Αγγελιαφόρος, κομιστής μηνυμάτων, φτερωτός Ερμής, Ταχυδρομικός διανομέας, ή απλά Ταχυδρόμος, ορίζεται ο υπάλληλος που αγαπήθηκε, παλιότερα, καθολικά σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Γνώριμη φιγούρα, ξεμύτιζε από το βάθος της στράτας και έφερνε την χαρά και την ελπίδα με τα νέα που κουβαλούσε.
Εχέμυθος και συνεπής με το λειτούργημά του, έρχονταν σε άμεση επαφή και δένονταν συναισθηματικά με την κάθε οικογένεια, τόσο στις χαρές, όσο και στις λύπες της ζωής.
Αντίκριζε μάτια βουρκωμένα, έρχονταν καθημερινά σε επαφή με την λαχτάρα και τον πόθο του νόστου.
Έκανε τον παρηγορητή λέγοντας δυο λόγια ελπίδας για να απαλύνει τον πόνο.
Αντιμέτωπος με ταλαιπωρίες και κινδύνους, πότε διάβαινε λασπωμένους και κακοτράχαλους δρόμους, πότε μέσα στα κρύα, πότε στις ανυπόφορες ζέστες προσηλωμένος στο καθήκον να μεταφέρει το άγγελμα.
Η στολή του είχε χρώμα ανοιχτό γκρι και στη κεφαλή φορούσε πηλίκιο.
Φορτωμένος με την ταχυδρομική του τσάντα, που κρεμούσε μπροστά στο στήθος ή στην πλάτη, του κατέφθανε στο χωριό πότε με άλογο, πότε με ποδήλατο, πότε με μηχανάκι, πότε με αυτοκίνητο μα ποτέ χωρίς χαμπέρια.
Παρακάτω παραθέτω μια αφηγηματική ιστορία με τοπική διάλεκτο για έναν παλιό ταχυδρόμο
Ο Ταχυδρόμος
-Ηρθιν ου Ταχυδρόμους! Αηστι να πάμι στου Ρούσκα, είπιν η μπάμπου Ρίνα στη νυφαδιά τ’.
-Πού κατάλαβις μαρ’ μάνα;
-Αμ δεν ακουσις την τρουμπέτα, μαρ’ νύφ;
-Ουοοχ(ι)!, μι τις δλειές, ως ιδώ, ως ικεί, δεν πήρα χαμπέρ.
-Τότι πιρίμινι λίγου να ητιμαστώ και να πάμι. Θα ήρθιν ου Ταχυδρόμους ου Διαμαντής μι του μουλάρ, απ’ του Σκαλουχώρ, καλός άνθρουπους. Μείπιν κιου Κουσμάς να τουν ειπώ να ρθεί του βράδ’ να μείν σπίτ κι αύριου έχ’ να συνιχίσ’ μι του μουλάρ να πάει κι στη Σλήμιστα και στου Κουσταράζ κι ύστιρα πίσου στου Ταχυδρουμείου, στη Χρούπιστα.
-Πάμι μαρ’ νύφ, ’θάραμ’ έχουμε κι κανά γράμμα απ’ τα πιδιά απ’ την ξινητιά, να μάθουμι κανά χαμπέρ, τι φτιάνουν, έχουμι τόσουν κιρό να πάρουμι γράμμα. Θα σκουλάσουν τα πιδιά απ΄ του Σκουλειό κι θα μας του διαβάσουν, ως να ρθεί κιου Κουσμάς απ΄του χουράφ’.
-Πάμι μαρ’ μάνα, μπουρεί να ήφιρι κι τη σύνταξ’ για τι σένα
-Ηηηη, μαρ΄ μάνα, τι πουδιά είνι αυτή; Θα μας βγάλουν στου Μύλου κι στου παζάρ! Για να συ δώσου μια άλλ’.
-Αμ, τι έχ’; Ντύπ κινούργια είνι! Ούτε δεύτιρη κάρπα δεν έχ’!
Κι σκλιαμ-σκλιούμ, νάτην η μπαμπου Ρίνα, μη τη Ληφτηρία στου Ρούσκα, στην πιάτσα του χουριού Αμπηλόκηπ’. Οσου έφταναν, ου Ταχυδρόμους ου Διαμαντής πήρι ξανά την Τρουμπέτα:
-Ας βάλου μια φουνή ακόμα, είπι, σάματ’ δεν μάκουσαν οι χουριανοί.
-Τούου!…Τούου!…Τούου!.
-Καλώς τις! Τι φτιάνις μπάμπου Ρίνα; Ληφτηρία, τι φτιάν’ ου Κουσμάς, καλά όλ’ στου σπίτ’;
-Καλουσήρθις Διαμαντή. Μας ήφιρις κανά καλό χαμπέρ;
-Εχι’ τι γράμμα απ΄ τα πιδιά, απου τη Γιρμανία. Να! Ηδώ τόχου, του ξεχώρησα, ήξιρα που θα πιρίμινάτι.
-Να σ’ έχ’ καλά ου Θός Διαμαντή. Αμα τιλειώσεις, να ρθείς στου σπίτ’. Ου Κουσμάς μάφκιν παραγγιλιά: Να ειπείς του Διαμαντή απόψι να ρθεί σπίτ’, να μείν’ σι μας, να τουν φιλέψουμι κι να παραδείξουμι λίγου. Αυτός μ’ εχ’ φιλουξινήσ’ τόσις φουρές στου Σκαλουχώρ (*τούχαμι βάλ’ νόμουν στου χουριό: όποιους είχιν γράμμα απού τα ξένα, ηλιγιν τουν Διαμαντή να πάει του βράδ’ στου θκό τ’ του σπίτ’).
Σι λίγου, γιόμισι του Καφηνίου, μαζώθκαν όλ’ να πάρουν τα χαμπέρια τις. Ποιός γράμμα, ποιος δέμα, άλλους καμιά κάρτα, άλλους κανά τσιεκ’ απ’ την Αμιρική ή κανά γράμμα μι κανά δουλάρ, άμα αδουκήθκαν κι μπόρισαν τα πιδιά τ’. Κι όλ’ τουν ηυχαριστούσαν τουν Διαμαντή που τους ήξιρι έναν - έναν, μι τα μικρά τα ουνόματά τις.
Αμα τιλείουσι να δίν’ τα γράμματα απ΄ του σάκκου τ’, ου Διαμαντής έκατσι μι τις άντρ΄ λίγου να παραδείξ’ στου Καφηνείου.
-Γειά σου Μπάρμπα-Διαμαντή! τουν φώναξι,ου Νικόλας ου Ρούσκας, παλιός καφητζής, μπακάλης κι κουρέας.
-Σ’ έχου έτοιμου μιζέ κι ένα τσίπουρου, απ’ του θκόμ΄, κάτσι καλά! Κι ύστιρα θα σι κουρέψου κι θα σι ξουρίσου.
-Αμπρε Νικόλα, σ’ ηφχαριστώ. Αηντε γειά μας, νάσι καλά!
-Ααα, τι νι τούτου, δένι τσίπουρου…,αγίασμα!
-Ε, Φέντη δεν έχου δίκιου;
-Είπι, έτσ’ στουν Παπαγιώργη, που ήταν εικί κι πιρίμινι κι ήξιρι που ήταν κι αυτός μιρακλής στου πουτήρ.
-Α μπρε να σι πάρ’ ευχή να σι πάρ’, είπιν ου Παπαγιώργης, σάματις δίκιου, έχ’ς. Νικόλα είσι μάστουρας, μπράβου! Αλλά του θκόμ’ δεν του φτάν’!
Ου Διαμαντής, έκατσι καμπόσου στου Καφηνείου, τις είπι τα χαμπέρια που τ’άλλα τα χουριά που γύρισι μι του μουλάρ’, πήριν όσα γράμματα είχαν ητοιμάσ’ οι χουριανοί να στείλουν στις δικοί τις, τάβαλι στου σάκκου τ’, τα φόρτουσι στου μουλάρ κι ξικίνισι να φεύγ’.
-Για που τόβαλάμι απόψι; τουν ρουτάει ου Παπαγιώργ’ς.
-Απόψι είμι στουν Κουσμά.
-Α, τότι θα σας ιδώ στουν Ησπιρινό! Ου Κουσμάς, που είνι Ψάλτης, του δίχους άλλου, θα σι φέρ΄ στην ηκλησιά, στην Παναγιά. Θ’ακούσ’ τι που θα βαρέσου την καμπάνα. Αλλά να ξέρεις, απού τώρα σι λιέου! Την άλλ’ Τρίτ’ που θα ρθείς, είσι καλισμένους σι μένα. Να δουκιμάσις κι του θκόμ του τσίπουρου αλλά κι του κινούργιου μ’ του κρασί.
-Ας ήμαστι καλά, Φέντη, θα ρθώ. Θα σι δούμι στην ηκκλησιά τότι.
Πήρι απ’του καπίστρ’του μουλάρ’,δεν τα ανέφκι, αλλά του πήρι κατόπ’, μι τα πουδάρια. Κρίμα είνι του ζουντανό, σκέφκι, του καημένου κάν, τόσα δρόμια, ας του ξικουράσουμι κι λίγου. Οσου ζύγουνι στου σπίτ’ του Κουσμά, νάτους ου Κουσμάς, έρχουνταν μι του Κάρου απ’ του χουράφ’ απ’ του Ντρούμου, μι του ζευγάρ τα βόδια.
-Ε Ράπο, έ Μπάλιο, τάκανι κουμάντου μι την αξάλ’ να σταματήσουν.
-Καλώς τουν Διαμαντή. Καλους ήρθις στου χουριό! Σ’ είπιν η Κυρά; Απόψι σι μας.
-Μείπιν η Ληφτηρία, γι αυτό έρχουμαν κατ’ ιδώ
-Πιρίμινι να ξιζέψου λίγου του κάρου. Φέρ’ του μουλάρ’ να του βγάλουμι του σαμάρ’ να πάρ’ έναν αηέρα, να του πουτίσου, κι να του πάου στου αχούρ’ κι να του ταϊσου. Εχου φρέσκου γκιουντζιέ κι κριθάρ.
Οι δυό φίλ’ τάπαν, ου ένας στουν άλλον τα χαμπέρια απ΄ τις φαμιλιές τις, πάησαν στουν ησπιρινό στην ηκκλησιά κι του βράδ’, έφαγαν ήπιαν μι όλ’ την φαμιλιά κι τα πιδιά, που δεν σταματούσαν να ρουτάν.
-Μπαρμπα Διαμαντή πές μας κι άλλις ιστουρίες που γυρνάς μι του μουλάρ στα χουριά.
Τουν πρώτου χρόνου λιέι, ου Διαμαντής, έφυβγα, γυρνούσα σπίτ’ στου χουριό. Μ’ήληγαν πουλλιοί, ”Κάτσι απόψι ιδώ, Χειμώνας είνι. Γλήγουρα σκουτιδειάζ’.
-Ουόχ’ ιγώ. Αντηριούμαν. Αμα ιένα βράδ’, μι χιόν’ ως του γόνα, μι νύχτουσιν στου δρόμου, λύκ’ απ’ δώ, λύκ’ απού κεί.
Α ρη, είπα, θα μη φάν’ τα ζλάπια!
Του μουλάρ’, τούχα πιταλουμένου με κινούργια πέταλα. Δεν νταλντούσαν τα ζλάπια. Τάδιουχνι μη του ουπισνά τά πουδάρια. Ως να φτάσου σπίτ’ είδα κι έπαθα. Μωρέ άλλ’ φουρά νύχτα χειμώνα είπα, όπου νάνι, κι συ αχυρώνα να μη πούν θα μείνου. Κι έτσι λιέμι κι κανά μαμπέτ απόψι.
Μιτά του φαϊ, έκατσαν γύρου απ΄ τη σόμπα, ήφιρι η Ληφτηρία κι κάστανα, που είχι τα φέρ’ ου Κουσμάς απ’ τη Λάγγα, που είχι πάει, τράμπα μι ζαρζαβάτια, απ΄ τουν φίλου του τουν Καλύβα.
Μι ψημένα κάστανα κι κρασί, παράδειχναν, ήλιγαν, ήλιγαν, δεν τάσουναν, ώσπου τα πιδιά πουκοιμήθκαν στου μπασ’ κι μάνα τ’ τα πήριν τάβαλιν στου κρεβάτ’, γιατί ταχιά χαραή, είχαν να σκουθούν να πάν σκουλειό κιου δάσκαλους θα τα πιρίμινι μι την κιντιμέν’ τη βέργα, άμα δεν πάηναν στην ώρα τ’.
Του προυϊ, βαθειά χαραή, οι άντρ’ σκώθκαν, ήτοίμασαν τα ζουντανά, του μουλάρ του Διαμαντή, τόβαλαν του σαμάρ, φόρτουσι ου Διαμαντής του σάκκου, κι την τρουμπέτα, μη την αστουχήσου, σκέφκι, κιου Κουσμάς τουν προβόδισι ως του Ρίντου για τη Σλίμιστα, να μη τουν χνηθεί κανά ζαγάρ’ προυί-προυί, απ΄ τα τζουμπανάρκα κι τουν κόψ’ κανά πουδάρ’.
Πουλιές φουρές εμνησκι, ου Διαμαντής, κι στην Ολγα του Παπατσάρα. Τουν ήφιρνι ου Ηλίας απ’ του καφηνείου σπίτ’. Τις ήξιριν καλά, όλ’ την φαμιλιά κι δεν αντηριούνταν. Ηταν κι προυξηνητής στου τρανό του πιδί, του Μήτσιου, που είχι φύγ’ μη την κυρά τ’ στην Αυστραλία. Τα μικρά τις, πουλιύ τουν χαίρουνταν τουν Διαμαντή.
– Γιαγιά να τους, ήρθι ου παππούς ου Μαντής. Τάδουνιν κι που κανά ζαχαρουμπιμπλί που βαστούσι, να βρίσκιτι, στου σάκου τ’.
Κάπους έτσ’ λοιπόν αυτά τα χρόνια, στις δικαητίες 1950-1960 έρχουνταν στου χουριό ου Ταχυδρόμους κι έφιρνι τα χαμπέρια κι τα χρειαζούμινα.
Υστιρα, πότι φάνκαν οι μουτουσικλέτις, άλλ’ταχυδρόμ’ έρχουνταν κι έφηυγαν.Δεν κάθουνταν του βράδ’. Κι τηληυταία μη τα ηυτουκινητα, είχαμι κι θκόμας ταχυδρόμουν, χουριανό, τουν Βασίλ’ του Μπάρμπα, του Στέργιου του Παντάθκου πιδί.
Αυτά τα χρόνια, τότι δεν ήξεράμι τα σημιρνά ημέλια κι εσημέσια κι κουνητά τηλιέφουνα κι κουμπούτερ, που έχ’ η νηουλιέα σήμιρα.
Οταν ήφιραν, αφού, τηλιέφουνου για του Χουριό, στου Ρούσκα, όλ’ θιάμαξάμι.
-Ηέλα Κέντρουου! Θέλου αυτό του νούμιρου,…..του πιδί είνι εικει…
-.Ελα! Τι φτιάντι μαρ’ μάνα;
–Καλά ρε πιδί μ’. Καλά που ήρθι κι μι φώναξι η Λιένη του Ρούσκα κι μας είπιν μας πήρις τηλιέφουνου…
Ληίγου-ληίγου ήρθι η πρόοδου στου χουριό κι έβαλάμι όλ’ τηλιέφουνα σπίτια, νάχουμι να παραδείχνουμι κι να λιέμι μαμπέτια που μακρά..
Τα γράφουμι, τούτα τα καναγκνίσια, έτσ’ μιλούσαμι, αφού, καναν κιρό, γράμματα δεν ηξεράμι, σκουλειό που κανά φεγγάρ πάησαμι, άμα ΄Δόξα τουν Θό”, πιδιά τράνιψάμι κι ηγγόνια κι δισέγγουνα. Τώρα ησείς νάστι καλά, αμα λίγου να ακούτι κι τα καναγκνίσια, να μή ξεχνιούντι.
Ου Καναγκνίσιους.