Είναι αυτές που μεγάλωναν τα παιδιά επειδή οι γονείς τους δούλευαν.
Είναι αυτές που στερούνταν οτιδήποτε προκειμένου να μας ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία.
Είναι αυτές που όταν πέφταμε και κλαίγαμε πονούσαν πιο πολύ από εμάς και πάντα έβρισκαν τον τρόπο να μας παρηγορήσουν.
Είναι αυτές που έμπαιναν στη μέση για να μην φάμε εμείς το ξύλο αλλά εκείνες.
Είναι αυτές που έπαιρναν την ευθύνη για τις δικές μας ζαβολιές.
Αυτές που τους έβγαινε η ψυχή να μας ταΐσουν, που ήξεραν να ξεματιάζουν, που το μάτι τους ήταν άγρυπνο όταν παίζαμε στις πλατείες, που μας συμβούλευαν, που μας μαγείρευαν, που σκούπιζαν όλο το σπίτι, που σιδέρωναν, που έπλεναν στη σκάφη με μοσχοσάπουνο (στην οποία μας έκαναν και μπάνιο όταν είμασταν μωρά), που φρόντιζαν τα ζιπουνάκια μας να είναι άψογα, που έπλεκαν, που μας έλεγαν παραμύθια, που μας μάθαιναν προσευχές, που έραβαν με το ξύλινο αυγό και τις άπειρες βελόνες από το πανεράκι (κι ας μην έβλεπαν και τόσο καλά τελευταία) και κυρίως που μας αγαπούσαν με το μοναδικό είδος αγάπης δηλαδή χωρίς όρους.
Σε αυτές τις γιαγιάδες που είναι ίσως η πιο ζεστή ανάμνηση ίσως να άξιζε η τωρινή μας αγκαλιά, τώρα που καταλαβαίνουμε πόσο μας έχουν λείψει και πόσο τις αγαπάμε, τώρα που θα μπορούσαμε να τους προσφέρουμε εμείς, τώρα που έχουμε εμείς ανάγκη να κρύψουμε τα χέρια τους μέσα στα δικά μας…
Είναι αυτές που στερούνταν οτιδήποτε προκειμένου να μας ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία.
Είναι αυτές που όταν πέφταμε και κλαίγαμε πονούσαν πιο πολύ από εμάς και πάντα έβρισκαν τον τρόπο να μας παρηγορήσουν.
Είναι αυτές που έμπαιναν στη μέση για να μην φάμε εμείς το ξύλο αλλά εκείνες.
Είναι αυτές που έπαιρναν την ευθύνη για τις δικές μας ζαβολιές.
Αυτές που τους έβγαινε η ψυχή να μας ταΐσουν, που ήξεραν να ξεματιάζουν, που το μάτι τους ήταν άγρυπνο όταν παίζαμε στις πλατείες, που μας συμβούλευαν, που μας μαγείρευαν, που σκούπιζαν όλο το σπίτι, που σιδέρωναν, που έπλεναν στη σκάφη με μοσχοσάπουνο (στην οποία μας έκαναν και μπάνιο όταν είμασταν μωρά), που φρόντιζαν τα ζιπουνάκια μας να είναι άψογα, που έπλεκαν, που μας έλεγαν παραμύθια, που μας μάθαιναν προσευχές, που έραβαν με το ξύλινο αυγό και τις άπειρες βελόνες από το πανεράκι (κι ας μην έβλεπαν και τόσο καλά τελευταία) και κυρίως που μας αγαπούσαν με το μοναδικό είδος αγάπης δηλαδή χωρίς όρους.
Σε αυτές τις γιαγιάδες που είναι ίσως η πιο ζεστή ανάμνηση ίσως να άξιζε η τωρινή μας αγκαλιά, τώρα που καταλαβαίνουμε πόσο μας έχουν λείψει και πόσο τις αγαπάμε, τώρα που θα μπορούσαμε να τους προσφέρουμε εμείς, τώρα που έχουμε εμείς ανάγκη να κρύψουμε τα χέρια τους μέσα στα δικά μας…
Θελω τοσα να πω, κ παυλο για την αγαπημενη μου γιαγια κ δε βρισκω λεξεις..ηταν η γιαγια κουλα, η δικια μου γιαγια!!!εφυγε πολυ νωρις, ομως ακομα νιωθω το αγγιγμα της(τα χερια της παντα σκληρα, γεματα ροζους κ ξηρο το δερμα τους)οταν τη σκεφτομαι...ακουω τη φωνη της, να μας τραγουδαει, εμενα κ τη μεγαλη μου αδερφη...μαυρα ματια στο ποτηρι, γαλανα στο παραθυρι...δεν εχει φυγει, γιατι υπαρχει μεσα μας
ΑπάντησηΔιαγραφή!!!!με συγκινησε πολυ το αρθρο κ σας ευχαριστω πολυ, απο την καρδια μου..