλιγμένο σε μια καθαρή πετσέτα και το φαγητό του σε ποσότητα αρκετή για ολόκληρη την ημέρα.
Κάθε θρανίο χωρούσε λίγο στριμωχτά τρεις μαθητές. Στα πρώτα θρανία καθότανε τα πρωτέλια, ακολουθούσαν τα παιδιά της δεύτερης και τέλος τα μεγάλα παιδιά. Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων όλοι είμασταν σκυμμένοι και με κάτι σχολικό θα ασχολούμασταν. Ο δάσκαλος κανόνιζε ώστε με κάτι να ασχολούμαστε. Νεκρός χρόνος μέσα στην τάξη δεν υπήρχε για κανέναν.
Το σχολείο διέθετε στην κορυφή της στενόμακρης αίθουσας μια υπερυψωμένη έδρα, ένα τραπέζι με καρέκλα για το δάσκαλο και πίσω έναν μαυροπίνακα. Πάνω στο τραπέζι φιγουράριζε μια λεπτή βίτσα, συνήθως κρανίσια, απαραίτητη για την τάξη. Ο δάσκαλος πάντοτε την κρατούσε στο χέρι και την κουνούσε πέρα δώθε σαν να έλεγε εδώ είμαι και συχνά τη χρησιμοποιούσε. Κι εγώ τη δοκίμασα κάμποσες φορές.
Η αίθουσα του σχολείο μας γύρω γύρω ήταν γεμάτη Καπετάνιους του ΄21 με πρώτο και καλύτερο τον Κολοκοτρώνη, μετά τον Καραϊσκάκη και πλήθος άλλων. Όλοι με τις μουστάκες τους, τα μακριά μαλλιά, τις χτυπητές φουστανέλες οι στεριανοί και τις βράκες τους οι θαλασσόλυκοι. Δεν χόρταινα να τους καμαρώνω. Είχε και δυο τρεις γυναίκες, τη μία τη θυμάμαι ήταν η Μπουμπουλίνα.
Κάθε μαθητής υιοθετούσε και τον καπετάνιο του και καμάρωνε. Εγώ είχα διαλέξει τον Κατσαντώνη, γιατί ήταν ο εκλεκτός του συναφιού μας, βλέπετε ήταν σαρακατσάνικης καταγωγής.
Για να πάμε σχολείο το πρωί χτυπούσε η καμπάνα του χωριού και μετά ξεκινούσαμε. Ο δάσκαλος δεν μας άφηνε να πηγαίνουμε πριν από την καμπάνα. Με το που χτυπούσε η καμπάνα γέμιζαν τα σοκάκια του χωριού παιδιά παρέες- παρέες και καταλήγαμε στο προαύλιο όπου το ρίχναμε στο παιγνίδι
Στη συνέχεια έβγαινε ο δάσκαλος στο μπαλκονάκι του σχολείου και αυτόματα παίρναμε τη θέση μας στις γραμμές, ακολουθούσε η προσευχή απαγγέλλοντας το Πάτερ Ημών όλοι μαζί και υπό το άγρυπνο βλέμμα του κυρίου (δασκάλου) μπαίναμε στην τάξη από μια σκάλα στενή χωρίς κάγκελα, κάτι που ανάγκαζε το δάσκαλο να στέκεται στο μπαλκόνι για να ανεβαίνουμε σύριζα με τον τοίχο από το φόβο μην πέσει κανείς.
Ανέμελα και καλά χρόνια, ευτυχισμένα, όλο παιγνίδι, χρόνια χαραγμένα βαθιά στη μνήμη μου παρά τη φτώχια μας και το φόβο που είχε φωλιάσει σε μικρούς και μεγάλους. Να΄τανε να γυρίζαν πίσω!
Βέβαια ο φόβος ξεκινούσε από τους μεγάλους και διαχέονταν στη συνέχεια και στους μικρότερους. Ωστόσο τις φοβίες αυτές τις απορροφούσε η οικογενειακή θαλπωρή της πολυμελούς οικογένειας. Σπάνια την εποχή εκείνη οικογένεια να είχε ένα το πολύ δύο παιδιά, εκτός αν δεν έδινε ο Θεός, αλλά ο Θεός τα αγαπούσε τα παιδιά και τα έδινε απλόχερα. Όλοι είχανε τρία και περισσότερα παιδιά και μερικοί 5-6 και περισσότερα. Υπήρχε οικογένεια που είχε οκτώ παιδιά. Και να σκεφθείτε ότι το φαγητό ήταν λιγοστό: λαχανικά της μάνας γης, τραχανάς, τυράκι και βέβαια αλευράκι του Θεού. Είχες εξασφαλισμένο το αλευράκι ήσουν ευτυχής. Κύρια μέριμνα του καλού νοικοκύρη τότε ήταν να βάλει στο σπιτικό του ίσαμε με χίλιες οκάδες στάρι.
Είχες στάρι είχες και τραχανά, κανένα γαλακτοφόρο ζωντανό πάντοτε υπήρχε, λίγα πρόβατα ή γίδια, καμιά αγελαδίτσα και η ζωή κυλούσε όμορφα.
Οι εκδηλώσεις του σχολείου μας
Λιγοστές ήταν οι εκδηλώσεις μας και περιορίζονταν στις δύο Εθνικές γιορτές και βέβαια στον τακτικό εκκλησιασμό κάθε Κυριακή έστω και αν απουσίαζε ο δάσκαλος.
Τις Εθνικές γιορτές τις γιορτάζαμε με απαγγελία ποιημάτων στον προαύλιο χώρο του Σχολείου. Μας έδιδε ο κύριος ένα ποίημα, το αποστηθίζαμε καλά, κάναμε και μια – δυο πρόβες μέσα στην τάξη και περιχαρείς περιμέναμε τη μεγάλη μέρα. Και πράγματι στη συνείδησή μας οι δύο γιορτές, 28 Οκτωβρίου 1940 και 25 Μαρτίου 1821, είχαν ξεχωριστή θέση. Ανήμερα των γιορτών αυτών βάζαμε καθαρά ρούχα, δεν λέγω επίσημα γιατί δεν υπήρχαν, ή μάλλον υπήρχαν για τους ελάχιστους, και κατευθείαν για το Σχολείο μετά την δεύτερη καμπάνα, γιατί τις μέρες αυτές δεν χτυπούσε ιδιαίτερη καμπάνα όπως τις καθημερινές.
Μαζευόμασταν στο προαύλιο του σχολείου, μας έβαζε ο Δάσκαλος στη γραμμή και κατευθείαν στην Εκκλησία. Η θέση μας ήταν το αριστερό κλείτος και τελούσαμε υπό το άγρυπνο βλέμμα του Δασκάλου μας και του καντηναλάφτη, του μακαρίτη Όμηρου, ο οποίος με ένα μακρύ καλάμι ακουμπούσε διακριτικά όσους σιγομιλούσαν.
Η απαγγελία
Η απαγγελία γινότανε από το μπαλκονάκι του σχολίου. Καθότανε ο δάσκαλος στην άκρη του μπαλκονιού, εμείς όλοι μέσα στο σχολείο, μας φώναζε έναν έναν, απαγγέλαμε το ποίημά μας και πάλι μέσα. Στο προαύλιο χώρο ήταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού: γονείς, γιαγιάδες, παππούδες ,αδελφοί, αδελφές και τυχόν μουσαφίρηδες. Δεν προλαβαίναμε να τελειώσουμε το ποίημά μας και τα χειροκροτήματα έπεφταν βροχή! Και να εμείς να ξεχειλίζουμε από υπερηφάνεια με το χαμόγελο στα χείλη καμαρωτοί – καμαρωτοί, αλλά και όλοι χαμογελούσαν, γιατί όλοι είχαν εκεί τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Ο χορός των γυναικών
Κατά κανόνα μετά την απαγγελία των ποιημάτων ακολουθούσε ο χορός των παντρεμένων γυναικών και των ελεύθερων δεσποινίδων και γινότανε στο χοροστάσι λίγο παρακάτω από την Εκκλησιά, μπροστά στο καφενείο του χωριού, όπου οι γεροντότερες και οι γεροντότεροι καθότανε στις καρέκλες πίνοντας το ποτό τους, τα παιδιά γύρω – γύρω από το χοροστάσι και στη μέση ο μεγάλος ΧΟΡΟΣ. Και όταν λέμε χορός εννοούμε πάρα πολλές γυναίκες, πολύ πάνω από 30 – 40
Χορεύανε τραγουδώντας (δε θυμάμαι τα τραγούδια, ωστόσο μιλούσε για ρύζι και αμμουδιά. Αν κάτι σώζεται σε κάποια μνήμη, θα χρωστούσα χάρη να μας το θυμίσει) σε δύο στάσεις. Το άρχιζε η πρώτη στάση, το επαναλάμβανε η άλλη, με επικεφαλής πάντοτε τις γυναίκες που φορούσαν τις παραδοσιακές στολές, τις περίφημες Καραγκούνικες. Και τότε όλες οι μεγαλύτερες γυναίκες τις φύλαγαν τις στολές αυτές και τις φορούσαν τις επίσημες μέρες και τις Εθνικές γιορτές. Όμορφες στολές, ζηλευτές, τις θωρούσες και άνοιγε η καρδιά σου και οι Καραγκούνες που τις φορούσαν ψηλές και λιγνές με την στητή κορμοστασιά τους και την περίσσια χάρη. Όμορφη και ξεχωριστή η κοινωνία του χωριού μας τότε και τις μέρες αυτές τις χαιρότανε διπλά. Αλλά τώρα όλα αυτά αποτελούν μια γλυκιά ανάμνηση στη θύμηση των μεγαλύτερων.
Γαλλής Κωνσταντίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής