Απόσπασμα από ένα συγκλονιστικό κείμενο του
Σαράντου Καργάκου:
“Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ’ αδέρφια του πατέρα μου.
Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή.
Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του.
Η γιαγιά (βαθιά χριστιανική ψυχή) κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:
– Ο Θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!… Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό -σαν αγεράκι απαλό- μοιρολόι.
Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη.
Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν (αν θυμάμαι καλά) δύο χιλιάδες το «κεφάλι».
Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία.
- «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. Ήταν ετοιμοθάνατος· τον «κουράριζε» στον ʼγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.
- Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω…
Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:
- Να ’σαι συγχωρεμένος…
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’ έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης”.
Το θυμήθηκα διαβάζοντας ότι η οικογένεια του 19χρονου που σκοτώθηκε πέφτοντας από το τρόλλεϋ υπέβαλε μήνυση κατά τού οδηγού και τού ελεγκτή για “ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο”.
Σε μια υπόθεση με τραγική κατάληξη είναι ελάχιστα αυτά που μπορείς να πεις. Ιδίως όταν βρίσκονται ακόμα υπό διερεύνηση και υπό πραγματογνωμοσύνη οι συνθήκες του περιστατικού.
Όμως, ενώ μένει να διακριβώσει η έρευνα τον βαθμό της εμπλοκής τού ελεγκτή, προκαλεί απορία ποιος θεωρείται ότι μπορεί να υπήρξε ο δόλος του οδηγού και πώς εκδηλώθηκε.
Το μόνο λοιπόν που μπορείς να πει κανείς, προς το παρόν, είναι η διαπίστωση που αποδίδεται στον Κικέρωνα : Ω! Καιροί… Ω! Ήθη…!
ΙΙ. “Φιξ – Φύγεεε”
Σε πρόσφατους καιρούς, πριν οι κοινωνίες απορυθμιστούν από το νεοφιλελεύθερο δόγμα, πέρα από διαφορετικά ήθη, υπήρχαν και διαφορετικές πρακτικές προσεγγίσεις στις δημόσιες λειτουργίες.
Ενώ γενικά κάθε εξέλιξη θεωρείται καλοδεχούμενη και αναγκαία, ως προκύπτουσα από την τάση βελτίωσης των ανθρωπίνων, ο Αμερικανός διανοητής Christopher Lasch (1932-1994) είχε σημειώσει : “υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις που προωθούνται από κάποιους ως «πρόοδος», για δικό τους όφελος, με ελάχιστη μέριμνα για το κοινό καλό”.
Δεν θα εξετάσουμε όλα τα κοινωνικά πεδία. Αυτό όμως που απέδειξε η ζωή, προχθές δε με τραγικό τρόπο, είναι ότι στην Ελλάδα οι εξελίξεις στη λειτουργία των δημοσίων συγκοινωνιών υπήρξαν στη λάθος κατεύθυνση.
Από τότε που καθιερώθηκαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς συνοδεύονται από την τάση μιας μικρής μερίδας επιβατών να αποφύγουν την καταβολή εισιτηρίου, όχι μόνο στην Ελλάδα – παγκοσμίως. Οι ιθύνοντες λοιπόν, γνωρίζοντας την ανθρώπινη ψυχολογία, απλά έπαιρναν τα μέτρα τους ορίζοντας διαδικασίες που αποτρέπουν την δωρεάν μετακίνηση.
Και αυτό γίνεται μόνο με αυστηρό έλεγχο στο κρίσιμο σημείο, στην επιβίβαση. Γιατί αν ο επιβάτης περάσει από εκεί ανέλεγκτος, ιδίως στα οδικά μέσα που σταματούν κάθε τόσο, μετά υπεισέρχεται η παροιμία “παρ’ τ’ αυγό και κούρεφτο”.
