Το τσελιγκάτο στην ιστορία των γεωργικών συνεταιρισμών κατέχει πρωτεύουσα θέση.
Είναι ο πρώτος συνεταιρισμός, μετά έρχονται τα Αμπελάκια.
Το τσελιγκάτο αναπτύχθηκε μέσα από τις ανάγκες των Σαρακατσάνων από αρχαιοτάτων χρόνων, χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Στηρίζεται στην προφορική προσωπική πίστη, στο λόγο (ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο). Έγγραφο καταστατικό όπως το εννοούμε σήμερα δεν υπήρχε, ούτε μητρώο μελών.
Όλα στηρίζονταν στο λόγο. Κάλυπτε τις ανάγκες όλων των μελών του. Και ο τελευταίος κάλφας (βοηθός βοσκού) δεν πεινούσε, δεν γύριζε ξυπόλητος. Ένα πιάτο φαγητό και ένα ζευγάρι τσαρούχια τα εξασφάλιζε το τσελιγκάτο. Για όλους μεριμνούσε, ακόμη και για την νοικοκυρά που τρύπησε ο γάστρος της. Και νοικοκυριό χωρίς γάστρο δεν νοούνταν, είδος πρώτης ανάγκης.
Η διοίκηση του τσελιγκάτου στηρίζονταν πάνω σε άγραφες αρχές και αξίες..
Μία πρώτη αρχή ήταν η ειλικρίνεια, το ψέμα δεν είχε θέση, είχε κοντά ποδάρια, δεν πήγαινε μακριά. Άντε να περνούσε μια φορά, το πολύ δύο, κάποτε θα αποκαλύπτονταν και τότε αλίμονο στον ψεύτη. Κατέπιπτε στην εκτίμηση όλων, χαρακτηρίζονταν πρόσωπο αναξιόπιστο, χωρίς λόγο, όλοι τον απέφευγαν, ούτε την συντροφιά του ήθελαν, συχνά δε αποπέμπονταν από το τσελιγκάτο, χώρια που τον βάφτιζαν με το προσωνύμιο της ψευτιάς. Άστον αυτόν, δεν έχει λόγο, είναι ψεύτης. Έχανε ο λόγος σου την αξιοπιστία του, έχανες την υπόληψή σου, γινόσουν παρακατιανός, κάτι που είχε αντίκτυπο και στην οικογένειά σου και τότε αλίμονό σου. Ακόμα και στην παντρειά των παιδιών είχε αντίκτυπο.
Κάπως έτσι προέκυψε και ο περίφημος ψευτοθόδωρος, του οποίου όμως οι ανακρίβειες ήταν προς όφελος των πολλών, δηλαδή του τσελιγκάτου. Και πάλι ωστόσο του κόλλησαν το κοτσάκι (παρατσούκλι) και έμεινε ο ψευτοθόδωρος. Θα μου πείτε τι ανακρίβειες έλεγε και ήταν προς όφελος του τσελιγκάτου; Πολλές, πάρα πολλές: διαφορές συνόρων π.χ. μεταξύ των βοσκοτόπων.
- Γνωρίζεις καλά, κ. μάρτυς, ότι τα σύνορα ήταν εδώ;
- Μα τι λέτε, κύριε Πρόεδρε, να εδώ σε αυτή την πέτρα κάθομαν και άρμεγμα.
Και έδειχνε, ο Αθεόφοβος, μια οποιαδήποτε πέτρα. Μπροστά δε στη σιγουριά με τα οποία τα έλεγε γινότανε πιστευτός από το δικαστήριο των προσωρινών μέτρων (έτσι λεγόταν τότε τα ασφαλιστικά μέτρα). Θέλει μαεστρία, ψυχραιμία, πειστικότητα το ψέμα. Και ο ψευτοθόδωρος τα διέθετε και τα τρία και μάλιστα σε επάρκεια, αλλά το παρατσούκλι, παρατσούκλι. Ψευτοθόδωρος μέχρι το θάνατό του. Εδώ να αναφέρουμε και ένα άλλο κουσούρι της εποχής συνώνυμο της ψευτιάς, η κλεψιά. Έκλεβες την προβατίνα του συνορίτη σου και δεν σε ανακάλυπταν, θεωρούσαν παλικάρι.
Σε έπιαναν γινόσουν κατάπτυστος.
Μπορείς να κλέψεις; Ναι. Να φυλαχτείς; Όχι.
Ε, τότε κάτσε στα αυγά σου. Το έθιμο, γιατί περί εθίμου πρόκειται, φαίνεται κρατάει από την αρχαιότητα: Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες επιβράβευαν τα παιδιά τους αν έκλεβαν και δεν τα έπιαναν. Απεναντίας τα τιμωρούσαν, αν έκλεβαν και τα ανακάλυπταν. Όλα από κάπου κρατούν και μέσω των γενεών έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας Ο ψευτοθόδωρος, δεν γνωρίζω αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο ή κατασκεύασμα της φαντασίας κάποιων ευφάνταστων, ωστόσο ταυτίζονταν με τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές. Αυτός πρεσβευτής του τσελιγκάτου στις αρχές του τόπου, ο ίδιος στην επίλυση διαφορών σε αγροζημιές, σε δουλειές στην πόλη για αγορά εφοδίων του τσελιγκάτου κλπ.
Μια άλλη αρχή ήταν η κατανομή της εργασίας. Ποιος θα κάνει αυτή τη δουλειά, ποιος εκείνη, ποιοι οι αρμεχτάρηδες κλπ. Η αξιοσύνη του καλού τζιομπάνου φαινότανε στην απόδοση του κοπαδιού σε γάλα, για αυτό και οι καλύτεροι τοποθετούνταν στα γαλάρια. Το γάλα μετά το άρμεγμα παραδίδονταν αμέσως στον «γαλατά». Κάθε τσελιγκάτο είχε και το γαλατά του. Δίπλα στη στρούγκα έστηνε ο γαλατάς το ¨μπατζιό» του, ένα τετράγωνο καλύβι όπου σε μόνιμη βάση ήταν τοποθετημένα μεγάλα καζάνια ώστε να είναι δυνατό το ζέσταμα του γάλακτος στην επιθυμητή θερμοκρασία για να γίνει η πήξη. Παρά δίπλα από το μπατζιό ήταν η κασερία (χώρος ωρίμανσης και συντήρησης των τυριών), ένας χώρος σχεδόν υπόγειος για να διατηρείται χαμηλή η θερμοκρασία. Οι χώροι παρασκευής και συντήρησης των τυριών τότε ασφαλώς δεν πληρούσαν τις συνθήκες υγιεινής με τα σημερινά δεδομένα, είχαν ωστόσο ένα μεγάλο πλεονέκτημα, την νωπότητα, τη φρεσκάδα του γάλακτος. Μόλις τελείωνε το άρμεγμα κάθε αρμεχτάρης έπαιρνε το καρδάρι του με το γάλα και χάβδα – χάβδα , δηλαδή με ανοιχτά τα πόδια του για καλλίτερη ισορροπία, το παρέδιδε στο γαλατά, ακόμη και ο τσέλιγκας μόνος του μετέφερε το καρδάρι του και δεν είναι εύκολη υπόθεση η μεταφορά ενός καρδαριού ξέχειλο με γάλα σε απόσταση κάποιων δεκάδων μέτρων, λίγο να κουνούσες το καρδάρι, σίγουρα κάποια ποσότητα γάλα θα σου χύνονταν. Ήθελε γερά χέρια η δουλειά αυτή και οι αρμεχτάρηδες τα διέθεταν λόγω της καθημερινής απασχόλησης με το άρμεγμα.
Ο γαλατάς στη συνέχεια το έριχνε αμέσως στο μεγάλο καζάνι όπου ήταν τοποθετημένες δύο και τρεις τσαντίλες και άλλοι ηθμοί για καλή στράγγιση, μετρούσε τη θερμοκρασία του, το ζέσταινε αν χρειαζόταν, και το έπηζε. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο διότι το θέμα είναι τεράστιο, αρκεί να σκεφθείτε ότι η γαλακτομία είναι ιδιαίτερος κλάδος και κρύβει πολλά μυστικά. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι η αξεπέραστη νοστιμιά του κεφαλοτυριού και κασεριού που παράγονταν σε αυτά τα πρόχειρα τυροκομεία, κάτι που οφείλονταν στη φρεσκότητα του γάλακτος. Τώρα για να φθάσει το γάλα στο εργοστάσιο ταξιδεύει δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιόμετρα. Και για να γίνω πιστευτός ας παρακολουθήσουμε το ταξίδι του: Ο κτηνοτρόφος μετά το άρμεγμα το τοποθετεί σε μεγάλα πλαστικό δοχεία, τα φορτώνει στο αγροτικό του, διανύει κάποια απόσταση μερικών χιλιομέτρων, το γάλα χτυπιέται ανελέητα κατά τη διαδρομή και καμιά φορά κάτω από καυτό ήλιο , φθάνει στο σπίτι του και το αδειάζει στην παγοκύστη, όπου μένει μέχρι και δυο τρεις μέρες έως ότου έλθει το φορτηγό ψυγείο από το εργοστάσιο να το παραλάβει. Ε! Αυτό το γάλα μόνο φρέσκο δεν είναι. Χτυπήθηκε κατά τη διαδρομή κάτω από θερμοκρασιακές εναλλαγές, οι οποίες δεν μπορεί κάποιες αλλοιώσεις επέφεραν. Αλλά αφού η νομοθεσία το θέλει φρέσκο και μάλιστα εφτά ημερών, φρέσκο είναι. Άσε που στην αγορά σήμερα έρχεται και γάλα από γειτονικές χώρες. Έκανα αυτή την κάπως μακριά αναφορά για να καταδείξω γιατί τα τυριά στα παραδοσιακά μπατζιά (γαλακτοκομεία) ήταν νοστιμότερα, για τον απλούστατο λόγο ότι το γάλα ήταν πραγματικά φρέσκο – νωπό νωπότατο.
Μια άλλη αξία που επικρατούσε τότε και ήταν ευρέως διαδεδομένη ήταν η αλληλεγγύη, η συνεργατικότητα. Είχες ανάγκη από βοήθεια συνέτρεχαν και άλλοι από γειτονικά μαντριά. Στον κούρο των προβάτων, μια δουλειά που έπρεπε να τελειώσει το συντομότερο δυνατό ώστε το κοπάδι να μην ταλαιπωρηθεί , προσέτρεχαν γνωστοί και φίλοι και η αμοιβή τους ένα καλό γεύμα το μεσημέρι. Στη γέννα των προβάτων βοηθούσαν επίσης όλοι. Τα νεογέννητα με τις μανάδες τους το γρηγορότερο μεταφέρονταν χαμηλά στα λιβάδια τόσο για να στεγασθούν τα αρνιά όσο και για βοσκήσουν στα παχιά λιβάδια οι μανάδες για να κατεβάσουν γάλα.
Η συνήθεια αυτή της αλληλεγγύης απαντάται και σε άλλα μέρη της Χώρας μας. Στη Χαλκιδική πχ και τη λένε «παρακαλιά», δηλαδή εθελούσια παροχή υπηρεσίας, όπως στον κούρο των προβάτων και στην κατασκευή των μαντριών στους Σαρακατσιάνους, στους κλπ
Τα μέλη του τσελιγκάτου αποτελούσαν κλειστή ομάδα, σφιχτοδεμένη σε βαθμό που το πρόβλημα του ενός γινότανε αυτόματα και πρόβλημα του άλλου, κάτι που επέβαλαν οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης και οι συνεχείς μετακινήσεις οικογενειών και κοπαδιών για καλύτερες βοσκές. Να διευκρινισθεί ότι τα τσελιγκάτα ήταν καθαρά νομαδικά. Μόνιμες εγκαταστάσεις δεν υπήρχαν ούτε στα χειμαδιά ούτε στα ξεκαλοκαιριά. Μόνιμες εγκαταστάσεις στα χειμαδιά δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την απόκτηση κυριότητας επί της γης, δηλαδή από τις αρχές του εικοστού αιώνα και μετά
Το θέμα του τσελιγκάτου είναι μεγάλο, ό,τι δε ανέφερα είναι από διηγήσεις και κάποια λίγα βιώματα, ίσως δε επανέλθω.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Είναι ο πρώτος συνεταιρισμός, μετά έρχονται τα Αμπελάκια.
Το τσελιγκάτο αναπτύχθηκε μέσα από τις ανάγκες των Σαρακατσάνων από αρχαιοτάτων χρόνων, χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Στηρίζεται στην προφορική προσωπική πίστη, στο λόγο (ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο). Έγγραφο καταστατικό όπως το εννοούμε σήμερα δεν υπήρχε, ούτε μητρώο μελών.
Όλα στηρίζονταν στο λόγο. Κάλυπτε τις ανάγκες όλων των μελών του. Και ο τελευταίος κάλφας (βοηθός βοσκού) δεν πεινούσε, δεν γύριζε ξυπόλητος. Ένα πιάτο φαγητό και ένα ζευγάρι τσαρούχια τα εξασφάλιζε το τσελιγκάτο. Για όλους μεριμνούσε, ακόμη και για την νοικοκυρά που τρύπησε ο γάστρος της. Και νοικοκυριό χωρίς γάστρο δεν νοούνταν, είδος πρώτης ανάγκης.
Η διοίκηση του τσελιγκάτου στηρίζονταν πάνω σε άγραφες αρχές και αξίες..
Μία πρώτη αρχή ήταν η ειλικρίνεια, το ψέμα δεν είχε θέση, είχε κοντά ποδάρια, δεν πήγαινε μακριά. Άντε να περνούσε μια φορά, το πολύ δύο, κάποτε θα αποκαλύπτονταν και τότε αλίμονο στον ψεύτη. Κατέπιπτε στην εκτίμηση όλων, χαρακτηρίζονταν πρόσωπο αναξιόπιστο, χωρίς λόγο, όλοι τον απέφευγαν, ούτε την συντροφιά του ήθελαν, συχνά δε αποπέμπονταν από το τσελιγκάτο, χώρια που τον βάφτιζαν με το προσωνύμιο της ψευτιάς. Άστον αυτόν, δεν έχει λόγο, είναι ψεύτης. Έχανε ο λόγος σου την αξιοπιστία του, έχανες την υπόληψή σου, γινόσουν παρακατιανός, κάτι που είχε αντίκτυπο και στην οικογένειά σου και τότε αλίμονό σου. Ακόμα και στην παντρειά των παιδιών είχε αντίκτυπο.
Κάπως έτσι προέκυψε και ο περίφημος ψευτοθόδωρος, του οποίου όμως οι ανακρίβειες ήταν προς όφελος των πολλών, δηλαδή του τσελιγκάτου. Και πάλι ωστόσο του κόλλησαν το κοτσάκι (παρατσούκλι) και έμεινε ο ψευτοθόδωρος. Θα μου πείτε τι ανακρίβειες έλεγε και ήταν προς όφελος του τσελιγκάτου; Πολλές, πάρα πολλές: διαφορές συνόρων π.χ. μεταξύ των βοσκοτόπων.
- Γνωρίζεις καλά, κ. μάρτυς, ότι τα σύνορα ήταν εδώ;
- Μα τι λέτε, κύριε Πρόεδρε, να εδώ σε αυτή την πέτρα κάθομαν και άρμεγμα.
Και έδειχνε, ο Αθεόφοβος, μια οποιαδήποτε πέτρα. Μπροστά δε στη σιγουριά με τα οποία τα έλεγε γινότανε πιστευτός από το δικαστήριο των προσωρινών μέτρων (έτσι λεγόταν τότε τα ασφαλιστικά μέτρα). Θέλει μαεστρία, ψυχραιμία, πειστικότητα το ψέμα. Και ο ψευτοθόδωρος τα διέθετε και τα τρία και μάλιστα σε επάρκεια, αλλά το παρατσούκλι, παρατσούκλι. Ψευτοθόδωρος μέχρι το θάνατό του. Εδώ να αναφέρουμε και ένα άλλο κουσούρι της εποχής συνώνυμο της ψευτιάς, η κλεψιά. Έκλεβες την προβατίνα του συνορίτη σου και δεν σε ανακάλυπταν, θεωρούσαν παλικάρι.
Σε έπιαναν γινόσουν κατάπτυστος.
Μπορείς να κλέψεις; Ναι. Να φυλαχτείς; Όχι.
Ε, τότε κάτσε στα αυγά σου. Το έθιμο, γιατί περί εθίμου πρόκειται, φαίνεται κρατάει από την αρχαιότητα: Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες επιβράβευαν τα παιδιά τους αν έκλεβαν και δεν τα έπιαναν. Απεναντίας τα τιμωρούσαν, αν έκλεβαν και τα ανακάλυπταν. Όλα από κάπου κρατούν και μέσω των γενεών έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας Ο ψευτοθόδωρος, δεν γνωρίζω αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο ή κατασκεύασμα της φαντασίας κάποιων ευφάνταστων, ωστόσο ταυτίζονταν με τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές. Αυτός πρεσβευτής του τσελιγκάτου στις αρχές του τόπου, ο ίδιος στην επίλυση διαφορών σε αγροζημιές, σε δουλειές στην πόλη για αγορά εφοδίων του τσελιγκάτου κλπ.
Μια άλλη αρχή ήταν η κατανομή της εργασίας. Ποιος θα κάνει αυτή τη δουλειά, ποιος εκείνη, ποιοι οι αρμεχτάρηδες κλπ. Η αξιοσύνη του καλού τζιομπάνου φαινότανε στην απόδοση του κοπαδιού σε γάλα, για αυτό και οι καλύτεροι τοποθετούνταν στα γαλάρια. Το γάλα μετά το άρμεγμα παραδίδονταν αμέσως στον «γαλατά». Κάθε τσελιγκάτο είχε και το γαλατά του. Δίπλα στη στρούγκα έστηνε ο γαλατάς το ¨μπατζιό» του, ένα τετράγωνο καλύβι όπου σε μόνιμη βάση ήταν τοποθετημένα μεγάλα καζάνια ώστε να είναι δυνατό το ζέσταμα του γάλακτος στην επιθυμητή θερμοκρασία για να γίνει η πήξη. Παρά δίπλα από το μπατζιό ήταν η κασερία (χώρος ωρίμανσης και συντήρησης των τυριών), ένας χώρος σχεδόν υπόγειος για να διατηρείται χαμηλή η θερμοκρασία. Οι χώροι παρασκευής και συντήρησης των τυριών τότε ασφαλώς δεν πληρούσαν τις συνθήκες υγιεινής με τα σημερινά δεδομένα, είχαν ωστόσο ένα μεγάλο πλεονέκτημα, την νωπότητα, τη φρεσκάδα του γάλακτος. Μόλις τελείωνε το άρμεγμα κάθε αρμεχτάρης έπαιρνε το καρδάρι του με το γάλα και χάβδα – χάβδα , δηλαδή με ανοιχτά τα πόδια του για καλλίτερη ισορροπία, το παρέδιδε στο γαλατά, ακόμη και ο τσέλιγκας μόνος του μετέφερε το καρδάρι του και δεν είναι εύκολη υπόθεση η μεταφορά ενός καρδαριού ξέχειλο με γάλα σε απόσταση κάποιων δεκάδων μέτρων, λίγο να κουνούσες το καρδάρι, σίγουρα κάποια ποσότητα γάλα θα σου χύνονταν. Ήθελε γερά χέρια η δουλειά αυτή και οι αρμεχτάρηδες τα διέθεταν λόγω της καθημερινής απασχόλησης με το άρμεγμα.
Ο γαλατάς στη συνέχεια το έριχνε αμέσως στο μεγάλο καζάνι όπου ήταν τοποθετημένες δύο και τρεις τσαντίλες και άλλοι ηθμοί για καλή στράγγιση, μετρούσε τη θερμοκρασία του, το ζέσταινε αν χρειαζόταν, και το έπηζε. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο διότι το θέμα είναι τεράστιο, αρκεί να σκεφθείτε ότι η γαλακτομία είναι ιδιαίτερος κλάδος και κρύβει πολλά μυστικά. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι η αξεπέραστη νοστιμιά του κεφαλοτυριού και κασεριού που παράγονταν σε αυτά τα πρόχειρα τυροκομεία, κάτι που οφείλονταν στη φρεσκότητα του γάλακτος. Τώρα για να φθάσει το γάλα στο εργοστάσιο ταξιδεύει δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιόμετρα. Και για να γίνω πιστευτός ας παρακολουθήσουμε το ταξίδι του: Ο κτηνοτρόφος μετά το άρμεγμα το τοποθετεί σε μεγάλα πλαστικό δοχεία, τα φορτώνει στο αγροτικό του, διανύει κάποια απόσταση μερικών χιλιομέτρων, το γάλα χτυπιέται ανελέητα κατά τη διαδρομή και καμιά φορά κάτω από καυτό ήλιο , φθάνει στο σπίτι του και το αδειάζει στην παγοκύστη, όπου μένει μέχρι και δυο τρεις μέρες έως ότου έλθει το φορτηγό ψυγείο από το εργοστάσιο να το παραλάβει. Ε! Αυτό το γάλα μόνο φρέσκο δεν είναι. Χτυπήθηκε κατά τη διαδρομή κάτω από θερμοκρασιακές εναλλαγές, οι οποίες δεν μπορεί κάποιες αλλοιώσεις επέφεραν. Αλλά αφού η νομοθεσία το θέλει φρέσκο και μάλιστα εφτά ημερών, φρέσκο είναι. Άσε που στην αγορά σήμερα έρχεται και γάλα από γειτονικές χώρες. Έκανα αυτή την κάπως μακριά αναφορά για να καταδείξω γιατί τα τυριά στα παραδοσιακά μπατζιά (γαλακτοκομεία) ήταν νοστιμότερα, για τον απλούστατο λόγο ότι το γάλα ήταν πραγματικά φρέσκο – νωπό νωπότατο.
Μια άλλη αξία που επικρατούσε τότε και ήταν ευρέως διαδεδομένη ήταν η αλληλεγγύη, η συνεργατικότητα. Είχες ανάγκη από βοήθεια συνέτρεχαν και άλλοι από γειτονικά μαντριά. Στον κούρο των προβάτων, μια δουλειά που έπρεπε να τελειώσει το συντομότερο δυνατό ώστε το κοπάδι να μην ταλαιπωρηθεί , προσέτρεχαν γνωστοί και φίλοι και η αμοιβή τους ένα καλό γεύμα το μεσημέρι. Στη γέννα των προβάτων βοηθούσαν επίσης όλοι. Τα νεογέννητα με τις μανάδες τους το γρηγορότερο μεταφέρονταν χαμηλά στα λιβάδια τόσο για να στεγασθούν τα αρνιά όσο και για βοσκήσουν στα παχιά λιβάδια οι μανάδες για να κατεβάσουν γάλα.
Η συνήθεια αυτή της αλληλεγγύης απαντάται και σε άλλα μέρη της Χώρας μας. Στη Χαλκιδική πχ και τη λένε «παρακαλιά», δηλαδή εθελούσια παροχή υπηρεσίας, όπως στον κούρο των προβάτων και στην κατασκευή των μαντριών στους Σαρακατσιάνους, στους κλπ
Τα μέλη του τσελιγκάτου αποτελούσαν κλειστή ομάδα, σφιχτοδεμένη σε βαθμό που το πρόβλημα του ενός γινότανε αυτόματα και πρόβλημα του άλλου, κάτι που επέβαλαν οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης και οι συνεχείς μετακινήσεις οικογενειών και κοπαδιών για καλύτερες βοσκές. Να διευκρινισθεί ότι τα τσελιγκάτα ήταν καθαρά νομαδικά. Μόνιμες εγκαταστάσεις δεν υπήρχαν ούτε στα χειμαδιά ούτε στα ξεκαλοκαιριά. Μόνιμες εγκαταστάσεις στα χειμαδιά δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την απόκτηση κυριότητας επί της γης, δηλαδή από τις αρχές του εικοστού αιώνα και μετά
Το θέμα του τσελιγκάτου είναι μεγάλο, ό,τι δε ανέφερα είναι από διηγήσεις και κάποια λίγα βιώματα, ίσως δε επανέλθω.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής