Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Ο «Δρόμος» του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μίμη Πλέσσα

Κυκλοφόρησε το 1969 από τη LYRA και θεωρείται ένας από τους εμπορικότερους (αν όχι ο εμπορικότερος) δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας...
Αναφέρομαι στο «Δρόμο» σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου με τον Γιάννη Πουλόπουλο, τη Ρένα Κουμιώτη και την Πόπη Αστεριάδη και δώδεκα πασίγνωστα τραγούδια…

1. Γέλαγε η Μαρία (Γιάννης Πουλόπουλος)
2. Φραγκόκλησσα (Γιάννης Πουλόπουλος - Πόπη Αστεριάδη)
3. Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου (Γιάννης Πουλόπουλος)
4. Ο τρελός (Γιάννης Πουλόπουλος)
5. Πρώτη φορά (Ρένα Κουμιώτη)
6. Πήρα σύννεφο δυο τόπια (Γιάννης Πουλόπουλος)
7. Ξημερώνει Κυριακή (Γιάννης Πουλόπουλος)
8. Η Μυρσίνη βάζει τα άσπρα (Γιάννης Πουλόπουλος - Πόπη Αστεριάδη)
9. Δώδεκα μαντολίνα (Γιάννης Πουλόπουλος)
10. Το άγαλμα (Γιάννης Πουλόπουλος)
11. Δώσε μου το στόμα σου (Ρένα Κουμιώτη)
12. Έπεφτε βαθιά σιωπή (Γιάννης Πουλόπουλος)



Μπουζούκι έπαιξε ο μοναδικός Στέλιος Ζαφειρίου και την ηχογράφηση έκανε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος.
Το μοναδικό εξώφυλλο είναι έργο του Σπύρου Βασιλείου. Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές οι πωλήσεις του δίσκου έχουν ξεπεράσει μέχρι σήμερα το ένα εκατομμύριο. Τον τελευταίο καιρό βέβαια διάβασα διάφορα δημοσιεύματα, που αναφέρουν πως ο «Δρόμος» έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα τρία ή τρισήμιση εκατομμύρια δίσκους και χωρίς να έχω καμία διάθεση να αμφισβητήσω αυτά τα νούμερα, δεν ξέρω από πού προκύπτουν και πώς έγινε τέτοια ραγδαία αύξηση πωλήσεων. Τα νούμερα βεβαίως έχουν ελάχιστη σημασία μπροστά στην καλλιτεχνική αξία και τη διαχρονικότητα του έργου.
Έχουν λεχθεί πολλά κι έχουν γραφτεί δεκάδες αναλύσεις επί αναλύσεων για τον «Δρόμο».
Έτσι, από το να προχωρήσω σε μια ακόμα παρόμοια ανάλυση, προτίμησα να «δώσω το λόγο» στους δημιουργούς του δίσκου, που μέσα από μαρτυρίες τους, αναφέρονται στην εποχή και την ιστορία της δημιουργίας του. Είναι βέβαιο άλλωστε, πως εκείνοι τα περιγράφουν πολύ καλύτερα από μένα.


Στο οπισθόφυλλο του δίσκου υπάρχει ένα ανυπόγραφο κείμενο- με γραφή που θυμίζει αρκετά αυτή του Λευτέρη Παπαδόπουλου - που λέει τα εξής:

Η πλατεία Βικτωρίας λεγόταν άλλοτε πλατεία Κυριακού. Δεν είχε, τότε, μεγάλα σπίτια και κοσμικά ζαχαροπλαστεία με ομπρέλες. Είχε μόνο παιδιά. Πολλά παιδιά. Που παίζανε μπάλα με πάνινα τόπια στο χωματόδρομο της Αριστοτέλους, που άνοιγαν τα κεφάλια τους σε πετροπόλεμους στην οδό Φυλής. Κοκκαλιάρικα, πολλά ξυπόλητα, με μια χαρακιά πίκρας ανάμεσα στα μάτια, τα παιδιά της πλατείας Κυριακού, είχανε μιλήσει με το θάνατο, γι’αυτό κι αγαπούσανε πολύ τη ζωή. Στο κτίριο του Β’ Γυμνασίου Αρρένων, στη Χέυδεν, ήσαν Γερμανοί. Πιο κάτω, στην Αλκιβιάδου, Ιταλοί. Στη Φερρών, στη Φιλιππίδου και στη Φωκαίας, στην Αινιάνος, ως πέρα στη Στουρνάρα, υπόγεια, πούλαγαν ένα φτηνό, αποτρόπαιο έρωτα. Και σε κάθε γωνιά, μπροστά σε καφενεία και σε μπιλιάρδα, αγόρια 7-14 ετών, με λούπινα, με παστέλια, με μια οκά χαρούπια. Και δίπλα στη σκιά του στρατού κατοχής, στη σκόνη του δρόμου, στην κάψα του μεσημεριού, στην παγωνιά του βοριά και της πείνας, πλάι στα υπόγεια του άθλιου έρωτα, βλάσταινε κι άνθιζε ολοένα, χωρίς τίποτα μέσα σ’αυτά τα μαύρα χρόνια να μπορεί να το εμποδίσει, το ωραιότερο το πιο αγνό λουλούδι της αγάπης. Το λουλούδι της αβέβαιης εφηβείας, που δεν ξεχωρίζει ακόμα από τα παιδιάτικα τα χρόνια, κι ύστερα η ολοκληρωμένη ερωτική γνωριμία, τότε που ο νέος άντρας ξεχνάει τον χτεσινό έφηβο, για να συνεχίσει το παιχνίδι του έρωτα και της ζωής, που ύπουλα, απότομα και πρόωρα μεταμορφώνεται σε παιχνίδι του θανάτου.
Στα παιδιά της Κατοχής, που μεγάλωσαν στο δρόμο, στο Θησείο, στο Πολύγωνο, στη Βάθη, στα Σεπόλια, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, παντού, παντού στην Αθήνα και στην Ελλάδα, αφιερώνεται αυτός ο δίσκος. Αλλά και στους πιο νέους απευθύνεται. Για να τους σεργιανίσει στα τοπία της γειτονιάς- μιας εποχής που δεν γνώρισαν - μ’ ένα τραγούδι ζωής έρωτα και θανάτου.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος, πολύ νέος, δεν γνώρισε ο ίδιος αυτά τα χρόνια, αλλά με την ευαισθησία του και την ωριμότητα του αισθάνεται και ερμηνεύει το τραγούδι αυτό του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μίμη Πλέσσα, το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου, το τραγούδι της ζωής. Μαζί του τραγουδούν η Πόπη Αστεριάδη και η νέα τραγουδίστρια Ρένα Κουμιώτη.


Μίμης Πλέσσας
Στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε το 1996 ο Μίμης Πλέσσας αναφέρεται μοιραία και στην ιστορία του «Δρόμου»:
Συνηθίζαμε να μοιράζουμε μία στο σπίτι του και μία στο δικό μου τις συναντήσεις μας που ποτέ δεν ήσαν άμοιρες κι από κουβέντες δουλειάς. Ήταν ώρες συντροφιάς, γιατί με τις πρώτες επιτυχίες μας με τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο συνδεθήκαμε με φιλία, που όσο περνούσε ο καιρός έδενε μέσα από την αμοιβαία εκτίμηση, την οικειότητα αλλά και το σεβασμό που έτρεφε ο ένας για τη δουλειά του άλλου. Σημαδιακή βραδιά εκείνη στο σπίτι του Λευτέρη, που καθισμένος στο γραφείο του περίμενα να τελειώσει μια κουβέντα με την εφημερίδα του, γιατί ο Λευτέρης είχε ήδη κάνει σημαντικά βήματα σαν δημοσιογράφος. Σκόρπια πάνω στο γραφείο του ήσαν κάτι χειρόγραφα. Ξέροντας το γραφικό του χαρακτήρα, άρχισα να διαβάζω κι ένιωσα να με πλημμυρίζει μια ανείπωτη τρυφεράδα. Τα γραπτά του Λευτέρη περιγράφανε τα εφηβικά μου χρόνια, τα χρόνια μου μέσα στην Κατοχή. Μάζεψα όσα βρήκα εκεί μπροστά μου - τι σύμπτωση, ήταν δώδεκα - κι αμέσως σκέφτηκα, ένας μεγάλος δίσκος (μέχρι τότε δεν είχαμε κάνει μεγάλο δίσκο με το Λευτέρη). Μου ήρθε κι ο τίτλος: «Τα Άγουρα Χρόνια», ξεχνώντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κρόνιν. Του είπα «θα τα πάρω». Απρόθυμα μου τα έδωσε, γιατί δεν πίστευε ότι αυτά μπορούσε να είναι υλικό για τραγούδια. Φοβόταν τη διάχυτη ευαισθησία, γιατί περιείχαν και τις δικές του μνήμες και δεν τους είχε δώσει τη μορφή κουπλέ - ρεφρέν, που δίνει τη γνώριμη δύναμη στο τραγούδι. Ήταν της τύχης μας γραφτό δυο μέρες αργότερα να τα έχω γράψει όλα, τα έντεκα χωρίς ρεφρέν. Ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα, του τα έπαιξα και τον έπεισα να τα παρουσιάσουμε στον αξέχαστο φίλο Αλέκο Πατσιφά στη «Λύρα». Αποκτήσαμε έτσι κι άλλον ενθουσιώδη υποστηρικτή που βάφτισε και το έργο: «Ο Δρόμος»!
Με την ανδρική φωνή του συνεργάτη μας της εποχής εκείνης Γιάννη Πουλόπουλου, μια καινούρια γυναικεία φωνή που πρότεινε ο Λευτέρης, την Ρένα Κουμιώτη, και την Πόπη Αστεριάδη ξεκινήσαμε να φτιάξουμε έναν δίσκο που είχε κι άλλα παράξενα: ηχογραφήθηκε στο στούντιο της Κολούμπια σε δέκα ώρες παρά ένα τέταρτο! Λες κι οι μουσικοί που ήρθαν για να παίξουν ήξεραν από πριν το έργο.
Την ηχογράφηση έκανε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος που άφησε απείραχτη τη δύναμη και τη φρεσκάδα που είχαν οι ενορχηστρώσεις μου. Δύο μέρες μετά οι τραγουδιστές είπαν μία κι έξω τα τραγούδια! Έτσι αποκτήσαμε ένα δίσκο που για μας ήταν ακριβή στιγμή κατάθεσης ψυχής και που έγινε ορόσημο στην ελληνική δισκογραφία. Ήταν ο πρώτος χρυσός δίσκος (τα 50.000 αντίτυπα θέσπισαν το βραβείο του χρυσού δίσκου), και «Ο Δρόμος» των Λ. Παπαδόπουλου και Μ. Πλέσσα χρόνο με τον χρόνο έκανε μεγαλύτερη επιτυχία.
Έγινε πλατινένιος, αδαμάντινος…
Σύντομα ο δρόμος μας αυτός έγινε λεωφόρος και τελικά εθνική οδός!
Όποια όμως κι αν ήταν η επιτυχία του, σαν δίσκος είχε κι άλλες παραξενιές. Κανένα από τα δώδεκα τραγούδια του δεν ξεχώρισε σαν «η επιτυχία του δίσκου». Όλα ακούγονταν το ίδιο ευχάριστα, εξ άλλου και οι πρωτεργάτες μεταξύ μας είχαμε διαφορετική γνώμη. Ο Αλέκος Πατσιφάς θεωρούσε «ξένο σώμα» στο έργο το «Ξημερώνει Κυριακή» (το μόνο που είχε ρεφρέν). Εγώ δεν έβρισκα ταιριασμένο το «Πήρα σύννεφο δυο τόπια», ενώ από την άλλη αυτό ήταν το αγαπημένο του Λευτέρη που δεν καταλάβαινε την παραξενιά που είχε σαν ζεϊμπέκικο το «Μέθυσ’απόψε το κορίτσι μου»!


Ξεχάσαμε όμως κάθε επιφύλαξή μας όταν η μεγάλη Κατίνα Παξινού, ακούγοντας τον δίσκο που της παρουσίασε ο αξέχαστος θεατρικός επιχειρηματίας Τάκης Μακρίδης, δέχθηκε να δώσει στο θέατρό της για μουσικές παραστάσεις που θα αφορούσαν το έργο αυτό. Στο θέατρο «Κατίνα Παξινού» την εποχή εκείνη η μεγάλη ηθοποιός έπαιζε το «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ.
Άντε όμως να πείσω τον Λευτέρη να δώσει θεατρική δομή στο έργο μας. Η δική μου πρόταση ήταν να κάνουμε ένα μουσικό χρονικό της εποχής. Η ιδέα τον γαργάλαγε, αλλά δεν είχε γράψει ποτέ θεατρικό έργο. Ο ενθουσιασμός όμως και η επιμονή μου τον έκαναν να δοκιμάσει. Με πονηριά φρόντισα να μπάσω στην προσπάθειά μας αυτή, ανθρώπους που πίστευα πως θα μπορούσαν να πετύχω και στον θεατρικό χώρο. Έτσι ζήτησα από τον κινηματογραφικό σκηνοθέτη και φίλο Πέτρο Λύκα, που χρόνια συνεργαζόμασταν γιατί είχε την ευθύνη του μοντάζ στις ταινίες της «Φίνος Φιλμς», να σκηνοθετήσει τον θεατρικό «Δρόμο». Ανέθεσα ακόμα στον Στέργιο Δελιαλή την σκηνογραφία, που απαιτούσε ταλέντο και αρχιτεκτονική γνώση, μια και θα’πρεπε με εύκολο τρόπο να μπαίνουν και να βγαίνουν τα δικά μας σκηνικά στα υπάρχοντα που υπηρετούσαν την παράσταση της Κατίνας Παξινού. (Οι παραστάσεις του «Δρόμου» γίνονταν δύο την Δευτέρα και μία την Τρίτη που αργούσε το θέατρο).
Ζήτησα ακόμα από τον Γιάννη τον Φλερύ, που με το ταλέντο του έκανε τα μουσικά μας έργα να φαντάζουν, να δουλέψει μαζί μας και να κινήσει το έργο μας. Ήξερα την παιδεία που είχε αποκτήσει από τα χρόνια που είχε ζήσει στο Παρίσι και την πείρα που είχε κερδίσει από τα χρόνια του στην Αμερική. Γράφτηκε λοιπόν το θεατρικό «Ο Δρόμος» με την δομή που είχα φανταστεί. Δέχτηκαν οι συνεργάτες την πρότασή μου να χρησιμοποιήσουμε νέους ηθοποιούς, νέα ταλέντα.
Πέσαμε με τα μούτρα στην προετοιμασία.
Ο «Πετρολύκος» (έτσι τον λέω εγώ) μας επισήμανε την ανάγκη τριών ακόμα τραγουδιών για να υπηρετήσουν την θεατρική δομή. Έτσι γράψαμε με τον Λευτέρη το «Έξι τους βαράγανε», το σημαντικό «Απόψε αντάμωσα τον χάρο», που έκλεινε την πρώτη πράξη και το ανυπέρβλητο «Μίλα μου για την Λευτεριά» που άνοιγε το δεύτερο μέρος της παράστασης. Χρειάστηκαν ακόμα οι μουσικές γέφυρες που υποκρουσιακά θα έδεναν την παράσταση και ένα μικρό κομμάτι 20 δευτερολέπτων, γιατί δέχτηκε ο Γιάννης ο Φλερύ να εμφανίζεται στο έργο μας. Έβγαινε στη σκηνή παριστάνοντας έναν ηδονοβλεψία που πλησιάζοντας ένα σκοτεινό παγκάκι του πάρκου απομακρυνόταν αμέσως σεβόμενος τον αγνό νεανικό έρωτα των δύο πρωταγωνιστών.
Η συμμετοχή του αυτή επαινέθηκε απ’όλους τους θεατρικούς μας κριτικούς.
Καρδιοχτύπια, αγωνίες, η πρεμιέρα…
Γέμισε το θέατρο με νέους, αλλά και από την δεύτερη κόλας εβδομάδα, στην τέταρτή μας παράσταση ήρθε και με βρήκε ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδερής, που με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε: «Σήμερα δεν μπορείτε να καταλάβετε τι καταφέρατε να κάνετε για το ελληνικό μουσικό θέατρο. Να σας έχει ο Θεός καλά, και θα τα πούμε ύστερα από χρόνια…»
Αυτό μας εμψύχωσε.
Περισσότερο όμως μας εμψύχωνε το γεγονός ότι οι παραστάσεις μας γέμιζαν με νέους που ακούγοντας το «Μίλα μου για την Λευτεριά» από την Κουμιώτη έκαναν τα «μπράβο» και τα χειροκροτήματα να ξεκινάνε από το υπόγειο θέατρο και ν’ακούγονται στην ταράτσα του «Ρεξ».
Έλα όμως που σε κάποια από τα διπλανά κτίρια υπήρχε μια υπηρεσία της χούντας που δεχόταν τα παράπονα από τους χαφιέδες- που δεν έλειψαν από καμιά ιστορική στιγμή αυτής της χώρας! Εκεί άρχισαν να φτάνουν καταγγελίες ότι επιτελούσαμε αντιστασιακό έργο. Οι κριτικοί και οι εφημερίδες η μία μετά την άλλη ξεχώριζαν και επαινούσαν την παράσταση. Την τελευταία μέρα της κυκλοφορίας της η εφημερίδα «Έθνος» αφιερώνει τετράστηλο με ύμνους για την παράσταση της Λευτεριάς. Νιώθαμε πως τα ψωμιά μας ήταν μετρημένα.
Δεν άργησαν να έρθουν από την Προεδρία της Κυβέρνησης με το τελεσίγραφο «ή βγάζετε το τραγούδι “Μίλα μου για την Λευτεριά” ή κατεβαίνει η παράσταση». Πήγα στην Προεδρία που ήταν στην οδό Μέρλιν (τι σύμπτωση- απέναντι από το κτίριο όπου με είχαν δείρει οι Γερμανοί). Μπήκα μέσα και ζήτησα τον αξιωματικό που υπέγραφε το χαρτί που μας είχαν στείλει. Άφησα την πίστη μου να με γεμίσει, την οργή μου να με εμψυχώσει και, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, του είπα: «Κι ο όρκος που έδωσες, παλικάρι, για να προασπίζεις την Λευτεριά, το ότι στέκεσαι όρθιος δίπλα στην σημαία όταν ακούς τον Εθνικό Ύμνο να λέει “Χαίρε ω Χαίρε Λευτεριά” δεν σε κάνει να ντρέπεσαι γι’αυτό που έγραψες εδώ; Ζητάς να κατέβει ένα έργο επειδή κάποια στιγμή Έλληνες πατριώτες τραγουδάνε “Μίλα μου για τη Λευτεριά να μην την λησμονήσω”. Ντροπή σου». Και προτού προλάβει να αντιδράσει, άνοιξα την πόρτα κι έφυγα.
Βέβαια την επόμενη κιόλας απαγορεύτηκαν οι παραστάσεις. Όμως κι αν έσβησαν τα φώτα της σκηνής, η παράσταση δεν έσβησε στην μνήμη όσων την είδαν. Κι όταν στα χρόνια της μεταπολίτευσης το επέτρεψε η λογοκρισία, μαζί με τον «Δρόμο» ολοκληρώσαμε και τον δίσκο «Μίλα μου για την Λευτεριά» που ήταν η φυσική μου συνέχεια.
Σήμερα που τα γράφω όλα αυτά προσπαθώ να πείσω τον Λευτέρη πως αξίζει να βγάλουμε άλλη μια φουρνιά νέους ηθοποιούς και τραγουδιστές και να ανεβάσουμε στην Νέα Σκηνή του Εθνικού το έργο μας αυτό αναθεωρημένο. Γιατί τα τραγούδια μας δεν έπαψαν ποτέ να είναι αγαπημένα και σήμερα λειτουργούν με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη από τότε. Γίνανε κληρονομιά της νέας γενιάς. Αν όμως τότε δυσκολεύτηκα να πείσω τον Λευτέρη να γράψει το θεατρικό μας, σήμερα με την ωριμότητα που έχει- αλήθεια πέρασαν τόσα χρόνια- είμαι σίγουρος πως μπορεί να το συμπληρώσει και να το κάνει λίκνο για να νανουρίσουμε τις ελπίδες νέων ταλέντων. Γιατί δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω πως ένα από τα κυριότερα καθήκοντα ενός δημιουργού είναι να ανακαλύπτει και να προάγει τα αληθινά ταλέντα της νέας γενιάς. (1)


Λευτέρης Παπαδόπουλος
Σειρά έχει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος στο βιβλίο του «Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους» θυμάται τα όσα συνέβησαν την παράσταση του «Δρόμου», που παιζόταν στην αίθουσα του «Σινεάκ»:
Χρειάζεται να πω μερικά πράγματα γι’ αυτήν την παράσταση που χάλασε κόσμο στην εποχή της και έκανε τον Απόστολο Κακλαμάνη να φωνάζει μέσα στην κατάμεστη αίθουσα: «Μα αυτό το έργο είναι αντιστασιακή πράξη». Με τον ίδιο τρόπο αντιδρούσε και ο Αναστάσιος Πεπονής. Άλλα και όλος ο κόσμος. Οφείλω να προσθέσω ότι η Κουμιώτη και ο Πουλόπουλος έλεγαν αυτά τα δύο τραγούδια («Μίλα μου για τη Λευτεριά», «Έξι άντρες»), σε μια κρίσιμη στιγμή του έργου, χωρίς μικρόφωνο, και τους αποθέωνε το κοινό.
Οι παραστάσεις παίζονταν Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή, που είχαν ρεπό η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής. (Έπαιζαν το έργο «Η Ήρα και το παγώνι»). Στις παραστάσεις του «Δρόμου» σχηματίζονταν ουρές, που έφταναν ως τη Χαριλάου Τρικούπη! Στις κανονικές παραστάσεις όμως, (Παξινού-Μινωτή) Σάββατο, Κυριακή, Τετάρτη, Πέμπτη, οι θεατές ήταν ελάχιστοι. Αυτό ενόχλησε σφόδρα τον Μινωτή, που έδωσε μια συνέντευξη, μίλαγε για «μπουζουκτσήδες» και μας έβριζε! Καταλαβαίνω όμως την πικρία του. Το άδειο θέατρο είναι πάντα πικρός σύμβουλος.
Ο «Δρόμος», αφού παίχτηκε με θριαμβευτική επιτυχία επί τέσσερις μήνες, αιφνιδίως κατέβηκε.
Ο Πλέσσας λέει ότι η χούντα εξεβίασε τον θεατρώνη (Τάκης Μακρίδης). Είναι πολύ πιθανόν, γιατί η παράσταση αυτή «ταρακούνησε» τον κόσμο. Πάντως, ουδείς από μας συνελήφθη. Τη νύφη την πλήρωσε μόνον η Μαίρη Χρονοπούλου που σε διάφορες μουσικές παραστάσεις τραγουδούσε το «Έξι άντρες». Κάποιο βράδυ, εκπρόσωπος του συνταγματάρχη Ασλανίδη της είπε ότι, αν δεν κόψει το τραγούδι από το πρόγραμμά της, το καθεστώς θα της κόψει τα μαλλιά…
Στο ίδιο βιβλίο ο «Πρόεδρος» αναφέρεται ξεχωριστά σε κάποια από τα τραγούδια του «Δρόμου»:
«Ο τρελός» Στην παιδική μου γειτονιά, είχαμε έναν μεθύστακα, που τον βασανίζαμε. Τον Μπαγιαντέρα. Για να αμυνθεί, μας πετούσε πέτρες από το δρόμο. Έχω μια πληγή από μια τέτοια πέτρα, στο κούτελό μου.
«Πήρα σύννεφο δυο τόπια» Εδώ κάνω επίδειξη «δεξιοτεχνίας». Ριμάρω τη λέξη «τόπια», με το ρήμα «το ’πια». Επίσης «σεβρό» (δέρμα παπουτσιού) με το «σε βρω». Έχει όμως και άλλες τέτοιες εκπλήξεις το τραγούδι. Τραγιάσκα - Αλάσκα, πέτο - σπαρματσέτο, σύννεφο που γίνεται ύφασμα κλπ.
«Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα» Το έγραψα για την κόρη του Λοΐζου, που την έχω βαφτίσει.
Ο Πλέσσας κατάλαβε την αδυναμία μου και έγραψε ένα πολύ τρυφερό τραγούδι.
Όταν παιζόταν ο ΔΡΟΜΟΣ στο θέατρο, όλοι οι θεατές κρατούσαν το ρυθμό με παλαμάκια.
«Το άγαλμα» Είναι ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια του ΔΡΟΜΟΥ. Επί σειρά ετών, ακουγόταν σε όλα τα νυχτερινά κέντρα και παιζόταν από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Κλασική η ερμηνεία του Γιάννη Πουλόπουλου.
«Δώσε μου το στόμα σου» Η Ρένα Κουμιώτη τραγουδούσε σε μια μπουάτ της Πλάκας. Παντελώς άγνωστη. Ο Λοΐζος με πήρε στην μπουάτ για να την ακούσω. Μου άρεσε πολύ η φωνή της. Άρεσε και στου Πλέσσα. Ο Πατσιφάς ενθουσιάστηκε! Την άλλη μέρα, τη βάλαμε στο στούντιο κι έσκισε! Έτσι άρχισε η καριέρα της… (2)


Ρένα Κουμιώτη
Άλλη μια σπουδαία φωνή, που χαρακτηρίστηκε από τη συνεργασία της με τον Μίμη Πλέσσα, είναι σίγουρα εκείνη της Ρένας Κουμιώτη. Το ξεκίνημά της έγινε σε μια μπουάτ της Πλάκας, όταν έτυχε να την ακούσει ένα βράδυ ο Μάνος Λοΐζος. Τον εντυπωσίασε το ξεχωριστό ηχόχρωμα της φωνής της, και μίλησε γι’αυτήν στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Τότε έψαχναν μια γυναικεία φωνή, για να πει δυο τραγούδια στον δίσκο που επρόκειτο να κυκλοφορήσει από τη Lyra με τίτλο «Ο δρόμος».
Πράγματι, ακούγοντάς την ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, διέκρινε πως αυτή η τραγουδίστρια έχει τη στόφα της μεγάλης ερμηνεύτριας, όμως έπρεπε να πει τραγούδια που της ταίριαζαν. Σε μια ακρόαση που έγινε στην Columbia, την άκουσε ο Αλέκος Πατσιφάς, ο διευθυντής της Lyra, και αμέσως της έκλεισε ραντεβού για να την ακούσει κι ο Πλέσσας, που ήταν ο συνθέτης του «Δρόμου». Εκείνη, με απίστευτο τρακ, βρέθηκε στο σπίτι του, στην οδό Ιθάκης, για να κάνει ακρόαση στα τραγούδια. Στο πιάνο την συνόδευσε ο Μίμης, και η Ρένα τραγούδησε μπροστά στους υπόλοιπους συντελεστές, για να κρίνουν αν πραγματικά ταιριάζει με το ύφος του δίσκου. Ο Γιάννης Πουλόπουλος, που ήταν ήδη καθιερωμένος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Αλέκος Πατσιφάς. Η τελική απόφαση, βέβαια, ήταν του Μίμη, που ενθουσιάστηκε κι ο ίδιος από την ιδιαίτερη φωνή της και την ξεχωριστή ερμηνεία της.
Αμέσως, μπήκαν στο στούντιο και ηχογράφησε τα τραγούδια «Πρώτη φορά» και το «Δώσε μου το στόμα σου». Πράγματι η Ρένα Κουμιώτη είναι η αυθεντική λαϊκή φωνή που σφράγισε με τις ερμηνείες της μια σειρά από δισκογραφικά έργα που άφησαν εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Επίσης, το μοναδικό μέταλλο της φωνής της την καθιέρωσε ως την πιο σημαντική έντεχνη τραγουδίστρια ως σήμερα. Η ίδια λέει σχετικά για την πρώτη της φορά: «Εκείνη η μέρα χαράχτηκε βαθιά, μέσα μου, σαν το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Ήξερα καλά ποιος ήταν ο Μίμης Πλέσσας, και ήξερα καλά πόσο δίκαιος και σωστός ήταν, και τότε, όπως και σήμερα. Αν του έκανα πραγματικά, θα μου έδινε τα τραγούδια του “Δρόμου”. Επίσης θυμάμαι πόσο μου συμπαραστάθηκε ο Γιάννης Πουλόπουλος, και πόσο ζεστά με αγκάλιασαν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Αλέκος Πατσιφάς. Εκείνη την ημέρα, υπέγραψα ένα πενταετές συμβόλαιο με τη ΛΥΡΑ και έκανα τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου με τον Μίμη Πλέσσα. Του χρωστώ την καριέρα μου, και τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Γιατί, ξέρω καλά, πως είπα μια από τις τραγουδίστριες που πίστεψε πολύ». (3)
Η περίπτωση της Ρένας Κουμιώτη, είναι μια από τις ελάχιστες, στις οποίες οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιστών γίνονται μεγάλες και διαχρονικές επιτυχίες. Συνήθως τα πρώτα τους τραγούδια, περνούν απαρατήρητα και χάνονται στο πέρασμα των χρόνων.

Πηγές: 1) Mίμης Πλέσσας (Αυτοβιογραφία) («Κάκτος» 1996) 2) Λευτέρης Παπαδόπουλος «Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους» («Ιανός» 2006) 3) Μάκης Δελαπόρτας «Μίμης Πλέσσας, Ένας δρόμος, χίλιες λέξεις» («Άγκυρα» 2002)

www.ogdoo.gr





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.

Ο διαχειριστής