Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Το διήγημα του Βαγγέλη Ντελή που βραβεύτηκε με έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών

Το διήγημα αυτό βραβεύτηκε με έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το 2012.

“Φ ρ ο υ φ ρ ο υ δ έ ν ι α  ζ ω ή…”
Η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα. Ακούστηκε ένας ήχος, μα όσο κι αν έσπρωχνα δεν άνοιγε εκείνη η βαριά πόρτα. Χτύπησα ξανά. Μια γυναίκα φάνηκε να κοιτάζει από το τζάμι της εισόδου. Μου έκανε νόημα να περιμένω και βγήκε στην αυλή. Ήρθε μέχρι τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και με ρώτησε τι θέλω. Της είπα ότι έφερα το ενοίκιο στον κύριο Δημήτρη, τον οδηγό. Επιτέλους μου άνοιξε. Η πόρτα έβγαλε ένα τσιριχτό ήχο, αποκρουστικό για κείνη τη στιγμή του πρωινού, που κυριαρχούσε η άνοιξη και είχε στολιστεί η γη με χρώματα. Μια μηλιά στην αυλή λες και είχε βάλει τα καλά της με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε. Στο μακρύ διάδρομο ήταν σκορπισμένα σαν παιδικές ευχές μικρά πανσεδάκια, τυλιγμένα στο όνειρο, σαν πεταλούδες που pansedes_180314στήθηκαν για λίγο στη γη και φοβόμουν να βαδίσω γρήγορα μην τις τρομάξω και φύγουν. Ανέβηκα τα μαρμάρινα σκαλιά και πέρασα την είσοδο.

«Περίμενε εδώ», μου είπε εκείνη η γυναίκα,

«Θα στείλω κάποιον να τον φωνάξει. Μην φύγεις από το θάλαμο αναμονής!», μου είπε μ’ έναν τόνο απειλητικό και με τρόμαξε. Με κοίταξε μάλιστα για λίγο ακίνητη.

«Όχι…», της είπα έκπληκτη, «πού να πάω; Φωνάξτε τον γρήγορα, σας παρακαλώ. Έχω μάθημα στη σχολή μου σε λίγο».

Αυτή φώναξε μια κυρία που φορούσε μια στολή περίπου όπως του ερυθρού σταυρού. Η άλλη με κοίταξε λίγο παράξενα κι έφυγε. Κάθισα σ’ ένα πάγκο. Ήταν από κείνους τους παλιούς ξύλινους πάγκους, που έχουν μια ζεστασιά σε σχέση με τις σημερινές πλαστικές καρέκλες των θαλάμων αναμονής των νοσοκομείων και των ιδρυμάτων. Έβγαλα μάλιστα το κινητό μου να στείλω ένα μήνυμα, όταν αισθάνθηκα δίπλα μου μια παρουσία, πολύ κοντά μου να με κοιτά και να χαμογελά.

«Καλημέρα! Είμαι η Αναστασία!», μου είπε και μου πρότεινε το χέρι της. Ξαφνιάστηκα λίγο στην αρχή. Κοίταξα ερευνητικά το προσωπάκι της. Το χαμόγελό της γνωστό, η φωνή της, η άρθρωσή της, κυρίως η όμορφη παιδική λάμψη στα μάτια της. Τα μικρά χέρια, το μικρό κορμί. Της χαμογέλασα κι εγώ.

«Καλημέρα Αναστασία! Ωραία μέρα σήμερα!», της είπα και της έδωσα το χέρι μου. Δεν μου έσφιξε καθόλου το δικό μου. Φαινόταν αδύναμο, άκακο χέρι, με μικρά δαχτυλάκια. Το τράβηξε βιαστικά. Ίσως μάλιστα να μην περίμενε να της δώσω το δικό μου και ξαφνιάστηκε. Μάλλον δεν είχε συνηθίσει σε τέτοια αντιμετώπιση, γιατί φάνηκε μια όμορφη έκπληξη στα μικρά της μάτια. Κοίταξε λίγο έξω. Φάνηκε σαν να μην είχε επαφή με τον έξω κόσμο. Είχε το βλέμμα των φυλακισμένων. Κοίταξε ξανά και σηκώθηκε και πήγε μέχρι το τζάμι της πόρτας. Κόλλησε πάνω του το πρόσωπό της. Γύρισε και με κοίταξε σαν κάτι να ζητούσε. Σηκώθηκα και πήγα κοντά της.

«Αυτό το δέντρο», της είπα τρυφερά, «είναι μηλιά. Βλέπεις αυτά τα όμορφα μεγάλα λευκά και ροζ λουλούδια; Θα γίνουν ωραία, ζουμερά μήλα μετά από λίγο καιρό. Κι εκείνα εκεί χαμηλά, τα μικρά λουλούδια με τα πολλά χρώματα είναι πανσέδες. Κι εκείνα πιο μακριά είναι τριαντάφυλλα. Βλέπεις τι κόκκινα φύλλα που έχουν;»

«Αιματένια…», μου είπε σιγανά.
«Ναι», της απάντησα, «αιματένια… Μα δεν μπορείς εύκολα να τα κόψεις, γιατί έχουν αγκάθια και μπορεί να σε πληγώσουν. Μόνο να τα δεις και να τα μυρίσεις».

«Εμείς δεν μπορούμε να βγούμε στην αυλή…Το απαγορεύει η κυρία!», μου είπε με ένα μελαγχολικό και μυστικοπαθή συνάμα τόνο και κοίταξε το πάτωμα και μετά με σκυφτό το κεφάλι σήκωσε γεμάτα παράπονο τα μάτια της και κοίταξε τα δικά μου μάτια. Μάλιστα τη λέξη ‘’κυρία’’ την είπε πιο σιγανά, δάγκωσε τα χείλη της και άνοιξε διάπλατα και με τρόμο τα μάτια της. Είχαν ένα χρώμα καφέ ανοιχτό.

«Έχεις ωραία μάτια, Αναστασία!», της είπα, πιο πολύ για να βγάλω τη σκέψη της από κείνο το φόβο για την ‘’κυρία’’.

«Τα μάτια μου είναι μελένια…», μου είπε και χαμογέλασε με μια φευγαλέα λάμψη, μα αμέσως μετά χάθηκε το βλέμμα της γεμάτο θλίψη ξανά στον κήπο.

«Μελένια…», ψιθύρισα, «όμορφη λέξη! Έχει μέσα της και χρώμα και γεύση και άρωμα και ολόκληρη την Άνοιξη…»

zografia_180314«Έτσι μου έλεγε η μαμά μου, όταν ήμουν μικρή και είμαστε οι δυο μας. Μα δεν έρχεται πια. Εγώ την περιμένω κάθε μέρα εδώ, μα δεν έρχεται. Η κυρία λέει ότι είναι άρρωστη και ότι θα τηλεφωνήσει. Μα δεν έρχεται. Ούτε τηλεφωνεί. Κι εγώ περιμένω εδώ κάθε πρωί. Μ’ αφήνουν λίγη ώρα. Μετά με φωνάζουν να πάω στην αίθουσα που έχουμε μάθημα. Μου αρέσει το μάθημα. Τώρα κάνουμε και ζωγραφιές. Δεν κάνω καλές ζωγραφιές, αλλά μ’ αρέσουν πολύ τα χρώματα. Τα ανακατεύω και φτιάχνω άλλα. Και τα απλώνω σε κάτι μεγάλα χαρτόνια. Τα παιδιά με κοροϊδεύουν και με λένε ‘’ζωγραφένια’’. Δεν με πειράζει. Εγώ βλέπω μέσα στα χρώματα σύννεφα, πολλά σύννεφα, και λουλούδια, και μηλιές και πανσέδες και τριαντάφυλλα και βλέπω και τη μαμά μου, κι ακούω και τραγούδια».

Έμεινα να την κοιτώ. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι μπορούσε να συνδυαστεί το χρώμα με τον ήχο τόσο αρμονικά.

«Δηλαδή τι τραγούδια;», τη ρώτησα και την κοίταξα όλο απορία. Αυτή χαμογέλασε κι έλαμψαν τα μάτια της έτοιμα να δακρύσουν από χαρά και συγκίνηση μαζί.

«Κοίτα, το κόκκινο χρώμα τραγουδάει σαν ένα μικρό κορίτσι και το πράσινο σαν μεγάλη γυναίκα και το κίτρινο είναι ένα μωρό που κλαίει, και το μωβ ένας άντρας και το λευκό ένα μικρό παιδί σαν αυτά που είμαστε εδώ μέσα κι η μηλιά που είπες πριν είναι πολλές φωνές μαζί σαν ένα τραγούδι», είπε και σηκώθηκε κι έκλεισε τα μάτια της και στροβιλίστηκε χαμογελώντας σαν να άκουγε πραγματικά μια εξαίσια φωνή στο νου της και τα μάτια της δάκρυσαν από χαρά.

Την έπιασα απ’ το χέρι. Φοβήθηκα μην πέσει. Με κοίταξε και είχε μια γλύκα πικρή στα μάτια της. Μια αδιόρατη θλίψη σε δυο μάτια που έλαμπαν τόσο εύκολα από χαρά! Πόσο απλή είναι τελικά η ευτυχία! Εκείνο το μικρό κορίτσι μου έδινε ένα μεγάλο μάθημα. Τόσο θλιμμένο, μα με έναν κόσμο δικό της να της πιάνει το χέρι και να φτάνει σε μακρινά μονοπάτια.

«Δεν βγαίνεις καθόλου έξω;», τη ρώτησα αφού καθίσαμε και πάλι στον πάγκο.

«Έχουμε μια μικρή αυλή πίσω. Εκεί μας αφήνουν να βγούμε. Μα εκεί δεν έχει λουλούδια και δέντρα. Μόνο κρύο τσιμέντο. Δεν μου αρέσει. Δεν βγαίνω εγώ. Δεν με παίζουν και τα παιδιά. Περιμένω κάθε μέρα τη μαμά μου να με πάρει βόλτα στην πόλη, να ψωνίσουμε ρούχα. Και θα της πω, μόλις έρθει να με πάρει, να μου αγοράσει και χρώματα και χαρτιά μεγάλα να ζωγραφίζω στο σπίτι».

«Πώς τη λένε τη μαμά σου;», τη ρώτησα έτσι αυθόρμητα. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω αυτό το πλασματάκι εκεί έτσι αδιάφορη, χωρίς να κάνω έστω κάτι.

«Μαρία Αγγέλου», μου είπε,

«Εμένα Αναστασία Αγγέλου».

«Λοιπόν Αναστασία άκου τι θα κάνουμε: θα πάω να βρω εγώ τη μαμά σου και θα της πω να έρθει αύριο κιόλας. Κι αν δεν μπορεί, αν είναι ας πούμε άρρωστη, θα βρούμε έναν τρόπο να πας εσύ να τη δεις. Και οι άρρωστοι χρειάζονται λίγη χαρά. Και νομίζω πως η μαμά σου θα χαρεί πολύ, αν δει την κόρη της. Τι λες;».

Η Αναστασία με κοίταξε λίγο δύσπιστα στην αρχή, προσπαθώντας να καταλάβει όλα τα λόγια μου. Ύστερα χαμογέλασε πλατιά, μα γρήγορα πάλι συννέφιασε.

«Η μαμά μου έχει κι άλλη μία κόρη. Ξαναπαντρεύτηκε. Γι’ αυτό με διώξανε εμένα. Εκείνη είναι καλά. Δεν είναι σαν εμένα. Είναι φυσιολογική. Νομίζω πως δεν με αγαπάει…Αλλά εγώ την έχω αδερφή, έτσι δεν είναι; Και τα αδέρφια είναι αγαπημένα. Δεν έπρεπε να ζήσουμε όλοι μαζί μια φρουρουδένια ζωή; Μπορεί να ντρέπεται όμως η μαμά μου για μένα…»

«Τι λες τώρα;», της είπα απότομα.

«Τα παιδιά είναι δώρο απ’ το Θεό. Γιατί να ντρέπεται; Σίγουρα και η αδερφή σου σ’ αγαπάει. Θα δεις. Σου υπόσχομαι ότι θα τις βρω και θα τις πω ότι τις περιμένεις, ν’ αφήσουν όποια δουλειά κι αν έχουν και να τρέξουν γρήγορα να σε δουν!»

Γύρισε το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, μα πάγωσε αμέσως μόλις άκουσε μια φωνή να φωνάζει το όνομά της και μάλιστα μ’ έναν αυστηρό τόνο.

Έκανε μια γκριμάτσα σαν να έκανε μια ζημιά που αποκαλύφθηκε κι έφυγε χωρίς καν να με χαιρετίσει.

«Γρήγορα στην αίθουσα!», της είπε και την έκανε να τρέξει απ’ το φόβο της.

«Δεν πιστεύω να σ’ ενόχλησε;», με ρώτησε μ’ ένα φυσικό τόνο εκείνη η κυρία που μου είχε ανοίξει την πόρτα πιο πριν. Εγώ είχα μείνει απορημένη με τη συμπεριφορά της.

«Όχι, γιατί να μ’ ενοχλήσει; Τι λέτε τώρα; Μια χαρά κορίτσι είναι…», της είπα και τόνισα λίγο παραπάνω τη φωνή μου προς το τέλος της φράσης.

«Έτσι λέω. Βέβαια είναι άκακα τα νταουνάκια, αλλά μιλάνε πολύ και επιμένουν. Το κακόμοιρο αυτό περιμένει τη μητέρα του κάθε μέρα. Αλλά αυτή δεν έρχεται πια χρόνια τώρα. Έκανε καινούργια οικογένεια και το ξέγραψε το δικό μας εδώ. Τι να πεις; Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν παιδιά και κάποιοι άλλοι κάνουν και διακρίσεις…Έρχεται ο Δημήτρης σε λίγο. Είσαι φοιτήτρια;»

«Ε, ναι», της είπα και σκεφτόμουν πώς αυτή η γυναίκα μπορούσε τόσο εύκολα ν’ αλλάξει συμπεριφορά και διάθεση. Μόλις είχε διώξει με άσχημο τρόπο την Αναστασία και μετά τη λυπόταν.

«Ήρθα το Σεπτέμβρη. Πέρασα στην Κτηνιατρική. Αλλά το σπίτι που έμενα στην αρχή δεν με βόλευε και βρήκα τώρα του κύριου Δημήτρη, που είναι και κοντά στη σχολή μου. Όμορφη η πόλη σας. Ήρεμη ζωή και ανοιχτοί άνθρωποι. Ευτυχώς, γιατί θα περάσω περίπου έξι χρόνια εδώ».

Αμέσως μετά ήρθε ο κύριος Δημήτρης. Του έδωσα το ενοίκιο. Μου είπε αν θέλω να μου δώσει ένα λογαριασμό τραπέζης, για να το καταθέτω εκεί. Αρνήθηκα. Σκέφτηκα ότι ήταν προτιμότερο να περνώ λίγη ώρα εκεί παρά να στέκομαι σε μια τράπεζα στη ουρά. Έπειτα ήταν και η Αναστασία. Έφυγα και είχα το πρόσωπό της στη σκέψη μου. Ένα πρόσωπο που έμοιαζε τόσο με κείνο το άλλο πρόσωπο των παιδικών μου χρόνων…

Έψαξα στον κατάλογο το όνομα της μητέρας της. Δεν βρήκα κάποια καταχώρηση στο όνομα Μαρία Αγγέλου. Έμπλεξα και με τη σχολή μου, παρακολουθήσεις, εργαστήρια, ακατάστατα προγράμματα… Πήγα ξανά στο ίδρυμα την πρώτη του επόμενου μήνα. Ο κήπος είχε αλλάξει πρόσωπο. Πιο μεστά τα χρώματα, πιο αδιόρατα και ώριμα τα αρώματα. Χτύπησα πάλι το κουδούνι της μεγάλης μεταλλικής εξώπορτας. Αυτή τη φορά, μόλις με είδε εκείνη η ίδια υπάλληλος, μου άνοιξε. Με καλωσόρισε μάλιστα πρόσχαρα.

«Δεν είναι εδώ ο Δημήτρης», μου είπε.

«Αν θέλεις περίμενέ τον. Δεν θ’ αργήσει. Τον στείλαμε για κάτι ψώνια του ιδρύματος. Κάνει και τέτοιες δουλειές καμιά φορά. Κάθισε αν θέλεις».

Εκείνη τη στιγμή πρόβαλε πάλι η Αναστασία. Ντροπαλή στην αρχή με σταυρωμένα τα δάχτυλά της με πλησίασε. Μου άπλωσε το χέρι της.

«Είμαι η Αναστασία…», μου είπε και με κοίταξε με χαμηλωμένο το κεφάλι της.

«Γεια σου Αναστασία!», της είπα, ακολουθώντας αυτή τη διαδικασία αβίαστα. Της χαμογέλασα μάλιστα και της έδωσα πάλι το χέρι μου. Αυτή κοίταξε το δικό μου και μου το έδωσε με δισταγμό.

«Βρήκες τη μαμά μου;», με ρώτησε και με ξάφνιασε. Μ’ έκανε μάλιστα να νιώσω τόσο άσχημα που την είχα αφήσει έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να δώσω ένα σημάδι. Τη σκεφτόμουν μονάχη της να περιμένει και να έχει περισσότερες ελπίδες στηριγμένη στη δική μου υπόσχεση.

«Δεν μπόρεσα να βρω το όνομά της στον κατάλογο…», της είπα σιγανά και κοίταξα γύρω μου ύποπτα σαν να έκανα κάτι κακό.

«Μήπως ξέρεις κάποια διεύθυνση, κάτι να με βοηθήσεις;»

«Δεν ξέρω…», μου είπε μ’ ένα ύφος θλιμμένο.

«Δεν ξέρεις…», επανέλαβα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που ένιωθα γι’ αυτό το κορίτσι με τα μικρά μάτια και το παράξενο προσωπάκι. Δεν ήταν οίκτος σίγουρα. Ήταν αγάπη. Μια παράξενη αγάπη που πηγάζει βαθιά απ’ την ψυχή μας. Μια ανιδιοτελής αγάπη να προσφέρεις χωρίς αντάλλαγμα. Ένα ζεστό συναίσθημα να προστατέψεις, να χαρίσεις ευτυχία εκεί που αξίζει και τόσο απάνθρωπα δεν υπάρχει.agapi_180314

«Θα τη βρεις;», με ρώτησε και τα μάτια της βούρκωσαν.

«Θα προσπαθήσω…», της είπα, μα ένιωθα ότι δεν την κάλυπτε αυτή η απάντηση.

«Θα τη βρω!», της είπα τώρα με σιγουριά και έλαμψε αμέσως το πρόσωπό της.

«Μη με ξεχάσεις…», μου είπε πάλι με παράπονο και πήγε και κόλλησε το πρόσωπό της ξανά στο τζάμι της πόρτας. Την πλησίασα.

«Δεν έχει λουλούδια τώρα ο κήπος…», μου είπε.

«Και στην αίθουσα δεν μ’ αφήνουν πια να ζωγραφίζω. Έκανα μια ζημιά και μου έβαλαν τιμωρία. Δεν ακούω καμιά φωνή μέσα μου πια. Κανένα τραγούδι…»

«Θα σου φέρω εγώ, όταν ξανάρθω, μια μικρή γλάστρα με λουλούδια. Θα ζητήσω όμως πρώτα την άδεια από την κυρία. Εντάξει;»

«Εντάξει!», είπε και χάρηκε ξανά.

Ήταν τόσο εύκολο αυτό το κορίτσι να χαρεί και να λυπηθεί. Απ’ την μια στιγμή στην άλλη άλλαζε έκφραση. Ένα μικρό παιδί ήταν κρυμμένο μέσα της. Την ρώτησα την ηλικία της. Μου είπε με μια συστολή και χωρίς να έχει και τόσο συνείδηση του χρόνου:


«Είκοσι τρία».

Γνωρίζω ότι παιδιά με το σύνδρομο Ντάουν δεν ζουν πολλά χρόνια. Η Αναστασία βάδιζε αργά πια προς το τέλος της ζωής της και ήταν τόσο ωραίο και εύκολο να την κάνει κάποιος να χαρεί. Όμως αυτό το κορίτσι ήταν θλιμμένο. Ένιωσα άσχημα. Πήγα να την αγκαλιάσω, μα τραβήχτηκε. Φοβήθηκε μια τέτοια εκδήλωση. Δεν ήταν μαθημένη σ’ αυτή την έκφραση αγάπης.

«Κάνω κάθε βράδυ κάτι όνειρα, σοκολατένια…», μου είπε μόνη της.

«Απαγορεύεται να φάω σοκολάτα, το ξέρεις; Έχω αλλεργία. Μια φορά που έφαγα κόντεψα να πεθάνω. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Αλλά είχε τόσο όμορφη γεύση! Θυμάμαι που έκλεισα τα μάτια και γέμισα μέσα μου τραγούδια. Ονειρεύομαι ότι είμαι στα σύννεφα και πετάω. Ο ουρανός είναι μεταξένιος κι εγώ φοράω ένα λευκό και μακρύ φόρεμα και είμαι σαν νεραϊδένια. Ακούω όμορφα τραγούδια και χορεύω. Ο ήλιος είναι κοντά μου και χαμογελάει και το φεγγάρι πιο κει με κοιτάει όπως η μαμά μου, όταν ήμουν μικρή. Και τα αστέρια είναι μικρά παιδιά και παίζουν».froufrou_180314

Γύρισε και με κοίταξε και είχε δακρύσει. Ένιωσα έναν δυνατό αέρα να σκορπάει από μέσα μου ό,τι είχα συμβατικά χτίσει όλα αυτά τα χρόνια. Ένιωσα να δακρύζω σ’ αυτό το παράδοξο θέαμα, σ’ αυτή την περιγραφή που με πήγε πολύ πίσω, όταν ήμουν μικρό παιδί και είχα μια αδερφή σαν την Αναστασία, τη Ευτυχία. Θυμάμαι πως παίζαμε και με πρόσεχε, μου τραγουδούσε και μ’ αγκάλιαζε κι ένιωθα στην αγκαλιά της όλο τον κόσμο. Και η μητέρα μου χαμογελούσε και μας αγαπούσε και τις δύο το ίδιο. Μα η Ευτυχία μια μέρα δεν ξύπνησε. Θυμάμαι που πήγα στο κρεβάτι της και τη φώναξα. Την σκούντηξα μα δεν αντέδρασε. Φώναξα τη μαμά μας. Από κει και ύστερα δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Με πήγαν στο σπίτι μιας θείας μας. Αργότερα έμαθα ότι είναι συνηθισμένο να προδίδονται από την καρδιά τους τα παιδιά με το σύνδρομο Ντάουν. Και η Αναστασία μου θύμιζε τόσο τη μεγάλη μου αδερφή! Ήταν ίδια με τη μεγάλη μου αδερφή.

Όταν ήρθε ο κύριος Δημήτρης, τον πήρα λίγο παράμερα και τον ρώτησα αν μπορεί να μου βρει τη διεύθυνση των γονέων της Αναστασίας. Γνώριζα ότι τα ιδρύματα δεν δίνουν εύκολα τέτοιες πληροφορίες. Του εξήγησα τι υποσχέθηκα στην Αναστασία και ότι δεν είναι σωστό ένα τέτοιο άτομο να μένει εντελώς μόνο. Μου είπε ότι θα προσπαθήσει και πράγματι δύο μέρες μετά μου τηλεφώνησε και μου έδωσε τη διεύθυνση των γονιών της. Πήγα και χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε ένας άντρας με άγρια όψη. Όταν του είπα για την Αναστασία αγρίεψε κι άλλο και μόνο που δεν με έσπρωξε για να φύγω. Πίσω του μια γυναικεία φιγούρα με ατημέλητο πρόσωπο φάνηκε ν’ ακούει προσεκτικά. Λίγο μετά κρύφτηκε. Δεν μπόρεσα να καταφέρω κάτι. Δεν ήξερα τι άλλο θα μπορούσα να κάνω. Πήγα στο ίδρυμα την επόμενη εβδομάδα. Η κυρία της υποδοχής με κοίταξε κάπως παράξενα. Ήρθε μέχρι έξω.

«Τι θέλεις;», με ρώτησε ύποπτα.

«Δεν είναι ο Δημήτρης εδώ. Και δεν είναι η αρχή του μήνα».

«Θέλω να δω την Αναστασία», της είπα κι έκανα να περάσω.

«Η Αναστασία είναι άρρωστη…», μου είπε αφοπλιστικά και με σταμάτησε.

«Άρρωστη; Δηλαδή τι έχει;»

«Δεν μας επιτρέπεται να πούμε. Δεν έχεις δικαίωμα να ρωτάς εξάλλου. Είναι στην κλινική. Την πήραν από το ίδρυμα πριν λίγες μέρες. Μην ανακατεύεσαι άλλο σ’ αυτήν την υπόθεση!»

Την κοίταξα και προσπαθούσα να καταλάβω αν αυτό ήταν απειλή ή προειδοποίηση. Ένα ξύλινο βλέμμα που κοιτούσε μακριά.

«Σε ποια κλινική;», τη ρώτησα και περίμενα απάντηση.

«Στου Δημητρίου . Αλλά δεν πρόκειται να σ’ αφήσουν να τη δεις…», μου είπε και συνέχισε να είναι ανέκφραστη.

Έφυγα χωρίς να πω κάτι άλλο. Ρώτησα και γρήγορα βρήκα εκείνη την κλινική. Ένα παλιό κτίριο απ’ έξω, που δεν παρέπεμπε και πολύ σε κλινική. Μπήκα στον προθάλαμο. Κάποιος με ρώτησε τι ήθελα. Του είπα ότι θέλω να επισκεφτώ ένα κορίτσι από το ίδρυμα της Αγίας Σκέπης. Αυτός μου είπε ότι δεν έχουν κανέναν από το ίδρυμα στην κλινική. Του ζήτησα να κοιτάξει καλά τα χαρτιά του. Μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Ήταν κατηγορηματικός. Δεν ήξερα τι να κάνω πια.

Ρώτησα στη σχολή μου μια συμφοιτήτριά μου, τη Μαρία, που ήταν από την πόλη, αν ήξερε κάτι παραπάνω γι’ αυτή την κλινική. Αυτή χαμογέλασε πικρά.

«Η διαφθορά στο μεγαλείο της!», μου είπε με νόημα. Της ανέφερα την ιστορία με την Αναστασία. Κούνησε το κεφάλι της.

«Δεν έχει ιερό και όσιο ο Δημητρίου! Έχουν ακουστεί κατά καιρούς πολλά γι’ αυτόν. Βέβαια τίποτε δεν επαληθεύτηκε. Αλλά ξέρεις, όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Μην μπλέκεις όμως μ’ αυτούς. Είναι αδίστακτοι. Θα βρεις τον μπελά σου!»

Φυσικά και δεν άκουσα τη συμβουλή της. Δεν υπήρχε γυρισμός. Έπρεπε να βρω οπωσδήποτε την Αναστασία. Δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό το πλασματάκι κλεισμένο σ’ ένα δωμάτιο, τρομαγμένο, εντελώς αδύναμο κι εγώ να μην κάνω κάτι.

Η Μαρία μου είπε ότι είχε μια γνωστή της μητέρας της που δούλευε στον Δημητρίου. Ήταν μια νοσοκόμα. Θα προσπαθούσε να μάθει πού είχαν την Αναστασία. Και πράγματι την επόμενη μέρα μου είπε τον αριθμό του δωματίου. Της ζήτησα να μάθει και κάποια άλλα ονόματα ασθενών που βρίσκονταν στην κλινική. Φόρεσα μια περούκα, άλλαξα και κάπως τα χαρακτηριστικά μου και ξαναπήγα στην κλινική και ζήτησα να δω κάποιο άτομο που βρισκόταν σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Ο θυρωρός με κοίταξε ύποπτα, αλλά μου επέτρεψε να μπω. Στο ασανσέρ έβγαλα την περούκα και το σακάκι μου και έψαξα να βρω το δωμάτιο της Αναστασίας. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς στο διάδρομο. Μύριζε έντονα κλεισούρα και χλωρίνη. Άνοιξα αργά την πόρτα του δωματίου της. Της είχαν βάλει ορό και κοιμόταν. Την πλησίασα. Δεν ήθελα να την τρομάξω. Της έπιασα το χέρι. Άνοιξε αργά τα μάτια της. Το βλέμμα της θολό.

«Είμαι η Αναστασία…», είπε αδύναμα κι έκανε να μου δώσει το χέρι της.

«Τι σου κάνανε κορίτσι μου!», είπα πιο πολύ μιλώντας στον εαυτό μου.

«Πονάω…», μου είπε κι έκλεισε τα μάτια της.

Σήκωσα τα σκεπάσματα. Στο σημείο του δεξιού νεφρού μια μεγάλη γάζα. Κοίταξα γύρω μου.

«Είχες πρόβλημα; Γιατί σε φέρανε εδώ;», τη ρώτησα ψιθυριστά.

«Ήμουν καλά…», μου είπε πάλι αυτή.

«Δεν ξέρω τι μου κάνανε. Πονάω πολύ!»

«Άκουσέ με προσεκτικά. Θα σε πάρω από δω, αλλά θέλω να με βοηθήσεις. Σου έφερα ρούχα ν’ αλλάξεις. Και μια περούκα. Μπορείς να περπατήσεις;»

«Ναι», μου είπε κι άνοιξε πιο ζωηρά τώρα τα μάτια της.

«Πρέπει να κάνουμε γρήγορα. Σήκω να σε ντύσω».

Σκέπασα κάποια μαξιλάρια με το σεντόνι στο κρεβάτι της. Κατεβήκαμε με το ασανσέρ. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Η Αναστασία σφιγγόταν στο μπράτσο μου. Στο θυρωρείο δεν βρισκόταν κανείς. ο Θεός μας βοήθησε. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και φύγαμε βιαστικές. Στρίψαμε σε μια γωνία.

«Πώς είσαι τώρα;», τη ρώτησα.

«Δεν μπορώ να περπατήσω γρήγορα. Πονάω πίσω στη μέση μου. Τι μου κάνανε;»

«Δεν ξέρω…», της είπα, αλλά θα μάθω.

Πήγαμε σπίτι μου και της ζήτησα να ξαπλώσει και να μην σηκωθεί από το κρεβάτι. Τηλεφώνησα στον πατέρα μου να έρθει γρήγορα από τη Θεσσαλονίκη. Είναι χειρουργός. Εγώ όμως δεν ήθελα ν’ ακολουθήσω το δικό του επάγγελμα. Με τραβούσαν πιο πολύ τα ζώα και ευτυχώς δεν είχα ποτέ συγκρούσεις για το τι θα γίνω. Δεν του εξήγησα και πολλά από το τηλέφωνο. Το βράδυ ήρθε. Εξέτασε την Αναστασία. Με κοίταξε περίεργα.

«Της αφαίρεσαν το ένα νεφρό!», μου είπε.

«Είχε λες πρόβλημα;», τον ρώτησα με δυσπιστία.

«Τι να σου πω…Η Αναστασία λέει ότι δεν πονούσε ποτέ το νεφρό της. Κάτι άλλο παράξενο συμβαίνει εδώ. Μάλλον πρόκειται για εμπόριο οργάνων. Μου φαίνεται ότι έσωσες έναν άνθρωπο από βέβαιο θάνατο. Θα της έπαιρναν όσα όργανα μπορούσαν και μετά θα τη σκότωναν και θα της έπαιρναν και τα υπόλοιπα. Ό,τι τέλος πάντων μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Υπάρχουν κάποιοι αδίστακτοι που μπροστά στο χρήμα δεν λογαριάζουν τίποτε. Πρέπει όμως να προσέξεις. Ξέρει κανείς γι’ αυτό που έκανες;»

Δεν ήξερα τι να του πω. Δεν φανταζόμουν ποτέ μια τέτοια εξέλιξη. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν ότι βοήθησα ένα ανήμπορο πλάσμα να σώσει τη ζωή του. Δεν με τρόμαζε τίποτε. Και ένιωθα πως έκανα το σωστό.

«Τι μπορούμε να κάνουμε;», τον ρώτησα.

Εκείνος φάνηκε σκεφτικός. Γύριζε μέσα στο δωμάτιο και φαινόταν να διχάζεται. Είχε κι αυτός τη δική του ιστορία. Η Ευτυχία στοίχειωνε όμορφα τη ζωή μας. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει την Αναστασία να χαθεί έτσι.

«Θα πάμε στον εισαγγελέα», μου είπε.

«Την αστυνομία δεν την εμπιστεύομαι, ειδικά στις μικρές πόλεις. Θα ζητήσουμε να μας αναθέσουν την φροντίδα της Αναστασίας. Δεν πρέπει να γυρίσει στο ίδρυμα και βέβαια δεν πρέπει να μείνει μόνη της. Είσαι σίγουρη όμως ότι οι γονείς της δεν τη θέλουν;»

«Έτσι νομίζω. Τι να σου πω… Η μητέρα της ζει με κάποιον που κόντεψε να μου επιτεθεί τις προάλλες. Δεν νομίζω ότι είναι κατάλληλο περιβάλλον για την Αναστασία εκεί μέσα».