Ταυτόχρονα, με τη διαδικασία αυτή, όταν άπαντες όφειλαν να πληρώσουν ενώπιον όλων, πετύχαιναν να διαμορφώσουν στο επιβατικό κοινό συνείδηση συμμόρφωσης με τη νομιμότητα, καθώς κάθε άλλη στάση ήταν αφενός πρακτικά αδύνατη αφετέρου ηθικά αξιόμεμπτη.
Σε κάθε λοιπόν οδικό μέσο μεταφοράς υπήρχε δίπλα στην μοναδική θύρα επιβίβασης ένα μικρό εκδοτήριο και αρμόδιος εισπράκτορας.
Ο εισπράκτορας :
Πρώτον, χορηγούσε εισιτήριο και ρέστα, με τη διαδικασία αυτή βέβαια να δημιουργεί συνωστισμό, ιδίως από αυτούς που σκόπιμα ήθελαν να “χαλάσουν” χαρτονομίσματα.
Δεύτερον, έκανε αναγγελία της επόμενης στάσης, ώστε οι επιβάτες να χτυπήσουν το κουδούνι εφόσον ήθελαν να αποβιβαστούν. “Αγγελοπούλου”, “Ζέρβα”, “Λυσσιατρείον”. Αυτό που σήμερα κάνει μαγνητοφωνημένα μια λάγνα φωνή στα μεγάφωνα του μετρό και οι Ασιάτες τουρίστες ακούγοντας νομίζουν ότι βρίσκονται στο Τόκιο : “Νεξτ στέησιον Κα-τε-χα-κι”.
Τρίτον, έκανε αυτό που δεν μπορεί να κάνει η λάγνα φωνή, πληροφορούσε τους επιβάτες που γνώριζαν πού ήθελαν να πάνε αλλά δεν γνώριζαν πού ακριβώς να κατέβουν, ποια στάση τούς βόλευε.
Τέταρτον, επειδή ήταν υπεύθυνος για τη θύρα επιβίβασης, όπως αντίστοιχα για την θύρα αποβίβασης ήταν ο οδηγός, έκλεινε τη θύρα μόλις είχαν επιβιβαστεί όλοι ενημερώνοντας τον οδηγό για να ξεκινήσει με το σύνθημα “Φύγεεε”, το οποίο με την μακρόσυρτη εκφορά ήταν σχεδόν το σήμα κατατεθέν του κλάδου – και το οποίο έδινε σε μαθητές αφορμή για πλάκες.
Παρένθεση : Κατά τις 9-10 το βράδυ, κύματα μαθητών ξεχύνονταν από τα φροντιστήρια του Κέντρου, κατευθύνονταν στις αφετηρίες για να γυρίσουν σπίτι και πλημμύριζαν τα λεωφορεία. Αυτοί που έπαιρναν, για παράδειγμα, τα λεωφορεία της Νέας Σμύρνης, τα οποία κατέβαιναν τη Συγγρού, συνεννοούνταν φτάνοντας στο ύψος του εργοστασίου Φιξ, όπου και η ομώνυμη στάση, και με το σύνθημα του “αρχηγού” ωρύονταν όλοι μαζί “Φιξ – Φύγεεε”, όπως θα ανακοίνωνε ο εισπράκτορας στην περίπτωση που δεν υπήρχε αποβιβαζόμενος στη συγκεκριμένη στάση. Σκορπώντας σύγχυση σε εισπράκτορα και οδηγό και πανικό σε καλοκάγαθες γιαγιάδες που άρχιζαν να φωνάζουν “όχι παιδιά – όχι παιδιά, εδώ κατεβαίνω!”.
