Οι παλαιότεροι, οι οποίοι γνώρισαν σε μικρή ηλικία είτε τον πόλεμο με όλα τα δεινά του, είτε τη μεταπολεμική γεμάτη στερήσεις ζωή, παρατηρούν τη σημερινή κατάσταση με θλίψη.
Αναλογίζονται ότι η Ελλάδα τη δεκαετία του 1950 πορευόταν πληγωμένη να θεραπεύσει τις πληγές της και οι περισσότεροι Έλληνες, μαθημένοι στις κακουχίες και τις στερήσεις, πάλευαν ημέρα και νύχτα για να τα φέρουν βόλτα.
Λόγω των συνεπειών του σκληρού Εμφυλίου Πολέμου αλλά και της φτώχειας αρκετοί άφησαν την επαρχία και κατέφυγαν στις μεγάλες πόλεις προσφέροντας φτηνά εργατικά χέρια και συμβάλλοντας έτσι στην ανοικοδόμηση της καθημαγμένης χώρας. Άλλοι πάλι πήραν τους δρόμους της ξενιτιάς, όπου εργαζόμενοι σκληρά έστειλαν σημαντικά εμβάσματα στην Πατρίδα.
Οι περισσότεροι έμειναν στα χωριά τους, όπου δουλεύοντας τη λίγη γη τους από τα άγρια χαράματα έως τη δύση του ηλίου, κατάφεραν να επιζήσουν οι ίδιοι, να δημιουργήσουν οικογένειες και να σπουδάσουν όσα από τα παιδιά τους “έπαιρναν τα γράμματα”.
Μεγάλη υπόθεση για τους αγρότες και τους εργάτες τότε να σπουδάσουν ένα ή περισσότερα από τα παιδιά τους ώστε να γίνουν “καλύτεροι άνθρωποι” και οι ίδιοι να καμαρώνουν και να λένε «έβγαλα το παιδί μου επιστήμονα».
Όσα παιδιά έμεναν στο χωριό ασχολούνταν με τα χωράφια ή την κτηνοτροφία.
Καφετέριες δεν υπήρχαν τότε και το να κάθεσαι με τις ώρες στο καφενείο εθεωρείτο ντροπή και προκαλούσε αρνητικά σχόλια.
Με τον φυσικό και άδολο πολιτισμό που είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους οι “αγράμματοι” χωρικοί έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό στους μεγαλύτερους και συμπαραστέκονταν σε όσους είχαν ανάγκη.
Παρά τη φτώχεια τους ήταν ιδιαίτερα φιλόξενοι και περιποιητικοί προς τους “ξένους” που τύχαινε να βρεθούν στο χωριό ή το σπίτι τους. Μαζί με τους μεγάλους και τα παιδιά εργάζονταν τις ελεύθερες ώρες τους στα χωράφια και η κάθε οικογένεια ήταν αυτάρκης σε αγροτικά προϊόντα, κάποια από τα οποία πωλούσε για να αποκτήσει όσα η ίδια δεν παρήγαγε.
Οι εξαγωγές, ιδίως αγροτικών προϊόντων, απέφεραν αρκετό ξένο συνάλλαγμα. Έτσι μέσα σε μια δεκαετία, γύρω στο 1960, η Ελλάδα, με πολύν κόπο και ιδρώτα, είχε καταστεί η δεύτερη, μετά την Ιαπωνία, σε ανάπτυξη χώρα στον κόσμο.
Ως τη δεκαετία του 1970 υπήρχαν λίγοι δρόμοι κι αυτοί χωματόδρομοι ή στην καλύτερη περίπτωση χαλικοστρωμένοι. Οι συγκοινωνίες πραγματοποιούνταν με τα πόδια, με τα ζώα και, όχι παντού, με λεωφορείο, ή και με τραίνο. Στο νοσοκομείο δεν ήταν εύκολο να πας, αλλά λειτουργούσαν τα αγροτικά ιατρεία, το καθένα από τα οποία εξυπηρετούσε αρκετά χωριά. Και μέσα σ’ αυτή την κατάσταση των στερήσεων και των δυσκολιών, οι άνθρωποι, και οι πιο “αγράμματοι”, ήταν πολιτισμένοι.