Το επόμενο πρωινό πήγε στα δικαστήρια. Επέστρεψε με τον εισαγγελέα κι έναν κοινωνικό λειτουργό. Μιλήσαμε για πολλή ώρα. Η Αναστασία ήταν φοβισμένη, ωστόσο απαντούσε σε ό,τι της ρωτούσαν. Ο εισαγγελέας φάνηκε να προβληματίζεται. Ο πατέρας μου του είπε ότι είχε κι ο ίδιος μια κόρη με την ίδια ιδιομορφία. Επικαλέστηκε και την ιατρική του ιδιότητα. Η Αναστασία εξάλλου ήταν είκοσι τριών ετών. Είχε κάθε δικαίωμα να επιλέξει. Ζητήσαμε τουλάχιστον να την παίρναμε μέχρι να αναρρώσει πλήρως και να βλέπαμε τι θα γινόταν με την υπόθεση της κλινικής. Μετά θα την επιστρέφαμε στο ίδρυμα. Εγώ δεν θα μπορούσα να την κρατήσω στο σπίτι μου. Οι γονείς μου δεν τη γνώριζαν και ίσως τελικά να γινόταν και κάτι θετικό με τη μητέρα της. Και τα καταφέραμε. Χάρηκε με την εξέλιξη. Ίσως το ένστικτό της, ίσως κάτι άλλο πιο παράξενο, πάντως άλλαξε από τη στιγμή που της ανακοινώσαμε ότι θα φεύγαμε για Θεσσαλονίκη. Θέλησε να μείνω μαζί της μέχρι να γίνει καλά. Δέχτηκα με χαρά.

Μόλις μπήκε στο δωμάτιό της ψιθύρισε: «Φρουφρουδένια ζωή!», και κοίταξε γύρω της και μετά μ’ αγκάλιασε δυνατά και μ’ άφησε απότομα. Εγώ, θυμάμαι, χαμογέλασα με τη δική της απλή και ταυτόχρονα μεγαλειώδη ευτυχία.

Η μητέρα μου τη δέχτηκε σαν δικό της παιδί. Το περίμενα άλλωστε. Σαν να της ξεπλήρωσε ο Θεός μια υπόσχεση και θα έκανε τα πάντα να νιώσει η Αναστασία όμορφα.

Λίγα βράδια μετά μου είπε:

«Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που έκανες για μένα! Κανείς ποτέ δεν μου φέρθηκε έτσι. Είσαι λουλουδένια!»

Είχε μια μανία να βάζει την κατάληξη –ένια στο τέλος πολλών λέξεων, ακόμη και σ’ αυτές που δεν ταίριαζε. Ωστόσο ήταν τέτοιος ο τρόπος που τις πρόφερε μετά αυτές τις λέξεις, που δεν καταλάβαινα ότι αυτή η λέξη δεν υπήρχε. Είχε τέτοια ζέστη στη φωνή της και τόση πεποίθηση σ’ αυτό που έλεγε, που η λέξη ήταν κάτι ταιριαστό μ’ αυτό το παράξενα γοητευτικό πλάσμα με μια ψυχή γεμάτη αγάπη.

Μα ένα πρωινό του Απρίλη ήρθε ένα περιπολικό και μας την πήρε.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις φωνές της και μετά το σιωπηλό της κλάμα… Είχαν λέει διαταγές. Η μητέρα της πρόσβαλε την απόφαση του εισαγγελέα να μας δώσει την Αναστασία. Ο δικαστής έκανε δεκτή την αίτηση της μητέρας και έστειλαν διαταγή να συνοδευτεί η Αναστασία στο σπίτι της μητέρας της. Μάλιστα ο δικαστής θεώρησε ότι μαζί μας κινδύνευε, καθώς δεν είμαστε συγγενείς της, ενώ η μητέρα της θα την πρόσεχε καλύτερα, όπως ήταν φυσικό! Δεν μπορέσαμε να κάνουμε κάτι. Την επόμενη μέρα πήγα κι εγώ στην πόλη. Είχαν τελειώσει κι οι διακοπές του Πάσχα κι έπρεπε να πάω στη σχολή μου. Μα μόλις έφτασα μου τηλεφώνησε ο κύριος Δημήτρης και μου είπε το άσχημο νέο.

Έτρεξα στο σπίτι της. Ένα στεφάνι μόνο ήταν απ’ έξω. Μπήκα μέσα βιαστικά. Ήθελα να τη δω. Εκείνη η γυναίκα, που ήθελε να λέγεται μητέρα της, με πλησίασε και μου είπε πως με ζητούσε από την πρώτη στιγμή που έφτασε στο σπίτι. Δεν ήξερε μου είπε εκείνη η γυναίκα, που ήθελε να λέγεται ‘’μητέρα’’, πως η Αναστασία ήταν αλλεργική στη σοκολάτα. Και δεν ήξερε βέβαια γιατί η Αναστασία έφαγε σοκολάτα, ενώ η ίδια ήξερε πως ήταν αλλεργική. Εγώ όμως ήξερα. Ήθελε να φύγει και βρήκε τον καλύτερο τρόπο να το κάνει. Τώρα ζει κάπου παραμυθένια, με νεραϊδένια φορέματα, με σοκολατένια όνειρα, μελένια μάτια, ζωγραφένια χρώματα, πουπουλένια σύννεφα, φρουφρουδένια ζωή!

Βαγγέλης Ντελής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.

Ο διαχειριστής