Ο οδηγός οδηγούσε – και μόνον, με προφανή την ποιοτική διαφορά, από εκεί προέρχεται κατά πολύ η προτροπή “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν”. Ούτε ενημέρωνε για στάσεις, ούτε “έκοβε” εισιτήρια, ούτε ήλεγχε εάν κάποιος ακύρωσε το εισιτήριο. Γιατί ακούω διάφορους να εισηγούνται την θέσπιση ενός συστήματος όπου όλοι οι επιβιβαζόμενοι θα περνάνε από τον οδηγό, από τον οποίο θα προμηθεύονται το εισιτήριο. Καλό σύστημα για κωμόπολη στις Βαυαρικές ʼλπεις ή στον Μέλανα Δρυμό. Όχι για την Αθήνα. Οι οδηγοί λεωφορείων-τρόλλεϋ στην Αθήνα οφείλουν να είναι αποκλειστικά συγκεντρωμένοι στην οδήγηση καθώς αντιμετωπίζουν μια κυκλοφοριακή κόλαση ενώ χειρίζονται τεράστια οχήματα. Συνεχή “κλεισίματα” από ΙΧ, διπλά και τριπλά παρκαρίσματα που θέλουν παράκαμψη, μοτό που περνούν δίπλα σαν δαιμονισμένα, πεζοί που πετάγονται στο οδόστρωμα.
Και με το σύστημα του εισπράκτορα κάποιοι επιχειρούσαν και πολλές φορές πετύχαιναν, καλυπτόμενοι από τον συνωστισμό, να ξεφύγουν από την προσοχή του και να μετακινηθούν δωρεάν. Όμως η πολύ μεγάλη πλειοψηφία κατέβαλε εισιτήριο – καμμία σχέση με τη σημερινή πανδημία. Αλλά για τη σύλληψη αυτών των περιπτώσεων υπήρχαν οι ελεγκτές, οι οποίοι ήταν όλοι πάνω από 50-55 χρονών, όλοι πρώην εισπράκτορες πριν τη σύνταξη, με δεκαετίες εμπειρίας στην καθημερινή πρακτική των μετακινήσεων, οι πλέον διακεκριμένοι από ήθος και συμπεριφορά. Ήταν μειλίχιοι, σοβαροί και απέπνεαν σεβασμό. Σε περίπτωση μη ύπαρξης εισιτηρίου επέβαλαν πρόστιμο απλά το διπλό εισιτήριο. Ήταν υπάλληλοι που επέβλεπαν με συνείδηση την ομαλή λειτουργία του συστήματος, όχι ενδιαφερόμενοι να εισπράξουν “μπόνους”.
Παρομοίως, στον Ηλεκτρικό, όπου δεν υπήρχε εισπράκτορας αλλά κεντρικό εκδοτήριο, οι έλεγχοι από ελεγκτές ήταν συχνότατοι, με αποτέλεσμα οι επιβάτες νοιώθοντας υπό διαρκή “παρακολούθηση” να συμμορφώνονται.
Κι ύστερα ήρθε ο “εκσυγχρονισμός”, που πρώτα εξοβέλισε εισπράκτορες και ελεγκτές ως μόνιμους υπαλλήλους. Κουτιά για ρίψη του αντιτίμου του εισιτηρίου και πολλαπλές θύρες επιβίβασης-αποβίβασης για ταχύτητα, σε επιταγή ενός διαρκώς και επιταχυνόμενου ρυθμού ζωής. Αφού τα ταμεία των δημοσίων επιχειρήσεων συγκοινωνιών πλημμύρισαν από κουμπιά και μικροκέρματα, καθώς ακόμα και οι νόμιμοι απλά έριχναν ελάχιστο μέρος του αντιτίμου, αφού δημιουργήθηκαν τα αβυσσαλέα ελλείμματα, εισήχθηκε η εξωτερική προμήθεια και η εσωτερική ακύρωση του εισιτηρίου.
Και τότε ήρθαν οι λαθρομετανάστες. Που εκτός από την μόνιμη μυρωδιά που προσέδωσαν στα μέσα μαζικής μεταφοράς, καθιέρωσαν την οριστική δωρεάν μετακίνηση. Από την απειλή βίας ή χαρακτηρισμού ως “ρατσιστή” σταμάτησαν οι έλεγχοι και περιορίστηκαν στους συνήθεις ηλιθίους, ιθαγενείς, με αποτέλεσμα να μην πληρώνουν ούτε οι μισοί από τον αριθμό των πραγματικά μετακινουμένων. Και βέβαια να απαιτείται γι’ αυτό διαρκής αύξηση του εισιτηρίου – ώστε παράλληλα να καλύπτονται οι συνέπειες της κακοδιοίκησης από τους εκλεκτούς της πολιτικής τάξης. Ενώ για να αντιμετωπισθεί η ασυδοσία που τα ίδια τα μέτρα είχαν προκαλέσει, θεσπίστηκε εξοντωτικό πρόστιμο, πολλαπλάσιο του εισιτηρίου, το οποίο θα εισπραττόταν από περιστασιακούς ελεγκτές με ποσοστά, σαν τους τελώνες και σαν τους εισπράκτες φόρων επί Τουρκοκρατίας. Όλα αυτά για να μην δημιουργηθούν “καταραμένες” θέσεις εργασίας.
Μεγάλο ποσοστό και των ιθαγενών, από το πρότυπο των λαθρομεταναστών, από την οικονομική κρίση, από την διάχυτη ανομία που καθιέρωσε το ήθος μιας ψευδεπίγραφης “δημοκρατίας” από την Αριστερά, η οποία, ανώμαλη ψυχικά, θέλει να βλέπει στα πάντα “αντίσταση”, σταμάτησε να καταβάλλει εισιτήριο.
Ο θάνατος του 19χρονου ήταν το επιστέγασμα μιας εντελώς διαλυτικής νοοτροπίας στην κοινωνία και μιας εντελώς λανθασμένης λειτουργίας στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Υπάρχουν δυο κοσμοαντιλήψεις.
Η μία θεωρεί όλους τους ανθρώπους αθώους – “καλούς”, αν θέλετε- και αφήνει τα πάντα στη διακριτική τους ευχέρεια. Οι υποστηρικτές της συνήθως χαρακτηρίζονται “προοδευτικοί”.
Η άλλη θεωρεί όλους τους ανθρώπους εν δυνάμει ενόχους, οι οποίοι για να πράξουν το ορθό ή το τεθέν ως ορθό οφείλουν να βρίσκονται υπό διαρκή έλεγχο. Οι υποστηρικτές της συνήθως χαρακτηρίζονται “συντηρητικοί”.
Ούτε τα μεγαλύτερα πνεύματα που γέννησε η Ανθρωπότητα δεν μπόρεσαν να καταλήξουν αδιαμφισβήτητα, τι πραγματικά ισχύει για την ανθρώπινη φύση, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι χαρακτηρίζονται και από τα δύο στοιχεία. Αλλά αυτό που αποδείχθηκε είναι ότι μεταφορά προσώπων η οποία δεν ελέγχεται, δεν πληρώνεται.
Η Κυβέρνηση από τέτοια, απρόβλεπτα, περιστατικά αφενός κινδυνεύει πολιτικά αφετέρου οφείλει να ακούει “καμπανάκια” για μεταβολές.
Αν υπήρχε εισπράκτορας δεν θα υπήρχε ένας στο χώμα και δυο υπόδικοι.
Ας εξετάσει την επαναφορά ενός τέτοιου θεσμού, τροποποιημένο από τις δυνατότητες που δίνει σήμερα η τεχνολογία. Αλλοιώς, ας καθιερώσει την δωρεάν μεταφορά όλων με όλα τα μέσα, να ωφεληθεί και πολιτικά από την εξαγγελία του μέτρου. Γιατί αν περιμένει έσοδα από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, πλανάται.
Μετά τον θάνατο, από ‘δω και πέρα, με το υπάρχον σύστημα, ελάχιστοι θα εξακολουθήσουν να πληρώνουν εισιτήριο. Καθώς κανένας ελεγκτής δεν πρόκειται πλέον να διακινδυνεύσει να βρεθεί στη φυλακή.