Η φτωχή Ελλάδα είχε πολιτισμό.
Αργότερα η κατάσταση βελτιώθηκε έγιναν δρόμοι, νοσοκομεία, σχολεία μιας και η εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική μέχρι το γυμνάσιο. Το ηλεκτρικό, το τηλέφωνο και η τηλεόραση πήγαν σε κάθε απομακρυσμένο σπίτι. Δόθηκαν και οι αγροτικές συντάξεις και ο λαός της υπαίθρου ανάσανε.
Η χώρα διοικητικά ήταν διαιρεμένη σε δήμους (οι πόλεις) και σε κοινότητες (τα χωριά).
Οι κοινοτάρχες, με τις όποιες αδυναμίες τους, πάσχιζαν για να λύσουν τα προβλήματα της κοινότητας και των συγχωριανών τους.
Μετά ήρθε ο “Καποδίστριας” και ο “Καλλικράτης” και δεν άφησαν τίποτα όρθιο.
Ακολούθησαν οι επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων με τις οποίες οι αγρότες γέμισαν ζεστό χρήμα και κοντά σ’ αυτούς και τα κάθε είδους μαγαζιά, από εμπορικά έως ξενυχτάδικα και σκυλάδικα.
Ήρθαν μετά και οι Αλβανοί πρόσφυγες ή μετανάστες, οι οποίοι δουλευταράδες και στερημένοι καθώς ήταν, ανέλαβαν όλες τις χειρωνακτικές εργασίες. Έτσι οι αγρότες, από εργατικοί και μαθημένοι στα δύσκολα που ήταν, έγιναν αφεντικά, όχι όλοι ασφαλώς, ξέμαθαν από τις βαριές αγροτικές δουλειές και εξ αιτίας των επιδοτήσεων πολλά χωράφια έμειναν ακαλλιέργητα.
Κάποιοι δεν παρήγαγαν ούτε ντομάτες.
Όλα πλέον αγορασμένα.
Χρήμα υπήρχε και τα αγροτικά προϊόντα που εισάγονταν, και εισάγονται ακόμα, είναι πολύ φθηνότερα. Άρα η παραγωγή δικών μας είναι ασύμφορη. Σ’ αυτή την κατάσταση οδήγησε την κατ’ εξοχήν αγροτική Ελλάδα η ανερμάτιστη πολιτική όσων κυβέρνησαν από το 1980 περίπου και μετά.
Την περίοδο αυτή μαζί με τις κοινοτικές ενισχύσεις και επιχορηγήσεις ήρθε και ο άμετρος και αλόγιστος δανεισμός, που μας έκανε να πιστέψουμε ότι ξαφνικά γίναμε όλοι Ωνάσηδες.
Το Δημόσιο γέμισε από καλοπληρωμένους υπαλλήλους αλλά η κρατική μηχανή γινόταν όλο και πιο νωχελική, ο ωχαδερφισμός έγινε κρατούσα αντίληψη, οι γεωπόνοι δεν ξαναβγήκαν στα χωριά για να καθοδηγήσουν τους αγρότες σε νέες καλλιέργειες αλλά ενέκριναν και υπέγραφαν απλώς τις στρεμματικές επιδοτήσεις οι δασικές υπηρεσίες διαλύθηκαν με αποτέλεσμα τα δάση να έχουν αφεθεί στην τύχη τους, όσα δεν κάηκαν ακόμα.
Η στρατιωτική ΜΟΜΑ, η οποία με χαμηλό κόστος είχε φτιάξει ένα σωρό δρόμους σε όλη την Ελλάδα, διαλύθηκε και στη θέση της ήρθαν οι εργολάβοι που ρήμαξαν τα πάντα.
Δρόμοι και γέφυρες πριν καλά καλά παραδοθούν στην κυκλοφορία διαλύονται και πέφτουν!
Στην Εκπαίδευση από το 1982 καταργήθηκε η αξιολόγηση και 30 χρόνια τώρα τι γίνεται μέσα στην τάξη μόνο οι μαθητές το ξέρουν, αλλά ό,τι και να πουν κανένας δεν τους ακούει.
Στις διευθυντικές θέσεις συνήθως αναρριχώνται άτομα ανίκανα, τα οποία αντί να λύνουν δημιουργούν περισσότερα προβλήματα.
Και όσοι είναι ικανοί υπονομεύονται και εμποδίζονται στο έργο τους από τους συνδικαλιστές της συμφοράς, τους οποίους εξέθρεψε το πολιτικό μας σύστημα. Αλλά και πολλοί απαίδευτοι γονείς με τα παραχαϊδεμένα παιδιά τους συνέβαλαν στην εξάρθρωση της Εκπαίδευσης.
Οι Έλληνες στέλνουν πια τα παιδιά τους (όλα, ακόμα και εκείνα που δεν “παίρνουν τα γράμματα”) στο σχολείο όχι για να σπουδάσουν και να γίνουν «καλύτεροι άνθρωποι», αλλά για να πάρουν το χαρτί και να “στριχώσουν” στο Δημόσιο για τη σχετική αργομισθία.
Αλλά το Δημόσιο πλέον κατέρρευσε.
Ο Στρατός και η Αστυνομία διαλύθηκαν, η Δικαιοσύνη το ίδιο.
Τους πολιτικούς, που εμείς εκλέξαμε και εκλέγουμε κάθε φορά, δεν τους εμπιστευόμαστε.
Τους Ευρωπαίους από τους οποίους ζητάμε βοήθεια τους λοιδορούμε και τους προπηλακίζουμε.
Τους πνευματικούς ανθρώπους δεν τους υπολογίζουμε.
Βιβλίο δεν ανοίγουμε, αφού είναι αρκετή η “μόρφωση” που μας “παρέχει” καθισμένους στον καναπέ η τηλεόραση και ιδίως τα “πρωινάδικα”.
Η Δημοκρατία στην οποία εναποθέσαμε όλες μας τις ελπίδες δεν μας ικανοποιεί πλέον.
Και για όλα αυτά φταίνε οι άλλοι.
Εμείς δεν έχουμε καμιά ευθύνη!
Επομένως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για την Ελλάδα και τους Έλληνες;
Υπάρχει. Και ίσως βρεθεί μέσα στην κρίση, την οποία ακόμα δεν βιώσαμε.
Αναλογίζονται ότι η Ελλάδα τη δεκαετία του 1950 πορευόταν πληγωμένη να θεραπεύσει τις πληγές της και οι περισσότεροι Έλληνες, μαθημένοι στις κακουχίες και τις στερήσεις, πάλευαν ημέρα και νύχτα για να τα φέρουν βόλτα.
Λόγω των συνεπειών του σκληρού Εμφυλίου Πολέμου αλλά και της φτώχειας αρκετοί άφησαν την επαρχία και κατέφυγαν στις μεγάλες πόλεις προσφέροντας φτηνά εργατικά χέρια και συμβάλλοντας έτσι στην ανοικοδόμηση της καθημαγμένης χώρας. Άλλοι πάλι πήραν τους δρόμους της ξενιτιάς, όπου εργαζόμενοι σκληρά έστειλαν σημαντικά εμβάσματα στην Πατρίδα.
Οι περισσότεροι έμειναν στα χωριά τους, όπου δουλεύοντας τη λίγη γη τους από τα άγρια χαράματα έως τη δύση του ηλίου, κατάφεραν να επιζήσουν οι ίδιοι, να δημιουργήσουν οικογένειες και να σπουδάσουν όσα από τα παιδιά τους “έπαιρναν τα γράμματα”.
Μεγάλη υπόθεση για τους αγρότες και τους εργάτες τότε να σπουδάσουν ένα ή περισσότερα από τα παιδιά τους ώστε να γίνουν “καλύτεροι άνθρωποι” και οι ίδιοι να καμαρώνουν και να λένε «έβγαλα το παιδί μου επιστήμονα».
Όσα παιδιά έμεναν στο χωριό ασχολούνταν με τα χωράφια ή την κτηνοτροφία.
Καφετέριες δεν υπήρχαν τότε και το να κάθεσαι με τις ώρες στο καφενείο εθεωρείτο ντροπή και προκαλούσε αρνητικά σχόλια.
Με τον φυσικό και άδολο πολιτισμό που είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους οι “αγράμματοι” χωρικοί έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό στους μεγαλύτερους και συμπαραστέκονταν σε όσους είχαν ανάγκη.
Παρά τη φτώχεια τους ήταν ιδιαίτερα φιλόξενοι και περιποιητικοί προς τους “ξένους” που τύχαινε να βρεθούν στο χωριό ή το σπίτι τους. Μαζί με τους μεγάλους και τα παιδιά εργάζονταν τις ελεύθερες ώρες τους στα χωράφια και η κάθε οικογένεια ήταν αυτάρκης σε αγροτικά προϊόντα, κάποια από τα οποία πωλούσε για να αποκτήσει όσα η ίδια δεν παρήγαγε.
Οι εξαγωγές, ιδίως αγροτικών προϊόντων, απέφεραν αρκετό ξένο συνάλλαγμα. Έτσι μέσα σε μια δεκαετία, γύρω στο 1960, η Ελλάδα, με πολύν κόπο και ιδρώτα, είχε καταστεί η δεύτερη, μετά την Ιαπωνία, σε ανάπτυξη χώρα στον κόσμο.
Ως τη δεκαετία του 1970 υπήρχαν λίγοι δρόμοι κι αυτοί χωματόδρομοι ή στην καλύτερη περίπτωση χαλικοστρωμένοι. Οι συγκοινωνίες πραγματοποιούνταν με τα πόδια, με τα ζώα και, όχι παντού, με λεωφορείο, ή και με τραίνο. Στο νοσοκομείο δεν ήταν εύκολο να πας, αλλά λειτουργούσαν τα αγροτικά ιατρεία, το καθένα από τα οποία εξυπηρετούσε αρκετά χωριά. Και μέσα σ’ αυτή την κατάσταση των στερήσεων και των δυσκολιών, οι άνθρωποι, και οι πιο “αγράμματοι”, ήταν πολιτισμένοι.
Η φτωχή Ελλάδα είχε πολιτισμό.
Αργότερα η κατάσταση βελτιώθηκε έγιναν δρόμοι, νοσοκομεία, σχολεία μιας και η εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική μέχρι το γυμνάσιο. Το ηλεκτρικό, το τηλέφωνο και η τηλεόραση πήγαν σε κάθε απομακρυσμένο σπίτι. Δόθηκαν και οι αγροτικές συντάξεις και ο λαός της υπαίθρου ανάσανε.
Η χώρα διοικητικά ήταν διαιρεμένη σε δήμους (οι πόλεις) και σε κοινότητες (τα χωριά).
Οι κοινοτάρχες, με τις όποιες αδυναμίες τους, πάσχιζαν για να λύσουν τα προβλήματα της κοινότητας και των συγχωριανών τους.
Μετά ήρθε ο “Καποδίστριας” και ο “Καλλικράτης” και δεν άφησαν τίποτα όρθιο.
Ακολούθησαν οι επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων με τις οποίες οι αγρότες γέμισαν ζεστό χρήμα και κοντά σ’ αυτούς και τα κάθε είδους μαγαζιά, από εμπορικά έως ξενυχτάδικα και σκυλάδικα.
Ήρθαν μετά και οι Αλβανοί πρόσφυγες ή μετανάστες, οι οποίοι δουλευταράδες και στερημένοι καθώς ήταν, ανέλαβαν όλες τις χειρωνακτικές εργασίες. Έτσι οι αγρότες, από εργατικοί και μαθημένοι στα δύσκολα που ήταν, έγιναν αφεντικά, όχι όλοι ασφαλώς, ξέμαθαν από τις βαριές αγροτικές δουλειές και εξ αιτίας των επιδοτήσεων πολλά χωράφια έμειναν ακαλλιέργητα.
Κάποιοι δεν παρήγαγαν ούτε ντομάτες.
Όλα πλέον αγορασμένα.
Χρήμα υπήρχε και τα αγροτικά προϊόντα που εισάγονταν, και εισάγονται ακόμα, είναι πολύ φθηνότερα. Άρα η παραγωγή δικών μας είναι ασύμφορη. Σ’ αυτή την κατάσταση οδήγησε την κατ’ εξοχήν αγροτική Ελλάδα η ανερμάτιστη πολιτική όσων κυβέρνησαν από το 1980 περίπου και μετά.
Την περίοδο αυτή μαζί με τις κοινοτικές ενισχύσεις και επιχορηγήσεις ήρθε και ο άμετρος και αλόγιστος δανεισμός, που μας έκανε να πιστέψουμε ότι ξαφνικά γίναμε όλοι Ωνάσηδες.
Το Δημόσιο γέμισε από καλοπληρωμένους υπαλλήλους αλλά η κρατική μηχανή γινόταν όλο και πιο νωχελική, ο ωχαδερφισμός έγινε κρατούσα αντίληψη, οι γεωπόνοι δεν ξαναβγήκαν στα χωριά για να καθοδηγήσουν τους αγρότες σε νέες καλλιέργειες αλλά ενέκριναν και υπέγραφαν απλώς τις στρεμματικές επιδοτήσεις οι δασικές υπηρεσίες διαλύθηκαν με αποτέλεσμα τα δάση να έχουν αφεθεί στην τύχη τους, όσα δεν κάηκαν ακόμα.
Η στρατιωτική ΜΟΜΑ, η οποία με χαμηλό κόστος είχε φτιάξει ένα σωρό δρόμους σε όλη την Ελλάδα, διαλύθηκε και στη θέση της ήρθαν οι εργολάβοι που ρήμαξαν τα πάντα.
Δρόμοι και γέφυρες πριν καλά καλά παραδοθούν στην κυκλοφορία διαλύονται και πέφτουν!
Στην Εκπαίδευση από το 1982 καταργήθηκε η αξιολόγηση και 30 χρόνια τώρα τι γίνεται μέσα στην τάξη μόνο οι μαθητές το ξέρουν, αλλά ό,τι και να πουν κανένας δεν τους ακούει.
Στις διευθυντικές θέσεις συνήθως αναρριχώνται άτομα ανίκανα, τα οποία αντί να λύνουν δημιουργούν περισσότερα προβλήματα.
Και όσοι είναι ικανοί υπονομεύονται και εμποδίζονται στο έργο τους από τους συνδικαλιστές της συμφοράς, τους οποίους εξέθρεψε το πολιτικό μας σύστημα. Αλλά και πολλοί απαίδευτοι γονείς με τα παραχαϊδεμένα παιδιά τους συνέβαλαν στην εξάρθρωση της Εκπαίδευσης.
Οι Έλληνες στέλνουν πια τα παιδιά τους (όλα, ακόμα και εκείνα που δεν “παίρνουν τα γράμματα”) στο σχολείο όχι για να σπουδάσουν και να γίνουν «καλύτεροι άνθρωποι», αλλά για να πάρουν το χαρτί και να “στριχώσουν” στο Δημόσιο για τη σχετική αργομισθία.
Αλλά το Δημόσιο πλέον κατέρρευσε.
Ο Στρατός και η Αστυνομία διαλύθηκαν, η Δικαιοσύνη το ίδιο.
Τους πολιτικούς, που εμείς εκλέξαμε και εκλέγουμε κάθε φορά, δεν τους εμπιστευόμαστε.
Τους Ευρωπαίους από τους οποίους ζητάμε βοήθεια τους λοιδορούμε και τους προπηλακίζουμε.
Τους πνευματικούς ανθρώπους δεν τους υπολογίζουμε.
Βιβλίο δεν ανοίγουμε, αφού είναι αρκετή η “μόρφωση” που μας “παρέχει” καθισμένους στον καναπέ η τηλεόραση και ιδίως τα “πρωινάδικα”.
Η Δημοκρατία στην οποία εναποθέσαμε όλες μας τις ελπίδες δεν μας ικανοποιεί πλέον.
Και για όλα αυτά φταίνε οι άλλοι.
Εμείς δεν έχουμε καμιά ευθύνη!
Επομένως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για την Ελλάδα και τους Έλληνες;
Υπάρχει. Και ίσως βρεθεί μέσα στην κρίση, την οποία ακόμα δεν βιώσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής