Φεύγεις,
Και νιώθεις ελεύθερος, μία παύση σε όλη την καταπίεση.
Και την βλέπεις, και αμέσως όλες σου οι προκαταλήψεις σβήνουν.
Και αυτοί ευγενικοί κόντρα σε όλα όσα λέγονται.
Δεν Την χορταίνεις, όχι ότι το κατάφερε αυτό κανείς.
Γεμάτη μυρωδιές, τόσα πράγματα να δεις.
Όλες σου οι αισθήσεις σε εγρήγορση, γεμάτη μουσικές που ακόμη και τώρα δεν έχεις σταματήσει να ακούς.
Και δένουν μοναδικά, με τις σπηλιές με τις οποίες εκμηδενίζεις τις αποστάσεις.
Και το βράδυ από τον όγδοο, καθόμαστε όπου βρούμε και αφήνουμε τις κουρτίνες ανοιχτές
για να μη χάσουμε τίποτα, παρέα με Αλκίνοο, Καζαντζίδη, Νταλάρα συζητώντας, γελώντας, ακούγοντας, λες και η βελόνα του χρόνου πάει πιο αργά για να σε αφήσει να το ζήσεις λίγο ακόμη, κάτι που εναγωνίως κάποια μέρα θα περιμένεις να επαναληφθεί (άντε τώρα φύγετε,είναι αργά)
Και την άλλη μέρα ξυπνάς πρώτος, γιατί δεν αντέχεις την αναμονή μέχρι να την ξαναδείς να την ξαναπερπατήσεις.
Ενα ποίημα που έχεις την τύχη να το βλέπεις μπροστά σου ζωντανό, και η βόλτα στο Βόσπορο καθαρίζει ένα μυαλό που βρίσκεται σε σύγχυση.
Και άλλα τόσα που νιώθουν το ίδιο, τα πέρα-δώθε στα Μουσεία, Μνημεία, Εκκλησίες, Τζαμιά αγορές, ανάμεσα σε πάγκους γεμάτους χρώματα, τα καυτά κάστανα στις ευτυχισμένες χούφτες, ο καφές με το καϊμάκι, ένα χέρι μέσα σε ένα άλλο, οι σακούλες που κλείνουν στο πρωινό, το άδειο μπαρ και οι κλεφτές ματιές, μια αγκαλιά για μια φωτογραφία, και άλλη μία για καληνύχτα, χαμόγελα αυθόρμητα, οι βιτρίνες γεμάτες φως, το τοπίο όταν περνάς απέναντι το δρόμο, τα πειράγματα και τα παρατσούκλια, ο κόσμος που τρέχει, ένας πολύτιμος λόγος το Σάββατο το πρωί και άλλοι τόσοι αποτυπώνονται γερά σε μία μνήμη που έχει πάρει όρκο να μην ξεχάσει.
Μια τούρκικη ακαταλαβίστικη μπάντα, (ναι εσύ το ζεις αυτό), μερικά σημειωματάκια σε χαρτοπετσέτες, τσιγάρα, χαρτιά, γκριμάτσες, χοροί, το μπλε μαρκαδοράκι να λερώνει τα δάχτυλα, η μπύρα που δεν ξέρω αν είναι δικιά μου, και ένα μονίμως σοβαροαστείο βλέμμα που προσφέρει άφθονο γέλιο από κάποια που έχει βαλθεί να μη σοβαρέψει ποτέ μαζί με εμάς αποτελούν τον ιδανικό επίλογο σε κάτι που δε μπορεί να τελείωσε ακόμη.
Και τα φλας των μηχανών κάνουν αγώνα μεταξύ τους για το ποια θα μαζέψει τις περισσότερες αναμνήσεις «ναι ήμασταν εμείς εκεί,να κοίτα» βροντοφωνάζουν.
Τώρα μερικές μέρες μετά όταν το μεγαλείο δεν έχει σβήσει, όταν το μυαλό ανακαλεί εικόνες, όταν τα παγκάκια με τα ποιήματα ξεκουράζουν ένα αγχωμένο σώμα, όταν οι συζητήσεις ξαναπαίζονται στο μυαλό, όταν αυτή η γλυκιά μελαγχολία παραμένει η πιο πονηρή και αισιόδοξη πλευρά υπόσχεται με το βλέμμα προς την ανατολή «εις το επανειδείν» στην Πόλη που πρόσφερε ότι είχε και δεν είχε σε εμάς και γι’αυτό την ευχαριστούμε...!!!
http://latoxaintiya.wordpress.com/
Και νιώθεις ελεύθερος, μία παύση σε όλη την καταπίεση.
Και την βλέπεις, και αμέσως όλες σου οι προκαταλήψεις σβήνουν.
Και αυτοί ευγενικοί κόντρα σε όλα όσα λέγονται.
Δεν Την χορταίνεις, όχι ότι το κατάφερε αυτό κανείς.
Γεμάτη μυρωδιές, τόσα πράγματα να δεις.
Όλες σου οι αισθήσεις σε εγρήγορση, γεμάτη μουσικές που ακόμη και τώρα δεν έχεις σταματήσει να ακούς.
Και δένουν μοναδικά, με τις σπηλιές με τις οποίες εκμηδενίζεις τις αποστάσεις.
Και το βράδυ από τον όγδοο, καθόμαστε όπου βρούμε και αφήνουμε τις κουρτίνες ανοιχτές
για να μη χάσουμε τίποτα, παρέα με Αλκίνοο, Καζαντζίδη, Νταλάρα συζητώντας, γελώντας, ακούγοντας, λες και η βελόνα του χρόνου πάει πιο αργά για να σε αφήσει να το ζήσεις λίγο ακόμη, κάτι που εναγωνίως κάποια μέρα θα περιμένεις να επαναληφθεί (άντε τώρα φύγετε,είναι αργά)
Και την άλλη μέρα ξυπνάς πρώτος, γιατί δεν αντέχεις την αναμονή μέχρι να την ξαναδείς να την ξαναπερπατήσεις.
Ενα ποίημα που έχεις την τύχη να το βλέπεις μπροστά σου ζωντανό, και η βόλτα στο Βόσπορο καθαρίζει ένα μυαλό που βρίσκεται σε σύγχυση.
Και άλλα τόσα που νιώθουν το ίδιο, τα πέρα-δώθε στα Μουσεία, Μνημεία, Εκκλησίες, Τζαμιά αγορές, ανάμεσα σε πάγκους γεμάτους χρώματα, τα καυτά κάστανα στις ευτυχισμένες χούφτες, ο καφές με το καϊμάκι, ένα χέρι μέσα σε ένα άλλο, οι σακούλες που κλείνουν στο πρωινό, το άδειο μπαρ και οι κλεφτές ματιές, μια αγκαλιά για μια φωτογραφία, και άλλη μία για καληνύχτα, χαμόγελα αυθόρμητα, οι βιτρίνες γεμάτες φως, το τοπίο όταν περνάς απέναντι το δρόμο, τα πειράγματα και τα παρατσούκλια, ο κόσμος που τρέχει, ένας πολύτιμος λόγος το Σάββατο το πρωί και άλλοι τόσοι αποτυπώνονται γερά σε μία μνήμη που έχει πάρει όρκο να μην ξεχάσει.
Μια τούρκικη ακαταλαβίστικη μπάντα, (ναι εσύ το ζεις αυτό), μερικά σημειωματάκια σε χαρτοπετσέτες, τσιγάρα, χαρτιά, γκριμάτσες, χοροί, το μπλε μαρκαδοράκι να λερώνει τα δάχτυλα, η μπύρα που δεν ξέρω αν είναι δικιά μου, και ένα μονίμως σοβαροαστείο βλέμμα που προσφέρει άφθονο γέλιο από κάποια που έχει βαλθεί να μη σοβαρέψει ποτέ μαζί με εμάς αποτελούν τον ιδανικό επίλογο σε κάτι που δε μπορεί να τελείωσε ακόμη.
Και τα φλας των μηχανών κάνουν αγώνα μεταξύ τους για το ποια θα μαζέψει τις περισσότερες αναμνήσεις «ναι ήμασταν εμείς εκεί,να κοίτα» βροντοφωνάζουν.
Τώρα μερικές μέρες μετά όταν το μεγαλείο δεν έχει σβήσει, όταν το μυαλό ανακαλεί εικόνες, όταν τα παγκάκια με τα ποιήματα ξεκουράζουν ένα αγχωμένο σώμα, όταν οι συζητήσεις ξαναπαίζονται στο μυαλό, όταν αυτή η γλυκιά μελαγχολία παραμένει η πιο πονηρή και αισιόδοξη πλευρά υπόσχεται με το βλέμμα προς την ανατολή «εις το επανειδείν» στην Πόλη που πρόσφερε ότι είχε και δεν είχε σε εμάς και γι’αυτό την ευχαριστούμε...!!!
http://latoxaintiya.wordpress.com/