Ήμουν δεν ήμουν πέντε – έξι ετών, πιτσιρίκος, μόλις που θυμάμαι.
Οι γονείς μου, (αιωνία η μνήμη τους) αν και λένε ότι οι νεκροί "ζουν" όσο τους θυμούνται αυτοί που έμειναν πίσω, με πήραν και μένα μαζί τους στο γάμο που γινότανε στα σαρακατσάνικα καλύβια πάνω από την Καστανιά Βέροιας, κάπου κοντά στην Παναγία Σουμελά.
Εμείς τότε ξεκαλοκαιριάζαμε στα Τσεκούρια Βερμίου, ψηλότερα από το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, κοντά στην ξακουστή βρύση του Ιμπιλί, μοναδική σε αυτή την πλευρά του Βερμίου.
Η απόσταση μεταξύ των δύο τσελιγκάτων λίγες ώρες στράτα με άλογα.
Από τη μέρα που ήρθε ένα παλικάρι από το συγγενολόι της νύφης με ένα μπουκάλι τσίπουρο στο χέρι και κάλεσε συγγενείς και φίλους, οι γυναίκες είχαν βγάλει τις αγένωτες φορεσιές από τα "χαράρια" (μεγάλα υφαντά σακιά στα οποία τοποθετούσαν με τάξη τα ρούχα) και τις κρέμασαν περιμετρικά του καλυβιού ώστε να "πέσουν", δηλαδή να φύγουν οι ζάρες, σίδερα τότε δεν υπήρχαν.. Να σημειωθεί εδώ ότι όλα τα ρούχα, ανδρικά και γυναικεία, ήταν φτιαγμένα στο αργαλειό και ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα τα θεωρώ αξεπέραστα...
Τόσο πολύ λεπτοδουλεμένα και λεπτά στην αφή ήταν, που ήταν δύσκολο να αντιληφθείς αν ήταν καμωμένα στο χέρι ή στη μηχανή, όπως λένε σήμερα. Αυτά τα υφάσματα, ή καλλίτερα κομψοτεχνήματα, δεν τα πήγαιναν ούτε σε μαντάνι ούτε σε ντρίστα.
Γι΄ αυτό και τα λέγανε αγένωτα και το χρώμα τους ήταν μαύρο προς το λουλακί.
Μεταξύ των καλεσμένων θυμάμαι τον μπάρμπα μου τον τσέλιγκα Γιώργο Γκαρέλη, αδελφό της μάνας μου, η οποία ήταν η πρώτη μεταξύ έξι παιδιών (πέντε κορίτσια και ένα αγόρι- ο τσέλιγκας), τον μπάρμπα μου τον Βασίλη Χαμουρούσο, μία ξαδέρφη της μάνας μου, την Γκανάτσαινα, άλλη μια θεία μου και πέραν αυτών τίποτα.
Μπροστά πήγαιναν οι άνδρες με τα μπινέκια (όσοι τουλάχιστον είχαν...ο πατέρας μου είχε ένα θαυμάσιο ψαρί μπινέκι) και στριμμένα τα μουστάκια σαν τσιγκέλια και τις κλίτσες στα τσεπάκια Πουθενά δεν πήγαινε ο σαρακατσάνος χωρίς την κλίτσα του, ακόμη και στις κηδείες.
Θυμάμαι πολύ μεταγενέστερα στο θάνατο ενός πρώτου εξαδέλφου μου στην Καλλιθέα Ελασσόνας, ένας σαρακατσάνος ήλθε να αποχαιρετήσει το νεκρό, άφησε την κλίτσα του στον παραστάτη της πόρτας και στη συνέχεια προχώρησε προς το νεκρό και ακολουθούσαν οι γυναίκες καβάλα μονόπλευρα στα σαμάρια με τις απαραίτητες πλουμιστές κουβέρτες και δεμένα μαντήλια στα καπίστρια δίπλα από τα αυτιά των αλόγων. Σε αντίθεση με τα μπινέκια που ήταν αρσενικά αραβανλίτικα άλογα, βαρβάτα ή μη, οι γυναίκες διάλεγαν φοράδες, που ήταν πιο μόλαβες, δηλαδή ήρεμες και παρείχαν περισσότερη ασφάλεια στο ταξίδι.
Εγώ ήμουν κουρνιασμένος στα καπούλια της φοράδας της μάνας μου και επειδή φοβόμουν πιάνομαν σφιχτά από τα κοτσάκια του σαμαριού, αλλά χαιρόμουν την εναλλαγή του τοπίου και τα τραγούδια των μεγάλων. Ο ρυθμός του καραβανιού ήταν αργόσυρτος και πυκνός, ώστε η επαφή να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερη. Και τούτο για να ακούγονται τα τραγούδια τους..
Έτσι τραγουδώντας και χαριεντιζόμενοι αράξαμε στα κονάκια της νύφης, όπου μας υποδέχτηκαν με ανοιχτές τις αγκαλιές και τους δίσκους, που κρατούσαν γυναίκες, γεμάτους μεζέδες και μικρά ποτηράκια ξέχειλα με τσίπουρο. Καταλήξαμε, πού αλλού, στο καλύβι της νύφης, στο οποίο γύρω - γύρω είχαν κρεμαστεί πολύχρωμες πλαγκέτες, μπατανίες, διάφορα κεντητά στο χέρι και κατά θέσεις χεριές – χεριές αμάραντοι, λουλούδια του βουνού που δεν έχουν ανάγκη χώματος.
Η υγρασία της ατμόσφαιρας, η χοντρή ρίζα και τα σαρκώδη φύλλα τους παρέχουν ό,τι χρειάζονται. Και για την ιστορία αμάραντοι κυκλοφορούν στο εμπόριο μέσα σε γλάστρες με ελάχιστες απαιτήσεις σε ποτίσματα, είναι τρόπον τινά λιτοδίαιτοι, αν επιτρέπεται η μεταφορά.
Ωστόσο, οι αυθεντικοί βουνίσιοι αμάραντοι μόνο κατά το όνομα μοιάζουν με αυτούς του εμπορίου. Είναι βλέπετε η απαίτηση της φύσης να ευνοεί όλα τα έμβια εκεί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Κανόνας απαράβατος, εκτός αν καλλιεργούνται σε θερμοκήπια που παρέχουν ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και θρεπτικών ουσιών.
Πάλι ξεστράτισα και πρέπει να γυρίσω.
Φταίει το επάγγελμα που δημιουργεί αυτό που λέμε δευτέρα φύση.
Αράξανε, λοιπόν, όλοι γύρω από το καλύβι, από τη μια μεριά οι άνδρες, από την άλλη οι γυναίκες και οι πιτσιρικάδες μπροστά από τους μεγάλους. Εγώ θυμάμαι μπροστά στη Μάνα μου, η οποία μου είχε αδυναμία, ίσως διότι ήλθα στον κόσμο ύστερα από τις τρεις αδελφές μου. Νοείται ότι μπροστά μας είχαν στρωθεί τραπεζομάντιλα υφαντά και πάνω ταψιά και σινιά με ψητά κρέατα, κοκορέτσια, σπληνάντερα, διαφόρων λογιών πίτες χορτόπιτες, τυρόπιτες, γαλατόπιτες, τυριά από τουλούμια, μέχρι κεφαλοτύρι, κασέρι, γαλοτύρια (τότε όλα τα τυριά οι γαλατάδες που ακολουθούσαν τα κοπάδια, τα κασέρια και κεφαλοτύρια, τα έφκιαναν στα βουνά λόγω ελλείψεως ψυκτικών χώρων.. Και βέβαια άφθονο κρασί και τσίπουρο.
Και άρχισε το γλέντι.
Το πρώτο τραγούδι το άρχισε ο πατέρας της νύφης και ήταν το πασίγνωστο για τους Σαρακατσαναίους:
Φίλοι μ’ καλωσορίσατε
"Φίλοι μ’ καλωσορίσατε, κι εγώ καλώς σας ιβρα
κοπιάστε στο κονάκι μας να φάτε και να πιειτε
Γλεντήστε τώρα φίλοι μου, χορέψτε τραγουδήστε
αυτόν τον χρόνο τουν καλόν τουν άλλουν ποιος του ξέρει
Για ζούμε για πεθαίνουμε, για σι άλλουν τόπο πάμε
και στην υγειά σας φίλοι μου καλοί κι αγαπημένοι"
Και οι καλεσμένοι να ανταποκρίνονται:
"Δεν ήρθαμε για φαϊ για πιει, εμείς σας αγαπάμε κι ήρθαμε να σας δούμε..." κλπ.
Ακολούθησαν με τη σειρά εναλλάξ άνδρες και γυναίκες, ο καθένας έπρεπε να αρχίσει ένα τραγούδι, έστω να πει την πρώτη λέξη. Αμέσως το έπαιρναν οι άλλοι. Περιττό να τονίσω ότι οι χορωδίες ήταν δύο, μία ανδρών και μία γυναικών. Το άρχιζαν οι γυναίκες, το επαναλάμβαναν οι άνδρες κοκ.
Και συχνά πυκνά τσούγκριζαν και τα ποτήρια συνοδεία θερμών ευχών προς τη νύφη, αλλά και προς τις ελεύθερες και τα παλικάρια, οι οποίοι, δεν γνωρίζω γιατί, αντιδρούσαν κάπως συγκρατημένα. Ίσως το επέβαλαν οι τρόποι καλής συμπεριφοράς και σεμνότητας. Και κάπου εκεί πριν τα μεσάνυχτα με πήρε ο ύμνος και όταν την άλλη μέρα ξύπνησα ετοιμαζότανε για τα στέφανα. Είχε έλθει ένας Παπάς, προφανώς από κάποιο χωριό, τον έμπασαν στο καλύβι της νύφης και ετοιμαζότανε για τα στέφανα. Η νύφη, πανέμορφη και όλο χάρη, φορούσε τσαρούχια στα πόδια λεπτοδουλεμένα με λεπτές τρίχινες φούντες, σαρακατσάνικη φορεσιά από πτυχωτή φούστα πλισέ που έφτανε μέχρι τους αστράγαλους, πουκάμισο ψιλοκεντημένο, κοζιόκα (είδος γιλέκου) επίσης ψιλοκεντημένη και μαντίλα κεντητή που έπεφτε μέχρι τις πλάτες και άφηνε να φαίνονται τα καλοχτενισμένα μαλλιά στο μέτωπο και οι κοσάνες (πλεξούδες) να εξέχουν από την μαντίλα στις πλάτες. Όλα φροντισμένα με μεράκι ώστε να δημιουργούν ένα σύνολο απείρου κάλους. Ο γαμπρός καλοξυρισμένος με στριφτό μουστάκι τσιγκελωτό, επίσης τσαρούχια στα πόδια με πυκνές-φουντωτές φούντες σε αντιδιαστολή με αυτές της νύφης και κοστούμι αγένωτο, όπως μόνο οι σαρακατσιάνες ξέρουν να φτιάχνουν και πουκάμισο με τραχηλιά κουμπωμένο μέχρι το λαιμό.
Άρχισε ο Παπάς το μυστήριο (ψάλτης δεν υπήρχε) και σε σύντομο χρονικό διάστημα όλα τελείωσαν ενώπιον αντιπροσώπου Θεού και ανθρώπων μαζί με τις ευχές όλων.
Ακολούθησε τραπέζωμα όλων με βραστό κρέας με τραχανά και τα απαραίτητα τυριά και πίτες.
Και ήλθε η ώρα του αποχωρισμού της νύφης από τους οικείους μέσα σε βαθιά συγκίνηση και κλάματα, για να επιβεβαιωθεί για ακόμη μία φορά η φράση:
Γάμος χωρίς κλάματα και κηδεία χωρίς γέλια δεν γίνονται.
Οι επιταγές της ζωής, που ισχύουν σε μικρή κλίμακα και σήμερα...
Κωνσταντίνος Γαλλής
Οι γονείς μου, (αιωνία η μνήμη τους) αν και λένε ότι οι νεκροί "ζουν" όσο τους θυμούνται αυτοί που έμειναν πίσω, με πήραν και μένα μαζί τους στο γάμο που γινότανε στα σαρακατσάνικα καλύβια πάνω από την Καστανιά Βέροιας, κάπου κοντά στην Παναγία Σουμελά.
Εμείς τότε ξεκαλοκαιριάζαμε στα Τσεκούρια Βερμίου, ψηλότερα από το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, κοντά στην ξακουστή βρύση του Ιμπιλί, μοναδική σε αυτή την πλευρά του Βερμίου.
Η απόσταση μεταξύ των δύο τσελιγκάτων λίγες ώρες στράτα με άλογα.
Από τη μέρα που ήρθε ένα παλικάρι από το συγγενολόι της νύφης με ένα μπουκάλι τσίπουρο στο χέρι και κάλεσε συγγενείς και φίλους, οι γυναίκες είχαν βγάλει τις αγένωτες φορεσιές από τα "χαράρια" (μεγάλα υφαντά σακιά στα οποία τοποθετούσαν με τάξη τα ρούχα) και τις κρέμασαν περιμετρικά του καλυβιού ώστε να "πέσουν", δηλαδή να φύγουν οι ζάρες, σίδερα τότε δεν υπήρχαν.. Να σημειωθεί εδώ ότι όλα τα ρούχα, ανδρικά και γυναικεία, ήταν φτιαγμένα στο αργαλειό και ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα τα θεωρώ αξεπέραστα...
