Ίσως δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμουν ότι όλα τα πλάσματα του Θεού επί γης μεγαλώνουν παίζοντας, όπως παίζοντας πορεύονται και στη ζωή τους. Τα αρνάκια δεν μπορούν καλά – καλά να σταθούν στα πόδια τους και αρχίζουν να χοροπηδάνε, το ίδιο τα λυκόπουλα, το ίδιο τα λιονταράκια και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Και δεν παίζουν μόνο τα μικρά, παίζουν και τα μεγάλα.
Έτσι το θέλει η ζωή ο πολλαπλασιασμός των ειδών να περνάει από το παιγνίδι.
Παίζοντας ερωτεύονται οι άνθρωποι και καταλήγουν στο γάμο, παιγνίδι η άθληση στους αθλητικούς στίβους, παιγνίδι οι ποδοσφαιρικοί αγώνες και μάλιστα πολυδάπανο. Παίζοντας ερωτεύονται όλα τα δημιουργήματα του Θεού. Όλα από το παιγνίδι ξεκινούν. Και ο χορός παιγνίδι είναι.
Από αυτόν τον κανόνα, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσε να αποτελέσουν εξαίρεση οι Σαρακατσαναίοι, μικροί και μεγάλοι.
Παλιότερα στα καλύβια, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες εκεί στα ξεκαλοκαιριά , η προτροπή των μεγάλων ήταν συνεχής:
Παιδιά είστε σεις, τι κάθεστε, πάτε να παίξετε;
Πίστευαν βαθιά μέσα τους ότι το παιδί δεν θα μεγαλώσει να γίνει δυνατός άνδρας ή άξια γυναίκα αν δεν έπαιζε. Και η προτροπή αυτή ήταν περισσότερο διαταγή και ελάχιστα προτροπή. Ο τόνος της φωνής δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες, εκτός αν ήταν εντολή του δασκάλου.
Αν στη εντολή πάτε να παίξετε, απαντούσες ότι ο δάσκαλος μας είπε να διαβάσουμε πρώτα, τότε ήσουν απόλυτα δικαιολογημένος
Να κάνετε ό,τι σας λέγει ο δάσκαλος, όχι όλο παιγνίδι.
Α! Όλα κι όλα!
Και οι εντολές του δασκάλου για διάβασμα ήταν ξεκάθαρες: Θα κάθεστε μπροστά στο καλύβι σας και θα διαβάζετε. Θέλω να σας βλέπω. Να σημειωθεί ότι το δασκαλο-κάλυβο ήταν σε θέση που επέτρεπε την επόπτευση όλων των καλυβιών του τσελιγκάτου και ο δάσκαλος στην πόρτα ακοίμητος φρουρός. Έτσι ο δάσκαλος και παραπονιόταν στους γονείς σου ότι τεμπελιάζει, δεν τον βλέπω να διαβάζει, ήσουν χαμένος, το ξύλο δεν το γλίτωνες. Χώρια που το ξύλο συνήθως του πατέρα είχε και συνέχεια με τη βέργα του δασκάλου. Βλέπετε τα μοντέρνα συστήματα διδασκαλίας δεν είχαν εφευρεθεί.
Και το παράξενο είναι ότι το παιγνίδι άρχιζε από τους μεγάλους και να πως:
Οι γεροντότεροι: Γιώργο, σήκω να παλέψεις με τον Μήτσιο.
Άλλο που δεν ήθελε ο Γιώργος, όχι βέβαια ότι και ο Μήτσιος πήγαινε πίσω.
Οι δυο τους είχαν «προηγούμενα» και πάντοτε έψαχναν την ευκαιρία να αναμετρηθούν.
Ένα άλλο παιγνίδι πολύ προσφιλές ήταν το τρέξιμο, που διακρίνονταν σε αγώνες μικρής αποστάσεως και μεγάλης.
Αγώνας μικρής απόστασης: καθορίζονταν η απόσταση που δεν ξεπερνούσε πάνω κάτω τα 150 μέτρα και οι αγωνιζόμενοι έτρεχαν χωρίς τα τσαρούχια,- με τα τσουράπια.. Έλα όμως που τα τσουράπια τρυπούσαν και το βράδυ στο κονάκι άκουγε τα σχολιανά του.
Σα δεν ντρέπεστε κοτζάμ άνδρες να πλαλάτε σαν λιανοπαίδια!
Αγώνες μεγάλης απόστασης. Και όταν λέμε μεγάλης απόστασης εννοούμε στράτα μιας ώρας ή δύο και παραπάνω περίπου, που οι διαγωνιζόμενοι βέβαια την έκαναν σε πολύ λιγότερο χρόνο.. Συνήθως ως σημείου τερματισμού όριζαν κάποια βρύση από την οποία ο διαγωνιζόμενος έπρεπε να γεμίσει το παγούρι του, κάτι που κατά κάποιο τρόπο επέτρεπε μπαγαποντιές. Θυμάμαι ξεκίνησαν από τα καλύβια με προορισμό τη «βρυσούλα». Στο δρόμο ο «έξυπνος» συνάντησε το βαλμά (φύλακας αλογομούλαρων), βάζει λίγο νερό στο παγούρι του και από άλλη στράτα επιστρέφει.
Έλα όμως που οι άλλοι τον ξεσκέπασαν διότι κανείς τους δεν το είδε να φθάνει στη βρυσούλα
Τα σαρακατσανάκια δεν είχαν μη και όχι στο παιγνίδι τους εκτός από τις ώρες που λειτουργούσε το σχολείο, δηλαδή πρωινές. Τον άλλον καιρό στο καλύβι γύριζαν όταν πεινούσαν. Ξενοιασιά και ελευθερία απεριόριστη.
Αγαπημένα παιγνίδια: Τα σκλαβάκια και το γούτσι. Ειδικότερα το γούτσι παίζονταν με ένα κοντόχοντρο ξύλο στο χέρι για να αντέχει στα χτυπήματα και χτυπούσαμε ένα κονσερβοκούτι, το οποίο από τα κτυπήματα έπαιρνε σφαιρικό σχήμα, προσπαθώντας να το βάλουμε σε μια γούρνα.
Το παιγνίδι αυτό ήταν κάπως βάρβαρο διότι στην προσπάθεια να κτυπήσεις το κονσερβοκούτι, δεν ήταν λίγες οι φορές που κτυπούσες τα πόδια του συμπαίκτη σου.
Το κουτσό: Παιγνίδι που ταίριαζε περισσότερο στα κορίτσια αλλά έπαιζαν και τα μικρότερα αγόρια. Χαράζανε σε ένα ίσιο μέρος ένα παραλληλόγραμμο διαστάσεων: τέσσερα βήματα μήκος επί δύο πλάτος. Το χωρίζανε σε δύο τμήματα με μια γραμμή κατά μήκος και στη συνέχεια με κάθετες γραμμές χωριζότανε σε οκτώ ίσια μέρη. Κάθε αγωνιζόμενη έβαζε μια πέτρα στην αρχή και στη συνέχεια με το ένα πόδι στον αέρα έπρεπε να μεταφέρει την πέτρα μέχρι το τελευταίο τμήμα και να την επαναφέρει. Η πέτρα κατά τη μετακίνηση δεν έπρεπε να σταματήσει πάνω σε οποιαδήποτε γραμμή ή να βγει εκτός. Πιθανό να αναρωτηθείτε και πού είναι η δυσκολία; Κι όμως είναι τρομερά δύσκολο διότι απαιτεί αντοχή να ισορροπείς σε ένα πόδι και συγχρόνως να μετακινείς την πέτρα με μαεστρία.
ΚΙΟΣΙΑ
Καθαρά σαρακατσάνικο επιτραπέζιο παιγνίδι.
Εκείνο το επιτραπέζιο πιθανόν να ξενίζει όλους, όσοι γνώριζαν τη ζωή τους και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν. Πάντως τραπέζι χρησιμοποιούσαν με τη διαφορά ότι είχε κοντά ποδάρια (25-30 εκατοστά). Καθότανε γύρω – γύρω σταυροπόδι οι άνδρες και πλάγια οι γυναίκες πάνω στις φτέρνες, ποτέ σταυροπόδι, τα ήθη δεν το επέτρεπαν. Πάνω στο τραπέζι αυτό έτρωγαν, οι γυναίκες ακουμπούσαν το πλαστήρι και άνοιγαν τα φύλλα για τις πίτες. Και μια καλή πίτα έπρεπε να έχει πάνω από δέκα φύλλα, όσο ποιο πολλά τα φύλλα τόσο καλλίτερη η πίτα.
Πάνω στο τραπέζι αυτό παίζονταν και τα κιόσια.
Υλικά του παιγνιδιού:
Α. Κιόσια, ήταν τέσσερα ξυλαράκια με τη φλούδα από τη μια μεριά και γυμνό ξύλο καλά πελεκημένο από την άλλη. Έκοβαν δύο ξυλαράκια σαν το μεσαίο δάκτυλο μεγάλου άνδρα, τα έσκιζαν προσεκτικά ακριβώς στη μέση, άφηναν ανέγγιχτη τη φλούδα και από την άλλη πελεκούσαν την επιφάνεια για να γίνει εντελώς λεία .Κτυπούσαν τα κιόσια ανά δύο από ύψος μιας και κάτι σπιθαμής, οπότε άλλα έπεφταν από τη μια μεριά και άλλα από την άλλη, οι δε δυνατοί σχηματισμοί που σχηματίζονταν ήταν: τρία άσπρα και ένα μαύρο ή τρία μαύρο και ένα άσπρο. Ο συνδυασμός αυτός έδινε μια μονάδα και τον έλεγαν ένα κιόσι, χώρια που ήταν και απαραίτητος για να ξεκινήσει ο παίκτης το παιγνίδι. Αν τα κιόσια έπεφταν ανά δύο, τότε ο παίκτης παρέδιδε τη σειρά του. Αν τα κιόσια έπεφταν ανάσκελα, δηλαδή φλώρα, τότε ο παίκτης κέρδιζε έξι πόντους, αν δε μπρούμυτα , τότε κέρδιζε τέσσερες πόντους. Αντικειμενικός σκοπός του παιγνιδιού ήταν να προωθηθούν όλα τα πούλια στην πλευρά του αντιπάλου.
Σε κάθε τετραγωνάκι μόνο ένα πούλι χωρούσε. Ερχότανε ο μουσαφίρης έφευγε ο νοικοκύρης
Και τώρα ας παίξουμε
Σε ένα πλατύ σανίδι χάραζαν ένα παραλληλόγραμμο περίπου 8χ24 εκατοστά.
Στη συνέχεια το χώριζαν σε 24 ίσα μέρη, δηλαδή 12 + 12
+ 12 +12 . Κάθε παίκτης ανέπτυσσε στην πρώτη σειρά 12 άσπρες (φλώρες) πέτρες και 12 μπροστά άδεια και ο άλλος 12 μαύρες ( λάγιες ) Πέτρες και 12 άδεια.
Το παιγνίδι αρχίζει αφού καθορισθεί η σειρά με κλήρο.
Π.Χ Παίζει ο πρώτος και φέρνει εξάρες, ενώ για να αρχίσεις χρειαζότανε απαραιτήτως κιόσι, δηλαδή ένα και τρία. Δίνει τη σειρά του στον δεύτερο, ο οποίος κατά καλή του τύχη φέρνει κιόσι και συνεχίζει να παίζει. Φέρνει στη συνέχεια δύο εξάρες, τέσσερες τετράδες και δύο κιόσια, σύνολο 30 πόντοι, εκ των οποίων τα δύο κιόσια ( μονάδες). Μετακινεί το πρώτο πούλι και διατρέχει 6+6+4+4+4. Με τους πόντους αυτούς φθάνει στην πλευρά του αντιπάλου και με τα δύο κιόσια αιχμαλωτίζει δύο λάγιες προβατίνες και τις παίρνει στο κοπάδι του. Κάπως έτσι συνεχίστηκε το παιγνίδι μέχρι που ο ένας έχασε όλα τα πρόβατα.
Το παιγνίδι είναι κάπως πολύπλοκο αλλά έχει πλάκα. Θυμάμαι έπαιζε ο μπάρμπας μου με τον πατέρα μου και όταν ερχότανε όλα μαύρα αναφώνιζε: μια λάγια, ξαναέριχνε, κι άλλη λάγια, και μία φλώρα, και ένα κιόσι .Κάποτε βέβαια έχανε και παρέδιδε τη σειρά του στο συμπαίκτη του:
- Τώρα μέτρα, Μήτσιο: μία λάγια, κι άλλη, κι άλλη κλπ κλπ
Έμοιαζε πολύ με το τάβλι με μικροδιαφορές και για να είμαι ακριβής διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ακρίβεια όσων ανέφερα.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Και δεν παίζουν μόνο τα μικρά, παίζουν και τα μεγάλα.
Έτσι το θέλει η ζωή ο πολλαπλασιασμός των ειδών να περνάει από το παιγνίδι.
Παίζοντας ερωτεύονται οι άνθρωποι και καταλήγουν στο γάμο, παιγνίδι η άθληση στους αθλητικούς στίβους, παιγνίδι οι ποδοσφαιρικοί αγώνες και μάλιστα πολυδάπανο. Παίζοντας ερωτεύονται όλα τα δημιουργήματα του Θεού. Όλα από το παιγνίδι ξεκινούν. Και ο χορός παιγνίδι είναι.
Από αυτόν τον κανόνα, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσε να αποτελέσουν εξαίρεση οι Σαρακατσαναίοι, μικροί και μεγάλοι.
Παλιότερα στα καλύβια, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες εκεί στα ξεκαλοκαιριά , η προτροπή των μεγάλων ήταν συνεχής:
Παιδιά είστε σεις, τι κάθεστε, πάτε να παίξετε;
Πίστευαν βαθιά μέσα τους ότι το παιδί δεν θα μεγαλώσει να γίνει δυνατός άνδρας ή άξια γυναίκα αν δεν έπαιζε. Και η προτροπή αυτή ήταν περισσότερο διαταγή και ελάχιστα προτροπή. Ο τόνος της φωνής δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες, εκτός αν ήταν εντολή του δασκάλου.
Αν στη εντολή πάτε να παίξετε, απαντούσες ότι ο δάσκαλος μας είπε να διαβάσουμε πρώτα, τότε ήσουν απόλυτα δικαιολογημένος
Να κάνετε ό,τι σας λέγει ο δάσκαλος, όχι όλο παιγνίδι.
Α! Όλα κι όλα!
Και οι εντολές του δασκάλου για διάβασμα ήταν ξεκάθαρες: Θα κάθεστε μπροστά στο καλύβι σας και θα διαβάζετε. Θέλω να σας βλέπω. Να σημειωθεί ότι το δασκαλο-κάλυβο ήταν σε θέση που επέτρεπε την επόπτευση όλων των καλυβιών του τσελιγκάτου και ο δάσκαλος στην πόρτα ακοίμητος φρουρός. Έτσι ο δάσκαλος και παραπονιόταν στους γονείς σου ότι τεμπελιάζει, δεν τον βλέπω να διαβάζει, ήσουν χαμένος, το ξύλο δεν το γλίτωνες. Χώρια που το ξύλο συνήθως του πατέρα είχε και συνέχεια με τη βέργα του δασκάλου. Βλέπετε τα μοντέρνα συστήματα διδασκαλίας δεν είχαν εφευρεθεί.
Και το παράξενο είναι ότι το παιγνίδι άρχιζε από τους μεγάλους και να πως:
Οι γεροντότεροι: Γιώργο, σήκω να παλέψεις με τον Μήτσιο.
Άλλο που δεν ήθελε ο Γιώργος, όχι βέβαια ότι και ο Μήτσιος πήγαινε πίσω.
Οι δυο τους είχαν «προηγούμενα» και πάντοτε έψαχναν την ευκαιρία να αναμετρηθούν.
Ένα άλλο παιγνίδι πολύ προσφιλές ήταν το τρέξιμο, που διακρίνονταν σε αγώνες μικρής αποστάσεως και μεγάλης.
Αγώνας μικρής απόστασης: καθορίζονταν η απόσταση που δεν ξεπερνούσε πάνω κάτω τα 150 μέτρα και οι αγωνιζόμενοι έτρεχαν χωρίς τα τσαρούχια,- με τα τσουράπια.. Έλα όμως που τα τσουράπια τρυπούσαν και το βράδυ στο κονάκι άκουγε τα σχολιανά του.
Σα δεν ντρέπεστε κοτζάμ άνδρες να πλαλάτε σαν λιανοπαίδια!
Αγώνες μεγάλης απόστασης. Και όταν λέμε μεγάλης απόστασης εννοούμε στράτα μιας ώρας ή δύο και παραπάνω περίπου, που οι διαγωνιζόμενοι βέβαια την έκαναν σε πολύ λιγότερο χρόνο.. Συνήθως ως σημείου τερματισμού όριζαν κάποια βρύση από την οποία ο διαγωνιζόμενος έπρεπε να γεμίσει το παγούρι του, κάτι που κατά κάποιο τρόπο επέτρεπε μπαγαποντιές. Θυμάμαι ξεκίνησαν από τα καλύβια με προορισμό τη «βρυσούλα». Στο δρόμο ο «έξυπνος» συνάντησε το βαλμά (φύλακας αλογομούλαρων), βάζει λίγο νερό στο παγούρι του και από άλλη στράτα επιστρέφει.
Έλα όμως που οι άλλοι τον ξεσκέπασαν διότι κανείς τους δεν το είδε να φθάνει στη βρυσούλα
Τα σαρακατσανάκια δεν είχαν μη και όχι στο παιγνίδι τους εκτός από τις ώρες που λειτουργούσε το σχολείο, δηλαδή πρωινές. Τον άλλον καιρό στο καλύβι γύριζαν όταν πεινούσαν. Ξενοιασιά και ελευθερία απεριόριστη.
Αγαπημένα παιγνίδια: Τα σκλαβάκια και το γούτσι. Ειδικότερα το γούτσι παίζονταν με ένα κοντόχοντρο ξύλο στο χέρι για να αντέχει στα χτυπήματα και χτυπούσαμε ένα κονσερβοκούτι, το οποίο από τα κτυπήματα έπαιρνε σφαιρικό σχήμα, προσπαθώντας να το βάλουμε σε μια γούρνα.
Το παιγνίδι αυτό ήταν κάπως βάρβαρο διότι στην προσπάθεια να κτυπήσεις το κονσερβοκούτι, δεν ήταν λίγες οι φορές που κτυπούσες τα πόδια του συμπαίκτη σου.
Το κουτσό: Παιγνίδι που ταίριαζε περισσότερο στα κορίτσια αλλά έπαιζαν και τα μικρότερα αγόρια. Χαράζανε σε ένα ίσιο μέρος ένα παραλληλόγραμμο διαστάσεων: τέσσερα βήματα μήκος επί δύο πλάτος. Το χωρίζανε σε δύο τμήματα με μια γραμμή κατά μήκος και στη συνέχεια με κάθετες γραμμές χωριζότανε σε οκτώ ίσια μέρη. Κάθε αγωνιζόμενη έβαζε μια πέτρα στην αρχή και στη συνέχεια με το ένα πόδι στον αέρα έπρεπε να μεταφέρει την πέτρα μέχρι το τελευταίο τμήμα και να την επαναφέρει. Η πέτρα κατά τη μετακίνηση δεν έπρεπε να σταματήσει πάνω σε οποιαδήποτε γραμμή ή να βγει εκτός. Πιθανό να αναρωτηθείτε και πού είναι η δυσκολία; Κι όμως είναι τρομερά δύσκολο διότι απαιτεί αντοχή να ισορροπείς σε ένα πόδι και συγχρόνως να μετακινείς την πέτρα με μαεστρία.
ΚΙΟΣΙΑ
Καθαρά σαρακατσάνικο επιτραπέζιο παιγνίδι.
Εκείνο το επιτραπέζιο πιθανόν να ξενίζει όλους, όσοι γνώριζαν τη ζωή τους και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν. Πάντως τραπέζι χρησιμοποιούσαν με τη διαφορά ότι είχε κοντά ποδάρια (25-30 εκατοστά). Καθότανε γύρω – γύρω σταυροπόδι οι άνδρες και πλάγια οι γυναίκες πάνω στις φτέρνες, ποτέ σταυροπόδι, τα ήθη δεν το επέτρεπαν. Πάνω στο τραπέζι αυτό έτρωγαν, οι γυναίκες ακουμπούσαν το πλαστήρι και άνοιγαν τα φύλλα για τις πίτες. Και μια καλή πίτα έπρεπε να έχει πάνω από δέκα φύλλα, όσο ποιο πολλά τα φύλλα τόσο καλλίτερη η πίτα.
Πάνω στο τραπέζι αυτό παίζονταν και τα κιόσια.
Υλικά του παιγνιδιού:
Α. Κιόσια, ήταν τέσσερα ξυλαράκια με τη φλούδα από τη μια μεριά και γυμνό ξύλο καλά πελεκημένο από την άλλη. Έκοβαν δύο ξυλαράκια σαν το μεσαίο δάκτυλο μεγάλου άνδρα, τα έσκιζαν προσεκτικά ακριβώς στη μέση, άφηναν ανέγγιχτη τη φλούδα και από την άλλη πελεκούσαν την επιφάνεια για να γίνει εντελώς λεία .Κτυπούσαν τα κιόσια ανά δύο από ύψος μιας και κάτι σπιθαμής, οπότε άλλα έπεφταν από τη μια μεριά και άλλα από την άλλη, οι δε δυνατοί σχηματισμοί που σχηματίζονταν ήταν: τρία άσπρα και ένα μαύρο ή τρία μαύρο και ένα άσπρο. Ο συνδυασμός αυτός έδινε μια μονάδα και τον έλεγαν ένα κιόσι, χώρια που ήταν και απαραίτητος για να ξεκινήσει ο παίκτης το παιγνίδι. Αν τα κιόσια έπεφταν ανά δύο, τότε ο παίκτης παρέδιδε τη σειρά του. Αν τα κιόσια έπεφταν ανάσκελα, δηλαδή φλώρα, τότε ο παίκτης κέρδιζε έξι πόντους, αν δε μπρούμυτα , τότε κέρδιζε τέσσερες πόντους. Αντικειμενικός σκοπός του παιγνιδιού ήταν να προωθηθούν όλα τα πούλια στην πλευρά του αντιπάλου.
Σε κάθε τετραγωνάκι μόνο ένα πούλι χωρούσε. Ερχότανε ο μουσαφίρης έφευγε ο νοικοκύρης
Και τώρα ας παίξουμε
Σε ένα πλατύ σανίδι χάραζαν ένα παραλληλόγραμμο περίπου 8χ24 εκατοστά.
Στη συνέχεια το χώριζαν σε 24 ίσα μέρη, δηλαδή 12 + 12
+ 12 +12 . Κάθε παίκτης ανέπτυσσε στην πρώτη σειρά 12 άσπρες (φλώρες) πέτρες και 12 μπροστά άδεια και ο άλλος 12 μαύρες ( λάγιες ) Πέτρες και 12 άδεια.
Το παιγνίδι αρχίζει αφού καθορισθεί η σειρά με κλήρο.
Π.Χ Παίζει ο πρώτος και φέρνει εξάρες, ενώ για να αρχίσεις χρειαζότανε απαραιτήτως κιόσι, δηλαδή ένα και τρία. Δίνει τη σειρά του στον δεύτερο, ο οποίος κατά καλή του τύχη φέρνει κιόσι και συνεχίζει να παίζει. Φέρνει στη συνέχεια δύο εξάρες, τέσσερες τετράδες και δύο κιόσια, σύνολο 30 πόντοι, εκ των οποίων τα δύο κιόσια ( μονάδες). Μετακινεί το πρώτο πούλι και διατρέχει 6+6+4+4+4. Με τους πόντους αυτούς φθάνει στην πλευρά του αντιπάλου και με τα δύο κιόσια αιχμαλωτίζει δύο λάγιες προβατίνες και τις παίρνει στο κοπάδι του. Κάπως έτσι συνεχίστηκε το παιγνίδι μέχρι που ο ένας έχασε όλα τα πρόβατα.
Το παιγνίδι είναι κάπως πολύπλοκο αλλά έχει πλάκα. Θυμάμαι έπαιζε ο μπάρμπας μου με τον πατέρα μου και όταν ερχότανε όλα μαύρα αναφώνιζε: μια λάγια, ξαναέριχνε, κι άλλη λάγια, και μία φλώρα, και ένα κιόσι .Κάποτε βέβαια έχανε και παρέδιδε τη σειρά του στο συμπαίκτη του:
- Τώρα μέτρα, Μήτσιο: μία λάγια, κι άλλη, κι άλλη κλπ κλπ
Έμοιαζε πολύ με το τάβλι με μικροδιαφορές και για να είμαι ακριβής διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ακρίβεια όσων ανέφερα.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής