Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Δημήτριος Γεωργίου Γαλλής – Ελένη Δ. Γαλλή ( βιογραφία )

Το σημείωμα που ακολουθεί είναι γραμμένο για τους γονείς μου και την πορεία του, ωστόσο παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον διότι παρόμοια είναι η πορεία πολλών Σαρακατσαναίων, μια ζωή στη στράτα
.Αν αποφασίσετε να το διαβάσετε, οπλιστείτε με υπομονή, είναι μεγαλούτσικο.

Δημήτριος Γεωργίου Γαλλής – Ελένη Δ. Γαλλή  (βιογραφία )

Για τους Σαρακατσάνους ο Δημήτριος γινότανε Μήτσιος ή Μήτρος, ποτέ Δημήτρης ή Δημήτριος. Μήτσιος ο πατέρας μου και Λένη η μάνα μου, ούτε Λενάκι ή Λένω .

"Και ους ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω", έστω και μετά θάνατο. Για το λόγο αυτό το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται και στους δύο γονείς μου. Μακριά από μένα ο χωρισμός τους.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε κάπου μεταξύ Ρεντίνας και Φουρνάς Ευρυτανίας, όπου ξεκαλοκαίριαζαν τα πρόβατα. Τόπος κάποιο ξέφωτο κοντά σε μια βρύση, εκεί που έφτιαχναν τα καλύβια τους. Πού ακριβώς, δεν το γνωρίζω, αλλά μικρή σημασία έχει. Η μάνα μου επίσης στην ίδια οροσειρά της Πίνδου γεννήθηκε, κάπου στα Τζουμέρκα, κοντά στην Πύρα ή Τζιούρτζια ή Αγία Παρασκευή σήμερα. Η Τζιούρτζια είναι καθαρό βλαχοχώρι και οι κάτοικοί της αποκαλούνται Τζιουρτζιώτες και μιλούν ένα ξεχωριστό γλωσσικό ιδίωμα το οποίο έχει κάποιες διαφορές από το καθαρά βλάχικο ιδίωμα.   

Την εποχή εκείνη οι Σαρακατσάνες γεννούσαν τα παιδιά τους όπου τις έπιαναν οι πόνοι της γέννας. Κάπως έτσι γεννήθηκα κι εγώ μεταξύ Κλειδίου Ημαθίας και Τσεκουριών Βερμίου. Σε σχετική ερώτηση προς την μακαρίτισσα τη Μάνα μου, μου έδωσε την εξής απάντηση: γεννήθηκες στη στράτα προς τα βουνά, κάπου κοντά στη Βέροια.

Ο Μήτσιος Γεωργίου Γαλλής, πατέρας μου, γεννήθηκε το 1897 και γράφτηκε στα δημοτολόγια της Ρεντίνας Ευρυτανίας,ο δε πατέρας του Γεώργιος Γαλλής και παππούς μου γεννήθηκα μεταξύ 1840 και 1850. Η μάνα μου γεννήθηκε το 1896 και παρότι ήταν ή καλλίτερα θεωρούνταν ασθενικού χαρακτήρα πέθανε δύο χρόνια μετά τον πατέρα μου. ΄ένας 86 ετών η άλλη 89.

Ο παππούς μου από τον πατέρα μου, Γεώργιος Γαλλής, είχε οκτώ παιδιά: Τον Ηλία, τον Αθανάσιο ( σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία), τον Περικλή, την Πετρούλα, την Ελένη, το Δημήτριο (πατέρα μου ), τον Πέτρο και τον Κώστα, ο Θεός να τους αναπαύει.

Ο παππούς μου από τη μάνα μου, Θεόδωρος Γκαρέλης, είχε έξι παιδιά: τη Λένη, την Πρεσβεία, την Πένια ( Αρετή ), το Γιώργο, την Καλλιόπο ( Καλλιόπη ) και την Ευτυχία. Ο παππούς μου από τη μάνα μου, ο Θόδωρος Γκαρέλης ήταν ο τσέλιγκας των Γκαρελέων, μετά δε το θάνατό του τον διαδέχθηκε ο μπάρμπας μου ο Γιώργος, επίσης ξακουστός τσέλιγκας.

Ο παππούς μου από τον πατέρα μου, Γιώργος Γαλλής, επίσης  διατηρούσε δικό του τσελιγκάτο και μάλιστα αρκετά μεγάλο. Μέλη του, εκτός των Γαλλέων , οι Μπισμπιγιαννέοι και άλλοι που δεν γνωρίζω.

Ως χειμαδιά οι Γαλλέοι όσο διατηρούσε ο παππούς μου το τσελιγκάτο είχαν τα χαμηλώματα γύρω από το Σπερχειό ποταμό και εκείθεν τις παραλιακές εκτάσεις ανατολικά μέχρι και το νομό Μαγνησίας. Τους βρίσκουμε γύρω από τον Αλμυρό, στο Καρανταγλί , όπου και αγόρασαν ένα μεγάλο κτήμα, το οποίο στη συνέχεια το πούλησαν, άγνωστο για ποιους λόγους. 

Στη συνέχεια επιλέγουν ως καλοκαιριό τη Φτέρη Πιερίων, ενώ συνεχίζουν να ξεχειμωνιάζουν στην περιοχή του Αλμυρού. Εκεί στη Φτέρη το 1923 παντρεύεται και ο πατέρας μου την εκλεκτή της καρδιάς του, την Λένη Θεοδώρου Γκαρέλη, δηλαδή τι εκλεκτή, άλλοι αποφάσιζαν και δεν έπεσαν έξω, έζησαν μαζί 63 χρόνια, δεν θυμάμαι να μάλωσαν ποτέ και έφεραν στον κόσμο έξι παιδιά ( Νάσιο – Αθανάσιο _ Παναγιώτα, Μαργαρίτα-έφυγε-Ολυμπία, Κώστα και Γιώργο ). Καταγωγή των Γκαρελέων, όπως και σχεδόν όλων των Σαρακατσάνων, ήταν η οροσειρά της Πίνδου. Στη Μακεδονία ήλθαν μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.

 Οι Γκαρελέοι ξεκαλοκαίριαζαν τότε στα Τσεκούρια Βερμίου. Δηλαδή τα δύο τσελιγκάτα, των Γαλλέων και Γκαρελέων, τα χώριζε ένα ποτάμι, ο Αλιάκμονας ( λεπτομέρειες για το γάμο αυτό βρίσκονται σε σημείωμά μου υπό τον τίτλο: Ο γάμος των γονιών μου). Πάνω κάτω σε ευθεία απόσταση από τη Φτέρη έβλεπες τα Τσεκούρια, για να φθάσεις όμως χρειαζότανε μια καλοκαιρινή μέρα από χαράματα μέχρι σούρωπο με άλογο.

Στη Φτέρη δεν πρέπει να ξεκαλοκαίριασαν πάνω από δύο  τρία καλοκαίρια. Εγκαταλείπουν το καλοκαιριό αυτό και εγκαθίστανται στο βόρειο Όλυμπο, στον Κοκκινοπλό Ολύμπου. Εκεί αγοράζουν μια περιοχή και φτιάχνουν τα καλύβια τους . Γύρω από το 1930 επιλέγουν ως χειμαδιό τις Λίμνες Λαγκαδά ( Νυμφόπετρα) Ξεχειμωνιάζουν εκεί κάμποσους χειμώνες, φεύγοντας δε αφήνουν εκεί μέρος του τσελιγκάτου υπό  τον Κώστα Γαλλή, τον επονομαζόμενο γιατρό ( άγνωστο γιατί )

 Το καλοκαίρι του 1932 κάνει κολληγιά με το γαμπρό του Γιώργο  Θεοδώρου Γκαρέλη, εγκαταλείπει το τσελιγκάτο του πατέρα του και προσκολλιέται στο τσελιγκάτο των Γκαρελέων, οι οποίοι ξεχειμώνιαζαν στο Κλειδί Ημαθίας και τα καλοκαίρια έβγαιναν στα Τσεκούρια Βερμίου, τσέλιγκας του οποίου ήταν ο  Γιάννος Γκαρέλης. Το 1940 ο κουνιάδος του Γεώργιος Θεοδώρου Γκαρέλης ιδρύει δικό του τσελιγκάτο υπό τον όρο να προσχωρήσει σε αυτό και ο πατέρας μου. Τον όρο αυτό αποδέχεται και ο πατέρας μου. Η συμφωνία αυτή περιλάμβανε τον υποχρέωση ο πατέρας μου να αφήσει το μερίδιό του σε κτήμα στο Κλειδί και να πάρει ίσης κτηνοτροφικής αξίας μερίδιο στο κτήμα των Γκαρελέων στον Πέτρινο Καρδίτσας. Έτσι το 1940 με την ίδρυση του νέου τσελιγκάτου βρίσκονται στον Πέτρινο Καρδίτσας. Φκιάνουν τα καλύβια τους βορειοδυτικά του χωριού στην άκρη του κτήματός τους και ξεκινούν μια νέα ζωή, αλλά τα καλοκαίρια έβγαιναν πάλι στα Τσεκούρια Βερμίου. Εκεί αντάμωναν τα δύο τσελιγκάτα και η αντάμωση αυτή είχε κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το μοναδικό και συγκινητικό. Αντάμωναν στενοί συγγενείς  ύστερα από ένα εξάμηνο.

Οι μετακινήσεις από τα χειμαδιά προς τα καλοκαιριά γίνονταν με ζώα, τα περίφημα καραβάνια, η δε διαδρομή αυτή διαρκούσε κάτι παραπάνω από είκοσι μέρες.

Ο Πέτρινος έμελλε να είναι και η μόνιμη κατοικία ως προς τα χειμαδιά μέχρι σήμερα.

Με το τσελιγκάτο του μπάρμπα μου Γιώργου Γκαρέλη έζησε μαζί μέχρι το 1950.

Το 1950 γαμβρός και κουνιάδος χωρίζουν αγαπημένα. Μάλιστα το κτήμα το χωρίζουν με το «μάτι», έδωσαν τα χέρια και αυτό ήταν. Ούτε χαρτιά, ούτε συμβόλαια, ούτε περιττά έξοδα. Έδωσαν τα χέρια, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, αλλά πάλι δεν χώρισαν. Έμειναν αγαπημένοι μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος. Πρώτος έφυγε ο πατέρας μου στα 86 του χρόνια  και θυμάμαι στη κηδεία του ο μπάρμπας μου να μην μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ο μπάρμπας μου έφυγε στα 95 του χρόνια και συχνά πυκνά μετά το θάνατο του πατέρα μου μονολογούσε κι έλεγε: Τώρα ο Μήτσιος έφυγε, εμένα γιατί δεν με παίρνει ο Θεός!

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ  

Μετά την αποχώρησή του από το τσελιγκάτο του μπάρμπα μου το Φθινόπωρο του 1950, συνέχισε την κτηνοτροφική ζωή υπό άλλη μορφή, αυτή της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Ως καλοκαιριό επέλεξε τον τόπο που άφησε όταν αποχώρησε από το τσελιγκάτο του πατέρα του , αυτόν του Κοκκινοπλού Ελασσόνας, όπου ξεκαλοκαίριαζαν και τα άλλα αδέρφια του, δηλαδή τα παιδιά του Ηλία Γαλλή, ο οποίος χάθηκε κατά τον ανταρτοπόλεμο χωρίς να μάθουμε πού και πότε, ο Περικλής με τα παιδιά του Νίκο και Γιώργο, ο Πέτρος Γαλλής με τα παιδιά του Μήτσιο, Αντώνη, Αννούλα και Ειρήνη, ο Κώστας Γαλλής με τα παιδιά του Παρασκευή, Ελένη και Κλεοπάτρα και τα ανίψια του από την αδερφή του Βασίλη Δήμο, Φώτη Δήμο και Κώστα Δήμο. 

Κατά την επιστροφή αυτή στα πάτρια εδάφη ο καθένας διατηρεί το κοπάδι, δεν σμίγουν, δεν ανασυστήνουν το παλιό τσελιγκάτο του Παππού. Ωστόσο συμβιώνουν κοντά. Δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά διότι δεν είχαν κοινό χειμαδιό. Μερικοί Γαλέοι ξεχειμώνιαζαν στην Ελασσόνα, τα παιδιά του Ηλία ( Γεώργιος, Αννέτα, Παναγιώτης, Αθανάσιος, Νικόλαος, Όλγα και Ευάγγελος στον Αλμυρό και ο πατέρας μου με τα αδέρφια μου Αθανάσιο και Γιώργο και τις ελεύθερες τότε αδερφές μου Μαργαρίτα και Ολυμπία ( η ταπεινότητά μου με απόφαση των γονιών μου στράφηκε προς τα γράμματα ) στον Πέτρινο Καρδίτσας

 Έτσι αρχίζει μια νέα περίοδο για τον πατέρα μου, αυτή της κατά μόνας εκτροφής των προβάτων. Μάλιστα αυγάτισε και το κοπάδι, κάτι που τον ανάγκασε να μισθώνει και έναν τσοπάνο χειμώνα καλοκαίρι. Παράλληλα με την άνοδό μας στον Κοκκινοπλό και τις ασχολίες με τα πρόβατα, αγοράζει ένα οικόπεδο στο χωριό και αρχίζει να ανεγείρει σπίτι, δεν ήθελε με τίποτα να ξαναγυρίσουμε στο καλύβι και το οικόπεδο αυτό ήταν κοντά στους άλλους Γαλλέους, κάτι που δημιούργησε οικισμό με την επωνυμία Γαλλέικα. Στο σπίτι βοήθησα κι εγώ. Είχα αναλάβει την εξαγωγή και μεταφορά με τον κανούτο μας, το γάιδαρο του σπιτιού, τη μεταφορά ειδικού αργιλλικού χώματος κατάλληλου για το χτίσιμο των ντουβαριών. Ευτυχώς το σημείο από το οποίο έβγαζα το χώμα αυτό ήταν πολύ κοντά και έτσι προλάβαινα τους μαστόρους. Και αν σας γεννήθηκε η απορία με ποιο τρόπο κουβαλούσα το χώμα αυτό, διότι δεν ήταν δυνατό να το βάζω στα τσουβάλια , να τα φορτώνω στον κανούτο και να το μεταφέρω. Στα ορεινά το χώμα μεταφέρεται σε ειδικά ξύλινα κωνικά πεπλατισμένα κιβώτια , ώστε να μπορούν να φορτωθούν στα ζώα, τα οποία στο κάτω μέρος άνοιγαν και άδειζαν το περιεχόμενο. Έκλεινες το κάτω μέρος, γέμιζες με το φτιάρι τις κάσες με χώμα εναλλάξ για να μην γέρνει το σαμάρι, έφθανες στον προορισμό σου , άδειαζες το περιεχόμενο και ξανά από την αρχή, ολημερίς από Ήλιο σε Ήλιο. Με παρόμοιο τρόπο κουβαλούσαμε και τις πέτρες. Στερέωνες στο σαμάρι και από τις δύο μεριές δύο φαρδιές σανίδες και πάνω εκεί φόρτωνες τις πέτρες προσέχοντας να είναι καλά δεμένες, διότι υπήρχε κίνδυνος να πέσουν  και να χτυπήσουν το ζώο στα πόδια.

Όλες οι μεταφορές τα χρόνια εκείνα στα ορεινά χωριά γινότανε με τα ζώα . Κάρο ή άλλο δίτροχο δεν κυκλοφορούσε. Και πως να κυκλοφορήσει αφού δεν υπήρχαν δρόμοι, μόνο μονοπάτια.

Το σπίτι άρχισε να ανεγείρεται το καλοκαίρι του 1951 και τελείωσε την ίδια χρονιά. Ήταν μονώροφο και υπάρχει μέχρι σήμερα, ανακαινισμένο και διαρρυθμισμένο διαφορετικά.

Τότε ήταν διαρρυθμισμένο σε ανώγι και κατώγι, η στέγη πλακοσκεπής και το κατώγι με μια μεγάλη πορτάρα, ώστε σε ανάγκη να μπορεί να μπει και φορτωμένο ζώο, άσε που σε περίπτωση ψύχους μπορούσε να φιλοξενήσει και τον κανούτο, πέρα  βέβαια από την κύρια αποστολή του που ήταν η συντήρηση των τυριών και δη των τουλουμιών, του αλευριού και λοιπής οικοσκευής, παράλληλα πάντοτε με την κύρια αποστολή του, αυτή της κουζίνας του σπιτιού. Ίσως εδώ αναρωτηθείτε πως οι Σαρακατσάνες τα φέρναν βόλτα όταν ζούσατε στα καλύβια σε έναν περιορισμένο χώρο. Για το πως δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση, γνωρίζω ωστόσο ότι τα φέρναν βόλτα μια χαρά.

Ανάφερα παραπάνω ότι το σπίτι ήταν διαρρυθμισμένο σε ανώγι και κατώγι και εδώ θα σας διηγηθώ μια ιστοριούλα που μου ανέφερε τελευταία φίλος από τη Χαλκιδική.

Ο πατέρας σε συμφωνία με τη μάνα, διότι εκείνη είχε το ταμείο, βοήθησαν το γιο τους που υπηρετούσε στη Σαλονίκη να αγοράσει ένα σπίτι. Το αγοράζει ο γιος και περιχαρής καλεί τους γονείς του να έρθουν στη Σαλονίκη να καμαρώσουν το σπίτι. Και για να μην τα πολυλογώ φορτωμένοι δώρα φθάνουν στο καινούργιο σπίτι.

- Περιχαρής ο γιος τους ξεναγεί στο καινούργιο διαμέρισμα. 

- Καλό είναι παιδί μου, στεριωμένο, να ζήσετε να το χαρείτε και οι δύο γονείς με ένα στόμα αλλά πού είναι το κατώγι;

- Τι κατώγι βρε πατέρα, τι να το κάνω το κατώγι!

- Τι; Σπίτι χωρίς κατώγι; Άλλο και τούτο πάλι.

Βλέπετε για τους «δούλους» της γης, του βουνού και της στάνης το κατώγι κάλυπτε βασικές ανάγκες. Το κατώγι ήταν η αποθήκη του σπιτιού η κουζίνα και καμιά φορά και στάβλος. Θυμάμαι από τη θητεία μου στην Αγροτική Τράπεζα της Αριδαίας,  είχαμε διαταγή να δίνουμε δάνεια μακροπρόθεσμα και χαμηλότοκα ( επιτόκιο 1 0/0 ) για την κατασκευή σταβλαποθηκών προκειμένου οι παραγωγοί να βγάλουν τα ζώα τους από τα κατώγια. Είχανε τη συνήθεια να σταβλίζουν τα ζώα στο υπόγειο για να είναι ζεστό το σπίτι τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Μάλιστα τα σανίδια του δαπέδου είχαν κενά μεταξύ τους για να κυκλοφορεί ευκολότερα  ο αέρας προς τα πάνω και φυσικά και η ζέστη και προς επιβεβαίωση της συνήθειας αυτής, το 1974 βρέθηκα με χιλιάδες άλλους συνέλληνες στο Σχοινά Ημαθίας επιστρατευμένος από τη Χούντα. Αν και ήταν Ιούλιος μήνας, το βράδυ έκανε διαβολεμένο κρύο, να κοιμηθείς έξω αδύνατο. Σε μικρή απόσταση από το χώρο που μας είχαν συγκεντρωμένοι βλέπω έναν σταβλαχυρώνα  και τότε θυμήθηκα τα σπίτια της Καρατζόβας 9Αριδαία). Ευτυχώς η πόρτα ήταν πρόχειρα ασφαλισμένη, την ανοίγω και βλέπω στην μία πλευρά 5-6 αγελάδες να μασουλούν μακάρια και στην άλλη πλευρά μια στοίβα μπάλες με άχυρα και χόρτα. Γυρίζω το λέγω σε  ένα φίλο δάσκαλο που γνώρισα εκεί ( Πλιάκος το όνομά του) και τον καλώ να έλθει. Στην αρχή ήταν διστακτικός αλλά το κρύο τον ανάγκασε να έλθει. Περάσαμε κάμποσα βράδια και μάλιστα κρύβοντας το ¨ μυστικό ¨ μας από τους άλλους. Και να πω και δυο λόγια για την επιστράτευση παρωδία εκείνη. Μαζευτήκαμε στο Σχοινά Ημαθίας ίσαμε 1,5 χιλιάδες επίστρατοι, μείναμε μια εβδομάδα χωρίς καμία φροντίδα και στο τέλος μας απέλυσαν .

Αλλά ας έλθουμε στο θέμα μας: Εννοείτε ότι την όλη επιμέλεια της ανέγερσης του σπιτιού την είχε ο πατέρας μου. Διακρίνονταν για τη δεξιοτεχνία του και τις γρήγορες αποφάσεις του. Όποιος είχε βαρβάτο άλογο και ήθελε να το μονοχήσει , δηλαδή να το στειρώσει, στον πατέρα μου προσέτρεχαν. Για το πότε ακινητοποιούσε το άλογο με δεμένα και τα τέσσερα πόδια του ούτε που το καταλάβαινες. Ακολούθως με μόνα τα χέρια του έπιανε τα λιμπά ( όρχεις ) και με επιδέξιες κινήσεις απέκοπτε τα νεύρα, έδενε τον περιβάλλοντα σάκο των όρχεων  και η δουλειά τελείωνε, αλλά ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια.

Καθάριζε τα κρεατάκια από τα μάτια των προβάτων (ένα είδος καταρράκτη) με μόνο εφόδιο έναν σουγιά καλοακονισμένο και συνήθως καμένο στη φωτιά για πολύ λίγο, προφανώς για απολύμανση.

Άνοιγε τα κεφάλια των προβάτων για να αφαιρέσει την «τρέλα», τρελά ή βούρλα λεγότανε τα πρόβατα που χάνανε την ισορροπία τους και περιστέφονταν γύρω από τον εαυτό τους.  Σε ζεστό περιβάλλον, ακινητοποιούσε το πρόβατο, ξύριζε το επάνω μέρος της κεφαλής, αφαιρούσε το δέρμα και με καλοακονισμένο και απολυμασμένο στη φωτιά σουγιά αφαιρούσε ένα  κόκκαλο της κεφαλής από τα σημεία που ενώνονταν με τα άλλα οστά. Να διευκρινισθεί εδώ ότι το κεφάλι δεν αποτελείται από ένα ενιαίο οστό, αλλά από πολλά συραμμένα μαζί τους από τη φύση. Αυτές τις συρραφές εύρισκε και αποσπούσε το τμήμα του οστού που κάλυπτε τον εγκέφαλο ( κεφαλική ουσία ) , αφαιρούσε την τρέλα. Μια λεπτή φούσκα που πίεζε τον εγκέφαλο και στη συνέχεια ξανατοποθετούσε προσεκτικά το κόκκαλο, στη συνέχεια τοποθετούσε ένα ύφασμα βαμβακερό εμποτισμένο σε λιωμένο κερί και αυτό ήταν. Στη συνέχεια το ζώο παρέμεινε σε κλειστό χώρο επί λίγες ημέρες και μετά στο κοπάδι. Η επιτυχία της επέμβασης αυτής κυμαίνονταν γύρω στο 50 0/0. 

Ήταν και καλός κυνηγός. Με τον μπάρμπα μου το Γιώργο πηγαίνανε συνήθως μαζί κυνήγι, με τη συμφωνία τα κυνήγια του ενός να τα μεταφέρει ο άλλος. Στην επιστροφή ο μπάρμπας ήταν φορτωμένος. Τότε στα Τσεκούρια αφθονούσαν  οι λαγοί. Κάθε πατλιά ( θάμνος ) και ένας ή δύο λαγοί.

- Τι θα μαγειρέψεις σήμερα Λένη;

- Δεν ξέρω, δεν έχω και τίποτα εκτός από τραχανά και λιασμένα τσουκνίδια ή λουβοδιές.

- Καθάρισε κρεμμύδια, θα πάω να φέρω λαγό. Και τον έφερνε. Γνώριζε τα πάντα γύρω από το κυνήγι. Δεν απόλειπε το κυνήγι από το σπίτι. Κυνηγούσε μικρά και μεγάλα κυνήγια. Από πέρδικες, λαγούς, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, εκτός από ελάφια. Πίστευε ότι ήταν αμαρτία να σκοτώσεις ελάφι, έχει σταυρό στη μπάλα ( μέτωπο ). Ακόμα και αρκούδα σκότωσε και μη σας ξενίζει το γεγονός, το κρέας της αρκούδας τρώγεται

Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην καλλιέργεια της γης. Έτρεφε ένα καλό ζευγάρι μουλαριών με αποστολή κυρίως το όργωμα  και το ζέψιμο στο κάρο.  Επιδίδονταν στην καλλιέργεια της γης από την πρώτη στιγμή που εγκατασταθήκαμε στον Πέτρινο. Απεναντίας ο μπάρμπας μου ο τσέλιγκας δεν ήθελε να ακούσει για χωράφια, αδυναμία του τα πρόβατα και μόνον αυτά. Το 1940 ο μπάρμπας μου επιστρατεύτηκε και έφυγε για το αλβανικό μέτωπο, με συνέπεια όλο το τσελιγκάτο να πέσει στις πλάτες του. Αλλά και τότε με όλες τις σκοτούρες των κοπαδιών στο κεφάλι του, δεν ξέχασε τα χωράφια. Έσπειρε περίπου 100 στρέμματα με κριθάρια, ενώ οι περισσότεροι στο χωριό δεν μπόρεσαν να σπείρουν λόγω της επιστράτευσης των ανδρών, κάτι που συνέβη σε πανελλαδική κλίμακα και είχε ως συνέπεια την πείνα του 1941, πέραν βέβαια της δέσμευσης των σιτηρών στις κρατικές αποθήκες από τους Γερμανούς. Φαίνεται ότι είναι Θεού οικονομία τα κριθάρια εκείνα να θεριέψουν και να δώσουν μια πολύ καλή παραγωγή, η οποία βοήθησε αρκετούς να επιζήσουν, αλλά και να δώσουν τη δυνατότητα να σπαρθούν πολλά χωράφια την επόμενη χρονιά. Και μη σας περάσει από το νου ότι το κριθάρι μοσχοπωλήθηκε,  δωρεάν παραχωρήθηκε στους συγχωριανούς μας.

Παράλληλα με τα πρόβατα μετά τον αποχωρισμό μας από το τσελιγκάτο, άρχισε και τη εκχέρσωση λιβαδιών και απόδοσή τους στη γεωργία. Η απόφασή του αυτή είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν προστριβές με τον μεγάλο μου αδελφό, ο οποίος πίστευε στα πρόβατα και μόνο.

- Τι θα γίνουν τα πρόβατα, θα χαθούν. Είχε τις αντιλήψεις του τσέλιγκα.

Και η κατάσταση συνεχίστηκε περίπου μέχρι το έτος 1968. Τη χρονιά αυτή ο πατέρας μου με τη βοήθεια και συμβουλές του γαμπρού του, Ηρακλή, στην μικρότερη από τις αδελφές μου, την Ολυμπία, ανόρυξε πετυχημένη γεώτρηση στο μεγαλύτερο χωράφι, έκτασης 60 στρεμμάτων και βάλε, διότι μπορούσαν να εκχερσωθούν και άλλα γειτονικά.

Η γεώτρηση αυτή αν και ήταν σχετικά αβαθής, δεν ξεπερνούσε τα 30-40 μέτρα, έδωσε παροχή σταθερή σε νερό πάνω από 60 κυβικών την ώρα.

Το γεγονός αυτό αποτέλεσε καμπή και νέα αφετηρία στην πορεία της οικογένειάς μου. Την πρώτη χρονιά που έγινε η γεώτρηση, επειδή είχε προχωρήσει η άνοιξη, το χωράφι σπάρθηκε με καλαμπόκι, κάτι που υπήρξε κόκκινο πανί για τους συγχωριανούς μας. Πίστευαν ότι το καλαμπόκι ευδοκιμεί μόνο στον κάμπο και σε καμιά περίπτωση στις τραγάνες. Τραγάνες αποκαλούνται τα χωράφια τα σχετικώς επικλινή πέραν των οποίων αρχίζει ο κάμπος.

- Καλά βρε, Γαλλή, έσπειρες καλαμπόκι στην τραγάνα; Δεν θα πάρεις τίποτα, τζάμπα ο κόπος και τα έξοδα. Και το κακό η αντίληψη αυτή ήταν καθολική μεταξύ των συγχωριανών μας, οπότε άρχισε να κλονίζεται και η πίστη του πατέρα μου και να στεναχωριέται.

- Λες να έχουν δίκιο , αλλά πάλι έβλεπε το καλαμπόκι να θεριεύει! Δεν μπορεί θα γίνει το καλαμπόκι. Και με το που έδεσαν οι κουκουνάρες και μάλιστα μεστωμένες καλά, κόβει μερικές, τις βάζει στον τρουβά και ντουγρού για το καφενείο. Ήλθε η ώρα να πάρει την ¨εκδίκησή¨του. Και την πήρε.

Εκείνο το καλαμπόκι που είχε δώσει πολύ πάνω από ένα τόνο το στρέμμα, στάθηκε η αφορμή να αναθεωρηθούν οι απόψεις για την προβατοτροφία και την παρά πέρα εκμετάλλευσή της. Εν τω μεταξύ άρχισε να διαδίδεται και η καλλιέργεια του μπαμπακιού , οι γεωργοί να παίρνουν το πάνω χέρι και να βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής τους, κάτι που συνετέλεσε στη λήψη της οριστικής απόφασης τα πρόβατα να πουληθούν και η εκμετάλλευση να αλλάξει μορφή. Και έτσι έγινε το ΄70- ΄71 πρόβατα τέλος.

Αλλά από ένα τυχαίο γεγονός έμειναν απούλητα καμιά εικοσαριά επειδή ήταν γέρικα. Έμειναν δηλαδή οι παλιοπρατίνες , όπως λένε οι Σαρακατσαναίοι στη λαλιά τους. Τα παλιοπρόβατα αυτά έμελλε να γίνου κοπάδι γύρω στα 70 κεφάλια και εξασφάλιζαν το τυρί τριών οικογενειών, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου.

Κάπως έτσι άλλαξε η εκμετάλλευση σε καθαρά γεωργική. Η οικογένεια επιδόθηκε στη συστηματική εκμετάλλευση της γης, αγοράσθηκαν γεωργικά μηχανήματα και σε κολληγιά με τα ξαδέρφια τους, τα παιδιά του μπάρμπα μου του Γιώργου Γκαρέλη, αγόρασαν βαμβακοσυλλεκτική μηχανή και όλες οι οικογένειες πήρανε την πάνω βόλτα, τα δε βουνά έμειναν για τα ανταμώματα, στ οποία έπαιρνε μέρος και η ταπεινότητά μου. 
Τα πάντα ρει και ουδέν μένει....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.

Ο διαχειριστής