Τόσο πολύ λεπτοδουλεμένα και λεπτά στην αφή ήταν, που ήταν δύσκολο να αντιληφθείς αν ήταν καμωμένα στο χέρι ή στη μηχανή, όπως λένε σήμερα. Αυτά τα υφάσματα, ή καλλίτερα κομψοτεχνήματα, δεν τα πήγαιναν ούτε σε μαντάνι ούτε σε ντρίστα.
Γι΄ αυτό και τα λέγανε αγένωτα και το χρώμα τους ήταν μαύρο προς το λουλακί.
Μεταξύ των καλεσμένων θυμάμαι τον μπάρμπα μου τον τσέλιγκα Γιώργο Γκαρέλη, αδελφό της μάνας μου, η οποία ήταν η πρώτη μεταξύ έξι παιδιών (πέντε κορίτσια και ένα αγόρι- ο τσέλιγκας), τον μπάρμπα μου τον Βασίλη Χαμουρούσο, μία ξαδέρφη της μάνας μου, την Γκανάτσαινα, άλλη μια θεία μου και πέραν αυτών τίποτα.
Μπροστά πήγαιναν οι άνδρες με τα μπινέκια (όσοι τουλάχιστον είχαν...ο πατέρας μου είχε ένα θαυμάσιο ψαρί μπινέκι) και στριμμένα τα μουστάκια σαν τσιγκέλια και τις κλίτσες στα τσεπάκια Πουθενά δεν πήγαινε ο σαρακατσάνος χωρίς την κλίτσα του, ακόμη και στις κηδείες.
Θυμάμαι πολύ μεταγενέστερα στο θάνατο ενός πρώτου εξαδέλφου μου στην Καλλιθέα Ελασσόνας, ένας σαρακατσάνος ήλθε να αποχαιρετήσει το νεκρό, άφησε την κλίτσα του στον παραστάτη της πόρτας και στη συνέχεια προχώρησε προς το νεκρό και ακολουθούσαν οι γυναίκες καβάλα μονόπλευρα στα σαμάρια με τις απαραίτητες πλουμιστές κουβέρτες και δεμένα μαντήλια στα καπίστρια δίπλα από τα αυτιά των αλόγων. Σε αντίθεση με τα μπινέκια που ήταν αρσενικά αραβανλίτικα άλογα, βαρβάτα ή μη, οι γυναίκες διάλεγαν φοράδες, που ήταν πιο μόλαβες, δηλαδή ήρεμες και παρείχαν περισσότερη ασφάλεια στο ταξίδι.
Εγώ ήμουν κουρνιασμένος στα καπούλια της φοράδας της μάνας μου και επειδή φοβόμουν πιάνομαν σφιχτά από τα κοτσάκια του σαμαριού, αλλά χαιρόμουν την εναλλαγή του τοπίου και τα τραγούδια των μεγάλων. Ο ρυθμός του καραβανιού ήταν αργόσυρτος και πυκνός, ώστε η επαφή να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερη. Και τούτο για να ακούγονται τα τραγούδια τους..
Έτσι τραγουδώντας και χαριεντιζόμενοι αράξαμε στα κονάκια της νύφης, όπου μας υποδέχτηκαν με ανοιχτές τις αγκαλιές και τους δίσκους, που κρατούσαν γυναίκες, γεμάτους μεζέδες και μικρά ποτηράκια ξέχειλα με τσίπουρο. Καταλήξαμε, πού αλλού, στο καλύβι της νύφης, στο οποίο γύρω - γύρω είχαν κρεμαστεί πολύχρωμες πλαγκέτες, μπατανίες, διάφορα κεντητά στο χέρι και κατά θέσεις χεριές – χεριές αμάραντοι, λουλούδια του βουνού που δεν έχουν ανάγκη χώματος.
Η υγρασία της ατμόσφαιρας, η χοντρή ρίζα και τα σαρκώδη φύλλα τους παρέχουν ό,τι χρειάζονται. Και για την ιστορία αμάραντοι κυκλοφορούν στο εμπόριο μέσα σε γλάστρες με ελάχιστες απαιτήσεις σε ποτίσματα, είναι τρόπον τινά λιτοδίαιτοι, αν επιτρέπεται η μεταφορά.
Ωστόσο, οι αυθεντικοί βουνίσιοι αμάραντοι μόνο κατά το όνομα μοιάζουν με αυτούς του εμπορίου. Είναι βλέπετε η απαίτηση της φύσης να ευνοεί όλα τα έμβια εκεί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Κανόνας απαράβατος, εκτός αν καλλιεργούνται σε θερμοκήπια που παρέχουν ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και θρεπτικών ουσιών.
Πάλι ξεστράτισα και πρέπει να γυρίσω.
Φταίει το επάγγελμα που δημιουργεί αυτό που λέμε δευτέρα φύση.
Αράξανε, λοιπόν, όλοι γύρω από το καλύβι, από τη μια μεριά οι άνδρες, από την άλλη οι γυναίκες και οι πιτσιρικάδες μπροστά από τους μεγάλους. Εγώ θυμάμαι μπροστά στη Μάνα μου, η οποία μου είχε αδυναμία, ίσως διότι ήλθα στον κόσμο ύστερα από τις τρεις αδελφές μου. Νοείται ότι μπροστά μας είχαν στρωθεί τραπεζομάντιλα υφαντά και πάνω ταψιά και σινιά με ψητά κρέατα, κοκορέτσια, σπληνάντερα, διαφόρων λογιών πίτες χορτόπιτες, τυρόπιτες, γαλατόπιτες, τυριά από τουλούμια, μέχρι κεφαλοτύρι, κασέρι, γαλοτύρια (τότε όλα τα τυριά οι γαλατάδες που ακολουθούσαν τα κοπάδια, τα κασέρια και κεφαλοτύρια, τα έφκιαναν στα βουνά λόγω ελλείψεως ψυκτικών χώρων.. Και βέβαια άφθονο κρασί και τσίπουρο.
Και άρχισε το γλέντι.
Το πρώτο τραγούδι το άρχισε ο πατέρας της νύφης και ήταν το πασίγνωστο για τους Σαρακατσαναίους:
Φίλοι μ’ καλωσορίσατε
"Φίλοι μ’ καλωσορίσατε, κι εγώ καλώς σας ιβρα
κοπιάστε στο κονάκι μας να φάτε και να πιειτε
Γλεντήστε τώρα φίλοι μου, χορέψτε τραγουδήστε
αυτόν τον χρόνο τουν καλόν τουν άλλουν ποιος του ξέρει
Για ζούμε για πεθαίνουμε, για σι άλλουν τόπο πάμε
και στην υγειά σας φίλοι μου καλοί κι αγαπημένοι"
Και οι καλεσμένοι να ανταποκρίνονται:
"Δεν ήρθαμε για φαϊ για πιει, εμείς σας αγαπάμε κι ήρθαμε να σας δούμε..." κλπ.
Ακολούθησαν με τη σειρά εναλλάξ άνδρες και γυναίκες, ο καθένας έπρεπε να αρχίσει ένα τραγούδι, έστω να πει την πρώτη λέξη. Αμέσως το έπαιρναν οι άλλοι. Περιττό να τονίσω ότι οι χορωδίες ήταν δύο, μία ανδρών και μία γυναικών. Το άρχιζαν οι γυναίκες, το επαναλάμβαναν οι άνδρες κοκ.
Και συχνά πυκνά τσούγκριζαν και τα ποτήρια συνοδεία θερμών ευχών προς τη νύφη, αλλά και προς τις ελεύθερες και τα παλικάρια, οι οποίοι, δεν γνωρίζω γιατί, αντιδρούσαν κάπως συγκρατημένα. Ίσως το επέβαλαν οι τρόποι καλής συμπεριφοράς και σεμνότητας. Και κάπου εκεί πριν τα μεσάνυχτα με πήρε ο ύμνος και όταν την άλλη μέρα ξύπνησα ετοιμαζότανε για τα στέφανα. Είχε έλθει ένας Παπάς, προφανώς από κάποιο χωριό, τον έμπασαν στο καλύβι της νύφης και ετοιμαζότανε για τα στέφανα. Η νύφη, πανέμορφη και όλο χάρη, φορούσε τσαρούχια στα πόδια λεπτοδουλεμένα με λεπτές τρίχινες φούντες, σαρακατσάνικη φορεσιά από πτυχωτή φούστα πλισέ που έφτανε μέχρι τους αστράγαλους, πουκάμισο ψιλοκεντημένο, κοζιόκα (είδος γιλέκου) επίσης ψιλοκεντημένη και μαντίλα κεντητή που έπεφτε μέχρι τις πλάτες και άφηνε να φαίνονται τα καλοχτενισμένα μαλλιά στο μέτωπο και οι κοσάνες (πλεξούδες) να εξέχουν από την μαντίλα στις πλάτες. Όλα φροντισμένα με μεράκι ώστε να δημιουργούν ένα σύνολο απείρου κάλους. Ο γαμπρός καλοξυρισμένος με στριφτό μουστάκι τσιγκελωτό, επίσης τσαρούχια στα πόδια με πυκνές-φουντωτές φούντες σε αντιδιαστολή με αυτές της νύφης και κοστούμι αγένωτο, όπως μόνο οι σαρακατσιάνες ξέρουν να φτιάχνουν και πουκάμισο με τραχηλιά κουμπωμένο μέχρι το λαιμό.
Άρχισε ο Παπάς το μυστήριο (ψάλτης δεν υπήρχε) και σε σύντομο χρονικό διάστημα όλα τελείωσαν ενώπιον αντιπροσώπου Θεού και ανθρώπων μαζί με τις ευχές όλων.
Ακολούθησε τραπέζωμα όλων με βραστό κρέας με τραχανά και τα απαραίτητα τυριά και πίτες.
Και ήλθε η ώρα του αποχωρισμού της νύφης από τους οικείους μέσα σε βαθιά συγκίνηση και κλάματα, για να επιβεβαιωθεί για ακόμη μία φορά η φράση:
Γάμος χωρίς κλάματα και κηδεία χωρίς γέλια δεν γίνονται.
Οι επιταγές της ζωής, που ισχύουν σε μικρή κλίμακα και σήμερα...
Κωνσταντίνος Γαλλής
8 σχόλια:
Θαυμάσιο κείμενο! Λογοτεχνία θα το χαρακτήριζα Κωνσταντίνε! Πολύ όμορφα έθιμα που κάποια απ αυτά, όπως το κάλεσμα με το τσίπουρο, κι εγώ θυμάμαι από τα δικά μας παιδικά χρόνια. Σε ό,τι αφορά στους ανθρώπους που έχουν φύγει, ποτέ δεν θα χαθεί η ενέργειά τους. Ζουν όχι μόνο μέσα από τις αναμνήσεις και τις κουβέντες μας, μα και μέσα από πολλά πράγματα που κουβαλάμε εντός μας από κείνους και που μέσα από εμάς δίνεται η συνέχεια στα παιδιά μας κι από κείνα στα δικά τους παιδιά. Στάσεις ζωής, απόψεις....ακόμη και μορφασμοί, κινήσεις...γλώσσα του πνεύματος και του σώματος με λίγα λόγια.
Μας συγκίνησες πάλι θείε...είσαι από τούς "τελευταίους" εν ζωή και πρέπει να μας μεταδόσεις και να μεταφέρεις τις θύμησες από εκείνα τα χρόνια έτσι ώστε να μάθουμε εμείς, τα παιδιά μας, ακόμα και τα εγγόνια μας την ιστορία των προγόνων μας...σ΄ευχαριστούμε γι αυτό!!!
Θαυμάσια ηθογραφία, Παύλο! Μπράβο στον Κωνσταντίνο που με τόσες συγκινητικές λεπτομέρειες μας έδωσε ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας και μπράβο και σε σένα που το δημοσίευσες!
Εξαιρετικό αφήγημα,όπως άλλωστε όλα τα προηγούμενα ,γεματη και πλούσια η γραφή σου...σκέτη λογοτεχνία ! Εύγε κύριε Κώστα.....!ΥΓ...κάπως έτσι ξεκίνησαν όλοι οι πεζογράφοι
Υπέροχη αφήγηση!!!!κάποια μου θυμίζουν περιστατικά από κάποιους αρραβώνες Στο χωριο!!!!!!
Πάντα γλαφυρός κ. Γαλλή ευχαριστούμε για την αφήγησή σας !!
Συγχαρητήρια για την αφήγησή σας. Ετσι όπως τα περιγράφετε είναι σαν να τα ζούσαμε κι εμείς.
Εικόνες μιας άλλης εποχής, όμορφα γραμμένες από έναν άνθρωπο που τις έζησε και μας τις μεταφέρει. Κύριε Κώστα θερμά συγχαρητήρια !!
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής