Συνέχεια του πρώτου μέρους...
εδώ
Βλέποντας τους ταλαιπωρημένους Ιταλούς που είχαν κρυφτεί στ΄αμπέλι του να εκλιπαρούν για βοήθεια, ο παππούς
Βάιος Κουτσιούμπας αφού σκέφτηκε για λίγο, αποφάσισε να τους κρύψει στ΄αμπέλι του μέχρι να περάσει η μπόρα απ΄ τα ανελέητα κυνηγητά των Γερμανών.
Παρότι γνώριζε ότι οι Γερμανοί ήταν αμείλικτοι προς όσους βοηθούσαν τους πατριώτες η έκρυβαν Ιταλούς, και κινδύνευε όχι μόνον η δική του ζωή άλλα και όλης της οικογενείας του και των συγχωριανών του, έδειξε μεγαλοψυχία (όπως άλλωστε πολλοί Ελληνες) προς τους εχθρούς τους δηλαδή αυτούς που είχαν μπει σαν εισβολείς και κατακτητές στη χώρα του και τώρα ζητούσαν τον οίκτο του!
Είδε ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο να τους κρατήσει και τους δύο γι΄ αυτό κράτησε μόνο τον έναν τον
Umberto και τον βόλεψε στη "ντρακασιά" του, ένα μικρό διώροφο ξύλινο σπιτάκι φτιαγμένο με λισιές και χλωρίδια και το οποίο βρισκόταν στην άκρη του περιποιημένου αμπελιού του.
Τον άλλο Ιταλού τον Σπύρο, που το ιταλικό του όνομα ήταν
Josef και καταγόταν από την
Alessandria μια μικρή πόλη κοντά στο Torino και ο οποίος επισκέφτηκε κάνα δυο φορές τον Πέτρινο και τον γνώρισα και προσωπικά γιατί τον φιλοξένησε ο θείος μου ο
Βασίλης Κακάρας, τον έκρυψε ο παππούς
Γιώργος Κακάρας (που χάθηκε στον εμφύλιο) πατέρας του Βασίλη Κακάρα.
Έτσι λοιπόν οι δύο Ιταλοί δειλά-δειλά συμμετείχαν στις καθημερινές εργασίες στα χωράφια μαζί με τους υπόλοιπους συγχωριανούς και ποτέ κανείς Πετρινιώτης δεν τους κατέδωσε κι αυτό είναι προς τιμήν των συγχωριανών μας!
Πέρασαν τα χρόνια και κάπου εκεί κοντά στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, μετά από πενήντα και πλέον χρόνια απ το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου εμφανίστηκαν κάποιοι Ιταλοί στον Πέτρινο.
Ένα όμορφο Αυγουστιάτικο πρωινό καθόμουν στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού στον Πέτρινο και απολάμβανα το καφεδάκι με την οικογένειά μου όταν ήρθε και με φώναξε ο γείτονας
Βαγγέλης Κουτσιούμπας.
- Αποστόλη, εσύ που μιλάς ιταλικά, έλα λίγο στο σπίτι μου, ήρθαν κάτι Ιταλοί και δεν μπορώ να συννενοηθώ, μου λέει.
Πάω, που λέτε, στο σπίτι του Βαγγέλη και τι να δω!!
Ένα τσούρμο Ιταλοί, καμμια δεκαριά άτομα καθισμένοι στη βεράντα να μιλάνε φωναχτά.
Μόλις τους συστήθηκα στα ιταλικά με υποδέχτηκαν με ένα μακρόσυρτο ...
ωωωωωω finalmente un nostro! (επιτέλους ένας δικός μας ).
Αμέσως ο γηραιότερος απ την παρέα των Ιταλών σηκώθηκε όρθιος και με σταθερή φωνή μου συστήθηκε.
"Sono Umberto il soldato italiano" δηλαδή "είμαι ο Ουμπέρτο ο ο Ιταλός στρατιώτης" που του έσωσε τη ζωή ο Βάιος και ήρθα να τον ευχαριστήσω γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν φεύγει ποτέ απ' το μυαλό μου!
Είχε έρθει με τον γιο του, την κόρη του, τη νύφη, τον γαμπρό του και τα παιδιά τους δηλαδή τα εγγονάκια του για να δουν και να γνωρίσουν τους ανθρώπους που του έσωσαν τη ζωή!
Ο
Umberto καταγόταν απ το
Teramo μια μικρή πόλη της κεντρικής Ιταλίας πολύ κοντά στην
Perugia που σπούδασα εγώ και στην οποία έζησαν και άλλα παιδιά απ το χωριό, όπως η
Βαιτσα Κακάρα, η
Βαίτσα Τσίπρα και ο αείμνηστος
Ζήσης Καφάσης, αλλά που να ξέραμε ότι ήταν τόσο κοντά ο Umberto.
Oι Ιταλοί είχαν έρθει με ένα μεγάλο αυτοκινούμενο τροχόσπιτο από την Πάτρα και μέσω Αθηνών κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλία για να βρουν το χωριό
Petrino.
Eρχόμενοι απ τον Δομικό μόλις αντίκρισε τον απέραντο κάμπο ο Umberto ειπε..
''ειμαστε κοντά'' και φτάνοντας στους Σοφάδες ρώτησαν κάποιους που είναι Petrino? petrina? Petrinio? δεν θυμόταν καλά Τους είπαν να πάνε προς το χωριό Πετρίλια αλλά ενώ οι Ιταλοί κατευθυνόταν προς την Καρδίτσα φαίνεται ότι κάτι δεν άρεσε στον γέρο Umberto και φώναξε στον γιο του που οδηγούσε να σταματήσει.
"Ferma, Ferma! = Σταμάτα, Σταμάτα!
Το αμάξι σταμάτησε και ο γέρος πετάχτηκε έξω, σήκωσε ψηλά το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα λες και ήθελε να μυρίσει τον αέρα και να καταλάβει προς τα πού ήταν το χωριό που τον είχε κρύψει μέσα στον κόρφο του. Θυμήθηκε ότι το χωριό είχε πίσω του ένα βουνό και μπροστά του ένα ποτάμι. Απ το Δέλτα όπου βρισκόταν κοίταξε προσεκτικά γύρω του και είδε στο βάθος του ορίζοντα το βουνό "Dubroussi" να απλώνει τις καλλίγραμμες ράχες του. Σαν να φωτίστηκε το μυαλό του, τα θυμήθηκε όλα και αναφώνησε...
από 'δω! από 'δω! Εκεί πέρα είναι!
Πηγαίνοντας προς τη Λάρισα έβλεπε όλο και πιο κοντά το Βουνό κι όταν από μακρυά είδε τον Πέτρινο τον αναγνώρισε αμέσως όπως κείτονταν αγέρωχος και όμορφος στους πρόποδες του βουνού. Πέρασαν την Ιτέα και πλησιάζοντας στον Πέτρινο του φάνηκε γνώριμο το τοπίο, αναγνώρισε το μέρος που έζησε κρυμμένος απ τους Γερμανούς, ρίγησε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του καθώς του ήρθαν στο νου μνήμες και εικόνες ανεξίτηλες απ τα μαρτυρικά (όπως είπε) εκείνα χρόνια της νιότης του! Κοίταξε καλά, σχεδόν με λαχτάρα να βρει τα αμπέλια αλλά μάταια, τώρα όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του έβλεπε
cotone..cotone..cotone. (βαμπάκια, βαμπάκια, βαμπάκια).
Τώρα, είχε μια κρυφή ελπίδα στη καρδιά του, να δει τον ΒΑΙΟ και τη ΘΟΔΩΡΑ, να τους αγκαλιάσει και να τους πει ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν τους ξέχασε και γύρισε να τους πει '' EFKARISTO''! Στάθηκε τυχερός κατά το ήμισυ γιατί ο άνθρωπος στον οποίο όφειλε τη ζωή του, είχε φύγει απ τη ζωή δύο τρία χρόνια πριν και δεν πρόλαβε να τον χαιρετίσει. Πρόφτασε όμως να ξαναδεί τη γιαγιά ΘΟΔΩΡΑ και η χαρά του ήταν απερίγραπτη!
Η γιαγιά ΘΟΔΩΡΑ και ο Umberto καθόταν πλάι-πλάι και ''φιλογούσαν'' (διηγούνταν) ιστορίες από κείνα τα ''καταραμένα χρόνια'' και έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά, τόσο που μας παρασέρνανε κι εμάς τους υπόλοιπους απ τις συγκινητικές ιστορίες που μας περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια λες και έγιναν χτες !
Είχαν πέσει όλοι πάνω μου, να μου μιλάνε οι Ιταλοί να μεταφράζω στους συγχωριανούς μου και τούμπαλιν!
Ο
Umberto ήταν χείμαρρος, θυμόταν την κάθε στιγμή με λεπτομέρεια και μούλεγε πες κι αυτό..πες κι εκείνο....και κάθε τόσο φώναζε...
Βάιοοοο!!, Βάιοοοοο!! κι αγκαλιαζόταν με τη γιαγιά ΘΟΔΩΡΑ και έκλαιγαν με αναφιλητά και στα μάτια τους κυλούσαν ποτάμια δάκρυα, δάκρυα χαράς!
Μου ανέφερε ότι βοηθούσε πάρα πολύ στις δουλειές στα χωράφια αλλά και στο χτίσιμο αποθηκών κι άλλων μικροδουλιών ενώ μου περιέγραψε με μεγάλη συγκίνηση το σκάψιμο του πηγαδιού στην αυλή του σπιτιού και μου ανέφερε εμφανώς συγκινημένος ότι πολλές φορές όταν έρχονταν οι Γερμανοί για να ψάξουν για Ιταλούς τον έκρυψαν ακόμα και μέσα στο πηγάδι και του δώσανε ένα καλάμι για να παίρνει αέρα. Τόσο παραστατικός ήταν όταν περιέγραφε αυτό το περιστατικό που άρπαξε ένα μικρό ξύλο, το έφερε στο στόμα του και σχεδόν ξάπλωσε στο πάτωμα για να μας δείξει πως κρύφτηκε μέσα στο πηγάδι και πως ανέπνεε με το καλάμι που του χε δώσει ο Βάιος.
Τα παιδιά του ελεγαν...
''dai papa '' non fare cosi' (έλα μπαμπά, μην κάνεις έτσι) και σε μένα έλεγαν
''μη δίνεις σημασία ένας γέρος άνθρωπος είναι" και τότε ο παππούς Umberto νευρίασε και μου λέει....
"traduci tutto" = μετέφρασέ τα όλα .
''sono orgoglioso" = "ειμαι υπερήφανος" γι αυτά που πέρασα και έκανα.
Στις τρεις μέρες που έμειναν στο χωριό δεν παρέλειψε να επισκεφτεί και την εκκλησιά του χωριού τον Aη Δημήτρη για να προσκυνήσει και να ανάψουν ένα κερί στον Άγιο και τη Madonna (Παναγία) που τον φύλαξαν και που μια φορά τον κρύψανε για να σωθεί απ τους Γερμανούς.
Απ τις πολλές ιστορίες που αφηγήθηκε ο Ιταλός μία ήταν πραγματικά συγκλονιστική.
Μου ζητάει κάποια στιγμή να πω στον Μπάρμπα Μήτσο τον μεγαλύτερο αδερφό να μας δείξει τον καρπό του δεξιού χεριού, γιατί έχει ένα σημάδι από σπάσιμο, που το έπαθε από πέσιμο απ το κάρο όταν αφηνίασαν τα άλογα! Εξηγώ στον μπάρμπα Μήτσο τι μου είπε ο Umberto κι εκείνος μου λέει
''δεν έχω κανένα σημάδι, μάλλον δεν θυμάται καλά'' κι ο Umberto να επιμένει και να λέει παραστατικότατα σαν να ξαναζούσε το συμβάν.
.''κάρο ..γκαλαμπόκι...άλογκο..ντορί...φιντι ...ντρόμο.. Βαιουυ.. Bαιουυ...του πιντί ! του πιντί (δηλ το κάρο με καλαμπόκι φορτωμένο καθώς διέσχιζε το δρόμο κάποιο φίδι έκοψε το δρόμο, αφηνίασε το άλογο ο ντορής και έπεσε το παιδί ανάμεσα στις ρόδες και η γιαγιά φώναζε..
''του πιδί, του πιδί" δηλαδή να σωθεί το παιδί.
Τότε ο Umberto χύμηξε ανάμεσα στα αφηνιασμένα άλογα τ' άρπαξε απ τα χάμουρα, τα ακινητοποίησε και τράβηξε το παιδί πριν προλάβουν να το πάρουν από κάτω οι ρόδες του κάρου. Έτσι ο Ιταλός έσωσε το παιδί που γλίτωσε μόνο με κάποιες αμυχές και ένα σκίσιμο στον δεξί καρπό, σημάδι που φέρνει μέχρι σήμερα!
Κι ενώ ο Ιταλός συνεχίζει να αφηγείται πετάγεται ο μικρότερος αδερφός ο Βαγγέλης και λέει.
''εγώ έχω σημάδι στο χέρι μου"! Καλά θυμόταν λοιπόν ο Umberto, είχε δίκιο απλά δεν θυμόταν ποιο απ' τα παιδιά ήταν αυτό που κινδύνεψε και αγκαλιάζει πάλι τη γιαγιά θοδώρα και τον Βαγγέλη αυτή τη φορά κοιτώντας το χέρι του ταυτόχρονα για να βεβαιωθεί για το σημάδι και άντε πάλι κλάματα και ξανά συγκίνηση και χαρά, πολλή χαρά που ξαναείδε τους ανθρώπους που τον συμπεριφέρθηκαν σαν δικό τους...
Κλείνοντας την συγκλονιστική αυτή ιστορία αξίζει να αναφέρω τα τελευταία λόγια του Umberto.
Στρέφεται στα παιδιά και τα εγγόνια του, όρθιος με σοβαρότητα και υπερηφάνεια και λέει.. .
''Σας έφερα εδώ για να δείτε και να γνωρίσετε τους ανθρώπους, χάριν των οποίων εγώ κι εσείς σήμερα ζούμε, γιατί αν δεν ήταν αυτοί να με σώσουν ούτε εσείς όλοι τώρα θα είσασταν στη ζωή! Εfcaristo (ευχαριστώ είπε όχι grazie ) το Θεό που με αξίωσε να γυρίσω στον τόπο που με φιλοξένησε και να ξαναδώ τους καλούς αυτούς ανθρώπους που οχι μόνο μου έσωσαν τη ζωή αλλά με έκαναν να νιώσω δικός τους ! Τώρα μπορώ να πεθάνω!
Efcaristo !
YΓ Να αναφέρω, επίσης, ότι όλοι οι Ιταλοί έμειναν κατενθουσιαμένοι απ τη φιλοξενία της οικογένειας του Βαγγέλη Κουτσιούμπα που τους ξενάγησε και σ΄όλα τα αξιοθέατα της Θεσσαλίας και απ΄την οικοδέσποινα κυρία Γεωργία (la signora Giorgia την λέγανε οι Ιταλοί) τη σύζυγο του Βαγγέλη που περιποιήθηκε δεόντως τους μουσαφιραίους της με εξαίσια εδέσματα της Ελληνικής κουζίνας, φτιαγμένα με μεράκι απ τα χεράκια της.
Αποστόλης Θωμόπουλος