Κάθομαι στον κήπο μου καταμεσήμερο...
Τούτη την ώρα γυρίζει ο ήλιος, και πιάνει να δροσίζει λίγο από δω, χωμένος στην αγριάδα απολαμβάνοντας τη μεσημεριάτικη ψιλοσιωπή...
Μάλλον γερνάω επικίνδυνα, κάποτε αυτή η σιωπή ήτανε ο χειρότερος καλοκαιρινός μου εφιάλτης. Τότε που τα καλοκαίρια ξυπνάγαμε το πρωί, και βγαίναμε στο δρόμο, να παίξουμε λιγάκι, να κλωτσήσουμε λίγο τη μπάλα, να προλάβουμε να ζήσουμε λιγάκι σαν παιδιά, μέχρι να’ρθουνε οι δικοί μας απ’το χωράφι, κι αρχίσουνε οι μανάδες να ξεφωνίζουν στο δρόμο...
"Παύλοοοο, τσακίς κι έλα...".
Και να αρχίσουμε να μαζευόμαστε γύρω απο το μεσημεριανό τραπέζι με τα παιχνίδια παραμάσχαλα.
Και μετά, άρχιζε εκείνο το εκνευριστικό τρίωρο, όπου δεν έπρεπε να ακούγεται σχεδόν τίποτα.
Οι μεγάλοι μπαϊλντισμένοι απ’ τη δουλειά στα χωράφια, έγερναν να κλέψουν λίγο ύπνο, και μείς, ανήσυχα διαβόλια, έπρεπε ή να κάνουμε ησυχία, ή δυνατόν να γίνουμε αόρατοι...
Το μόνο που τάραζε τη σιωπή ήτανε τα τζιτζίκια, κάνα ροχαλητό, και κάνα ενοχλημένο "σκάστε" σε κάποιο θόρυβο που μόλις ακουγόντανε.
Πόσο βαριόμουν τότε αυτά τα καλοκαιρινά μεσημέρια.
Με το μάτι κολλημένο στο ρολόϊ, και το αυτί στο παράθυρο, περιμέναμε πότε θ’ αρχίσει να βραδιάζει, να βγάλουμε τα παιχνίδια μας, και ν’ αρχίσουν να ακούγονται ξανά οι πρώτες παιδικές μας φωνές στο δρόμο, να ακουστούν τα πρώτα χτυπήματα της μπάλας, και να αποκτήσει ξανά το καλοκαίρι μας ζωή.
Το βραδάκι ένιωθα πως ο κόσμος ζωντάνευε ξανά.
Μια βόλτα στο βραδινό αεράκι της πλατείας, και οι μυρωδιές απ’ τις γύρω ταβέρνες, σ’ έκαναν να νοιώθεις πως μια ακόμα ευλογημένη καλοκαιρινή νύχτα είναι κοντά.
Τα χρόνια πέρασαν, κι ο κόσμος άλλαξε, η χαρά και το παιχνίδι, έπαψαν πια σ’αυτό το τόπο να υπάρχουν.
Και τα παιδιά άλλαξαν πια κι αυτά στην εποχή μας.
Οι μανάδες δε τα μαζεύουν πια στριγγλίζοντας...μα και αυτά δεν βγαίνουν πια τόσο πολύ στο δρόμο για να παίξουν.
Ανοίγουν μόνο το ψυγείο για να βρούν το φαγητό, πριν καθίσουν ξανά μπροστά στο "λάπτοπ".
Και η μεσημεριάτικη ψιλοσιωπή του καλοκαιριού μου τα θυμίζει όλα αυτά.
Αυτή η λίγη "βουβαμάρα" στη γειτονιά, τα αυτοκίνητα που αραιώνουν, οι ομιλίες που λιγοστεύουν, σου επιτρέπει να ξεχωρίζεις που και που και τον ήχο από κάποιο μακρινό τζιτζίκι.
Και μετά, το απογευματάκι, η ζωή επιστρέφει ξανά, άνθρωποι ξυπνούν, παράθυρα ανοίγουν, τηλεοράσεις γουργουρίζουν (όλα τα κανάλια μαζί) οι ήχοι ξαναζωντατεύουν, και τα παιδιά ξαναφωνάζουν.
Κι αν δεν υπάρχει πια η χαρά κι η ξεγνοιασιά που κυριαρχούσε τότε στην ατμόσφαιρα, το βραδινό αεράκι υπάρχει ακόμα στο χωριό, κι έτσι ακόμα υπάρχουμε κι εμείς...!!!
Παύλος Σαμαράς
Τούτη την ώρα γυρίζει ο ήλιος, και πιάνει να δροσίζει λίγο από δω, χωμένος στην αγριάδα απολαμβάνοντας τη μεσημεριάτικη ψιλοσιωπή...
Μάλλον γερνάω επικίνδυνα, κάποτε αυτή η σιωπή ήτανε ο χειρότερος καλοκαιρινός μου εφιάλτης. Τότε που τα καλοκαίρια ξυπνάγαμε το πρωί, και βγαίναμε στο δρόμο, να παίξουμε λιγάκι, να κλωτσήσουμε λίγο τη μπάλα, να προλάβουμε να ζήσουμε λιγάκι σαν παιδιά, μέχρι να’ρθουνε οι δικοί μας απ’το χωράφι, κι αρχίσουνε οι μανάδες να ξεφωνίζουν στο δρόμο...
"Παύλοοοο, τσακίς κι έλα...".
Και να αρχίσουμε να μαζευόμαστε γύρω απο το μεσημεριανό τραπέζι με τα παιχνίδια παραμάσχαλα.
Και μετά, άρχιζε εκείνο το εκνευριστικό τρίωρο, όπου δεν έπρεπε να ακούγεται σχεδόν τίποτα.
Οι μεγάλοι μπαϊλντισμένοι απ’ τη δουλειά στα χωράφια, έγερναν να κλέψουν λίγο ύπνο, και μείς, ανήσυχα διαβόλια, έπρεπε ή να κάνουμε ησυχία, ή δυνατόν να γίνουμε αόρατοι...
Το μόνο που τάραζε τη σιωπή ήτανε τα τζιτζίκια, κάνα ροχαλητό, και κάνα ενοχλημένο "σκάστε" σε κάποιο θόρυβο που μόλις ακουγόντανε.
Πόσο βαριόμουν τότε αυτά τα καλοκαιρινά μεσημέρια.
Με το μάτι κολλημένο στο ρολόϊ, και το αυτί στο παράθυρο, περιμέναμε πότε θ’ αρχίσει να βραδιάζει, να βγάλουμε τα παιχνίδια μας, και ν’ αρχίσουν να ακούγονται ξανά οι πρώτες παιδικές μας φωνές στο δρόμο, να ακουστούν τα πρώτα χτυπήματα της μπάλας, και να αποκτήσει ξανά το καλοκαίρι μας ζωή.
Το βραδάκι ένιωθα πως ο κόσμος ζωντάνευε ξανά.
Μια βόλτα στο βραδινό αεράκι της πλατείας, και οι μυρωδιές απ’ τις γύρω ταβέρνες, σ’ έκαναν να νοιώθεις πως μια ακόμα ευλογημένη καλοκαιρινή νύχτα είναι κοντά.
Τα χρόνια πέρασαν, κι ο κόσμος άλλαξε, η χαρά και το παιχνίδι, έπαψαν πια σ’αυτό το τόπο να υπάρχουν.
Και τα παιδιά άλλαξαν πια κι αυτά στην εποχή μας.
Οι μανάδες δε τα μαζεύουν πια στριγγλίζοντας...μα και αυτά δεν βγαίνουν πια τόσο πολύ στο δρόμο για να παίξουν.
Ανοίγουν μόνο το ψυγείο για να βρούν το φαγητό, πριν καθίσουν ξανά μπροστά στο "λάπτοπ".
Και η μεσημεριάτικη ψιλοσιωπή του καλοκαιριού μου τα θυμίζει όλα αυτά.
Αυτή η λίγη "βουβαμάρα" στη γειτονιά, τα αυτοκίνητα που αραιώνουν, οι ομιλίες που λιγοστεύουν, σου επιτρέπει να ξεχωρίζεις που και που και τον ήχο από κάποιο μακρινό τζιτζίκι.
Και μετά, το απογευματάκι, η ζωή επιστρέφει ξανά, άνθρωποι ξυπνούν, παράθυρα ανοίγουν, τηλεοράσεις γουργουρίζουν (όλα τα κανάλια μαζί) οι ήχοι ξαναζωντατεύουν, και τα παιδιά ξαναφωνάζουν.
Κι αν δεν υπάρχει πια η χαρά κι η ξεγνοιασιά που κυριαρχούσε τότε στην ατμόσφαιρα, το βραδινό αεράκι υπάρχει ακόμα στο χωριό, κι έτσι ακόμα υπάρχουμε κι εμείς...!!!
Παύλος Σαμαράς