Αν ο Δάντης ζούσε σήμερα, κι αν ζούσε στην Αμερική κι έγραφε τη "Θεία Κωμωδία" του, σίγουρα ανάμεσα στα μαρτύρια της κόλασής του θάβαζε και το μαρτύριο των Ρωμιών (όχι μονάχα αυτών) που πλένουν πιάτα.
Και για το φίλο μου τον Αντώνη τον ψηλό και φοβερά αδύνατο, θάβαζε (γιατί έφυγε απ' την Ελλάδα και για να τον τιμωρήσει) κάπου ψηλά ένα μπουζούκι να αιωρείται σαν εκρεμές, κι αυτόν όλο να πηδάει με μανία και πάθος να το φτάσει και να μην το φτάνει ποτέ, ξεψυχώντας στον αιώνα τον άπαντα.
Αλλά επειδή όλα τα μαρτύρια στη γη αρχίζουν, στη γη τελειώνουν, κι η ελπίδα στη γη αρχίζει, στη γη τελειώνει, εκείνος που πλένει πιάτα πιστεύει πως μια μέρα θα πάψε να πλένει.
Κι ο Αντώνης πως μια μέρα θα αγοράσει "ένα τέλειο, ένα καταπληχτικό μπουζούκι, να φυσάει" και θα γίνει κι αυτος κάποτε μεγάλος μπουζουξής, ήρωας...
Γιατί για τον Αντώνη δεν υπάρχουν άλλοι ήρωες, αίφνης πολιτικοί, επαναστάτες, στρατιώτες, αστέρες, ποδοσφαιριστές, παρά μόνο μπουζουξήδες ήρωες, Τσιτσάνηδες, Βαμβακάρηδες, Μητσάκηδες, Παπαϊωάννηδες, Καζατζίδηδες, Χιώτηδες, "γεννεαί δεκατέσσερες" των μπουζουξήδων και βάλε, γνωστών και ασήμων...
Ο Αντώνης , σαν έφυγε μικρός απ' το νησί του, πήγε στην Αθήνα κι έπιασε δουλειά, έπλενε ποτήρια. Η μοίρα του τον έριξε να πλένει ποτήρια στο "Μουσείο".
Εκεί πλένοντας τα ποτήρια και γεμίζοντάς τα παγωμένο νερό, προλάβαινε πότε, πότε, να βγαίνει στην πόρτα και να ευφραίνει την καρδιά του, ακούγοντας "τις αθάνατες πενιές απ΄τους μεγαλύτερους μπουζουξήδες μας".
Από τότε, ο Αντώνης ήθελε να παίζει μπουζούκι, να τους μοιάσει και να τους ξεπεράσει...
Κι ήταν ευτυχισμένος που οι ήρωές του, τον φώναζαν καμιά φορά με τ'όνομά του:
- "Αντώνη λεβέντη, πιάσε ένα καθαρό..." κι ο Αντώνης σκοτωνόταν να πάει να το φέρει...
- "Ξέρεις Μητσάκη...", μου λέει μια μέρα που πίναμε ούζο, γιατί υπάρχει τόσος σεβντάς και τόσο μεράκι στον κόσμο;
Όχι;...Θα στο πω εγώ ο Αντώνης ο σερέτης...
Γιατί ο Θεός, Μητσάκη μου έπαιζε μπουζούκι, γι' αυτό...
Και ξέρεις πώς έγινε ο κόσμος;...Πώς έγινε ο κόσμος ξέρεις;...
Κι αυτό θα στο πω εγώ ο Αντώνης ο Βαρκάρης.
Μια μέρα που ο Θεός καθόταν μονάχος του πάνω στα σύννεφα και έπαιζε ας πούμε "Μία φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά" ή "τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα αγριολούλουδα του κάμπου" του την έδωσε το λοιπό στο κεφάλι και λέει:
- "Μα τι στο διάβολο, ο Θεός να με συγχωρέσει, παίζω μονάχος μου εγώ και κανείς δε με βλέπει και κανείς δε μ' ακούει;"
- "Εμπρός να γίνει ο κόσμος..." Αλλά αυτός δεν γινόταν.
Τότε άρχισε να παίζει σαν τρελός και να χορεύει μια ζεϊμπεκιά, ωραίο πράμα Μητσάκη.
Κι όπως χόρευε μερακλωμένος, φτιαγμένος, ο μέγας μπουζουξής, ολόγυρά του άρχισε να πλάθεται ο ντουνιάς κι ό,τι βλέπουμε κι ό,τι δε βλέπουμε.
Κι όταν που λες λαχανιασμένος σταμάτησε μετά από έξι μέρες χορό και τραγούδι, κατάπληκτος είδε τον κόσμο! Τ' άρεσε πολύ κι άρχισε να κλαίει και να φιλάει το μπουζούκι του. Κι ύστερα πιάνει και το πετάει κάτω στη γη.
Και το μπουζούκι πού λες πως έπεσε;
Στην Ελλάδα, Μητσάκη, πού αλλού;
Και γεννήθηκαν οι μπουζουξήδες, οι μεγάλοι κι οι μικροί...
Αυτόν τον Αντώνη τον μπουζουκομανή πήγα και τον είδα στο εστιατόριο που δούλευε γιατί τ' αφεντικά του από την Κάρπαθο είχαν ανάγκη από ένα ταμία κι ο Αντώνης μου είπε "έλα από εκεί".
Πιότερο όμως άκουσα τον Αντώνη παρά τον είδα. Η κουζίνα ήταν τεράστια. Ένας πιατάς Ρωμιός, κοντός, μαυριδερός, ιδρωμένος, γυάλιζε σαν αλειμμένος με λάδι. Στα χείλη του κρεμιόταν συνέχεια μια γόπα. Δίπλα του ένας άλλος απ' το Πορτορίκο, πιο κοντός αυτός. Έπαιρναν τα στιβαγμένα πιάτα που έφερνε η κορδέλα και τα πλένανε. Δούλευαν σκυφτοί, γρήγορα, βουβοί, κολασμένοι.
Μόνο ο Ρωμιός, κι από κοντά ο Πορτορικανός καμιά φορά, γύριζαν πότε πότε τα κεφάλια τους κι έριχναν μια ματιά στις γκαρσόνες που μπαινόβγαιναν.
Έριχναν μια ματιά μόνο, κι έβλεπαν μόνο, τα μπούτια τους.
Κι ύστερα πάλι τα πιάτα, τα πιάτα της Αμερικής χωρίς σωμό, χωρίς τέλος.
- "Να τα στρώσεις αδέρφι σκεπάζουν τη γη...Να τα βάλεις τόνα πάνω στ' άλλο φτάνουν στο φεγγάρι".
Κι ο Αντώνης;
Ο Αντώνης πίσω να ψήνει πάντα στη "γρίλα" (λαμαρίνα) "στέικ" (μπριζόλες), μπιφτέκια, ομελέτες και πατάτες μέσα σε κιούβες με βραστό λάδι και να τραγουδάει τ' αθάνατα λαϊκά του.
- "Στου γυαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δυο καβουράκια".
Και ν' ακούγεται ωστόσο, έστω κι αν οι γκαρσόνες φώναζαν, κι οι μάγειροι φώναζαν, και τ' αφεντικά φώναζαν, να βγαίνουν πιο γρήγορα οι παραγγελίες, κι οι πιατάδες θορυβούσαν.
Με είδε και με χαιρέτισε χαμογελώντας, υψώνοντας τόνα χέρι του, εκείνο που ήταν δεμένο από μέρες με γάζες, γιατί στην άλλη δουλειά, την πρωινή, ο Αντώνης στη βιάση του και στην αφηρημάδα του, "ότι έλεγα, Μητσάκη, Γράμμα θα στείλω στο Θεό", έχωσε το χέρι του μέσα στην κιούβα με το καφτό λάδι και το χέρι του ξεφλουδίστηκε όλο...
- Γειά σου Μητσάκη, βλέπεις εγώ πιστός, τραγουδάω σαν τον αθάνατο Μάρκο, έτσι;
Είμαι ωραίος ή δεν είμαι; μολόγα είμαι;
- Είσαι, αλλά σε βλέπω γρήγορα να τσακίζεις με τόση δουλειά.
- Για το ψωμάκι Μητσάκη, για το ψωμάκι παλεύουμε τι να κάνουμε. Πατέλα μαμ λέει ο Τζιμάκης μου (ο μικρός του γιος). Πατέλα μαμ λέει η κόρη μου. Πατέλα μαμ λέει και τ' άλλο πουναι στην κοιλιά της Βαγγελιώς. Μπορείς βρε Μητσάκη; δεν μπορείς...Άντρα θέλω έγχρωμο τιβί, λέει η γυναίκα μου. Είχες και στο χωριό σου της λέω μουρή Βαγγελιώ τιβί;
Ούτε τρανζιστοράκι δεν είχες Ναι Τόνη μου, αλλά, εδώ στην Αμερική ξέρεις Μητσάκη η γυναίκα μου με λέει Τόνη, ενώ κάποτε με φώναζε αχ, Αντώναρέ μου εσύ, όταν είχαμε τα ωραία μας καταλαβαίνεις...
Το λοιπό, ναι, Τόνη μου μού λέει, αλλά ούτε ψυγείο είχαμε εκεί, εδώ αγοράσαμε. Ούτε ηλεκτρικό πλυντήριο είχαμε εκεί, ούτε κάρο, εδώ πήραμε.
Να μην πάρουμε κι ένα έγχρωμο τιβί, Τόνη μου;
Οι δίπλα μας, μόνο δυο χρόνια έχουν εδώ και πήρανε απ' ούλα.
Πώς βρε γυναίκα, της λέω, πώς; Δυο χέρια είναι αυτά, μια δουλειά είναι αυτή, ογδόντα δολλάρια τη βδομάδα είναι αυτά, γίνεται;
Γίνεται μου λέει, Τόνη μου, πώς δε γίνεται;
Με πιάνει στα λιμά, στις γαλιφιές, μ' εννοείς αδερφάκι, γυναίκα...Δε μπορείς τα ογδόντα Τόνη μου να τα κάνεις εκατό την εβδομάδα;
Τάκανα Μητσάκη εκατό.
Δεν μπορείς Τόνη μου τα εκατό να τα φτάσεις εκατόν πενήντα;
Έγιναν εκατόν πενήντα.
Δεν μπορείς Τονίνο μου τα εκατόν πενήντα να τα φτάσεις διακόσια;
Τάφτασα και διακόσια. Και διακόσια Μητσάκη μου σημαίνουν δυο δουλειές μ' αντιλαμβάνεσαι; Κι αν δεν τα τσακώσεις τώρα π' αντέχει το γαϊδούρι πάει σχόλασες. Να, σήμερα έσκασα τριακόσια τάληρα (δολλάρια) να μου φέρουν παραγγελιά απ' την Αθήνα μια μπουζουκιά του κουτιού, να φυσάει, όλο κεντίδι και φρου φρου. Όπου νάναι γίνεται, έρχεται.
-Η μπουζουκιά θα ρθεί, αλλά εσύ πού θα βρεις χρόνο να την παίζεις;
-Ε, δε θα τα τσακώσουμε κι εμείς μια Μητσάκη;
Δε θα κάνουμε δικές μας μπίζνες; Τη σερμαγιά κυνηγάω.
- Κι ο γυρισμός στην πατρίδα...;
Ο Αντώνης δεν απάντησε ή δε μ' άκουσε ή τ' άφησε να περάσει.
Όσο μιλούσαμε, μια δυο φορές μόνο σήκωσε το κεφάλι του και μούριξε μια ματιά, για να προλαβαίνει τις παραγγελίες στο άψε σβήσε να φεύγουν.
- Κι ο γυρισμός; επανέλαβα πάλι.
-Άστο αυτό Μητσάκη μου, μην αγγίζεις πληγές να χαρείς τη μανούλα σου. Άσε να φτερώσουν πρώτα τα νιάνιαρα, να μπουν σε μια σειρά και βλέπουμε.
Σωπάσαμε.
Ο Αντώνης σα να ξέχασε πως στεκόμουν ακόμη αντίκρυ του, αναστέναξε βαθιά κι άρχισε ξανά να τραγουδάει.
- "Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης έπαψε να ζει ρεμπέτης..."
Με είδε πάλι.
- Τι έκανες εσύ για δουλειά;...Τι σου είπαν οι μπόσηδες...οι Καρπαθιώτες, συμφωνήσατε;
- Το θύμα όταν μεταβάλλεται σε θύτη ξέρεις για τι πράγμα ψάχνει;
- Για θύματα οι που...οι γα...Το ξέρω.
- Γειά σου Αντώνη.
- Γειά σου, Μητσάκη μου, στο καλό και μη χαθούμε, ε;
Δε χαθήκαμε.
Βλεπόμασταν αραιά και πού. Κι ένα βράδυ Κυριακή, ύστερα από πολύ καιρό, ενώ τα πίναμε με κάτι φίλους απ΄ τη Νέα Υόρκη, ο Αντώνης είχε σχολάσει απ΄τη δουλειά του και βλέποντας αναμμένα τα φώτα κι απ' το παράθυρο να φτάνουν ως το δρόμο κάτω οι "πενιές" από τα "αθάνατα λαϊκά" πήγε σπίτι του, άρπαξε το "μπουζούκι του κουτιού" που είχε επιτέλους φτάσει απ΄ την Αθήνα την προηγούμενη μέρα κι ήρθε η ώρα τρεις τη νύχτα να τον καμαρώσουμε.
Τον υποδεχτήκαμε με φωνές και χειροκροτήματα. Ο Αντώνης στεκόταν στην πόρτα θριαμβευτής!
- Μάγκες, σπάστε όλοι. Μπορείτε να το δείτε, να το χαρείτε, να το θαυμάσετε, να το απολαύσετε, να πείτε τι ωραίο πράμα είναι αυτό μπρε Αντώνη, πού το βρήκες, αλλά όποιος τ' αγγίξει, ξηγημένοι μάγκες, του κόβω το χέρι.
Χειροκροτήσαμε.
- Κύριοι, αν και είμαι πολύ κουρασμένος, όμως για να τιμήσω το μπουζούκι μου και την εκλεκτή παρέα, θα σας τραγουδήσω το κατά δύναμη...
Άρχισε να γρατσουνάει κι ύστερα "Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου".
Τον ενθαρρύναμε, "ωραίο, μπράβο Αντώνη".
Μάλιστα ένας δυο σηκώθηκαν να χορέψουν μα δεν πήγαιναν στο ρυθμό της μουσικής...κι ο Αντώνης σηκώθηκε.
- Παραμερείστε βρε, Έλληνες και δεν ξέρετε να χορεύετε!
Χόρευε μόνος κι έπαιζε. Χόρευε σωστά, έπαιζε λάθος ή μάλλον δεν έπαιζε καθόλου...Όμως η ευτυχία στο πρόσωπό του χάθηκε γρήγορα. Άλλαξε σε αγωνία και σε τιτάνια προσπάθεια να κρατηθεί στα πόδια του. Επέμενε να τραγουδάει, να παίζει, να χορεύει. Επέμενε να κάνει φιγούρες και τσαλίμια και προς το τέλος άρχισε να ξεκουρδίζεται, και να χορεύει στο ρελαντί...Όμως δεν έπεσε. Έμεινε όρθιος μέχρι το τέλος. Μ' όλο που έχανε πολλές φορές την ισορροπία του και παλαντζάριζε και μεις λέγαμε "ωχ ο καϋμένος, ωχ, τώρα θα πέσει, θα σπάσει και το μπουζούκι..." Τελείωσε, χαμογέλασε ξέψυχα:
- Πάω για ύπνο, είπε, κι έφυγε τρικλίζοντας, καληνύχτα.
Κάποιος είπε:
- Θα πάω από πίσω, να δω μην πέσει στο δρόμο.
Την άλλη μέρα η γυναίκα του δεν έλεγε "ο Τόνης μου", έλεγε ο "Αντώνης μου καλέ αρρώστησε κι έπεσε απ' την κούραση και την αδυναμία στα πόδια του. Ούτε κουνάει ούτε λαλάει ο Αντώνης μου. Τον πήγαμε σε γιατρό, κι ο γιατρός είπε να μείνει πολλές μέρες στο κρεβάτι και να πάρει μέσα σε μια βδομάδα σαράντα πάουντ βάρος για να ζήσει ο Αντώνης μου".
Κι η "σερμαγιά" για τις μπίζνες;
Πουλί και πάει, άντε πιάστο. Ο γιατρός πήρε τα δολλάριά του. Ο Τζιμάκης του έπαθε μόλυνση στην περιτομή. Ο γιατρός πήρε τα δολλάριά του. Η γυναίκα του αργότερα γέννησε. Ο γιατρός πήρε τα δολλάριά του. Κι από πάνω διέταξε κιόλας "μια δουλειά, όχι πολλές. Και λίγες ώρες, γιατί τα νεύρα σου γίναν σμπαράλια".
Και το μπουζούκι;
Το μπουζούκι μένει στη θήκη...Δεν έχει όρεξη να την ανοίξει.
Αργότερα θα το ξαναπάρει στα χέρια του, γιατί ο καϋμός πεθαίνει μόνο με το σώμα.
Και θα μάθει να παίζει. Και θα παίζει τραγούδια θλιμμένα στη χώρα αυτή της μεγάλης αφθονίας.
Και θα παίζει "Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου", τ' αρέσει πολύ αυτό το μεγάλο τραγούδι της νεοελληνικής τραγωδίας.
(από το βιβλίο "Η άλλη Αμερική", Κέδρος, 1982)
Και για το φίλο μου τον Αντώνη τον ψηλό και φοβερά αδύνατο, θάβαζε (γιατί έφυγε απ' την Ελλάδα και για να τον τιμωρήσει) κάπου ψηλά ένα μπουζούκι να αιωρείται σαν εκρεμές, κι αυτόν όλο να πηδάει με μανία και πάθος να το φτάσει και να μην το φτάνει ποτέ, ξεψυχώντας στον αιώνα τον άπαντα.
Αλλά επειδή όλα τα μαρτύρια στη γη αρχίζουν, στη γη τελειώνουν, κι η ελπίδα στη γη αρχίζει, στη γη τελειώνει, εκείνος που πλένει πιάτα πιστεύει πως μια μέρα θα πάψε να πλένει.
Κι ο Αντώνης πως μια μέρα θα αγοράσει "ένα τέλειο, ένα καταπληχτικό μπουζούκι, να φυσάει" και θα γίνει κι αυτος κάποτε μεγάλος μπουζουξής, ήρωας...
Γιατί για τον Αντώνη δεν υπάρχουν άλλοι ήρωες, αίφνης πολιτικοί, επαναστάτες, στρατιώτες, αστέρες, ποδοσφαιριστές, παρά μόνο μπουζουξήδες ήρωες, Τσιτσάνηδες, Βαμβακάρηδες, Μητσάκηδες, Παπαϊωάννηδες, Καζατζίδηδες, Χιώτηδες, "γεννεαί δεκατέσσερες" των μπουζουξήδων και βάλε, γνωστών και ασήμων...
Ο Αντώνης , σαν έφυγε μικρός απ' το νησί του, πήγε στην Αθήνα κι έπιασε δουλειά, έπλενε ποτήρια. Η μοίρα του τον έριξε να πλένει ποτήρια στο "Μουσείο".
Εκεί πλένοντας τα ποτήρια και γεμίζοντάς τα παγωμένο νερό, προλάβαινε πότε, πότε, να βγαίνει στην πόρτα και να ευφραίνει την καρδιά του, ακούγοντας "τις αθάνατες πενιές απ΄τους μεγαλύτερους μπουζουξήδες μας".
Από τότε, ο Αντώνης ήθελε να παίζει μπουζούκι, να τους μοιάσει και να τους ξεπεράσει...
Κι ήταν ευτυχισμένος που οι ήρωές του, τον φώναζαν καμιά φορά με τ'όνομά του:
- "Αντώνη λεβέντη, πιάσε ένα καθαρό..." κι ο Αντώνης σκοτωνόταν να πάει να το φέρει...
- "Ξέρεις Μητσάκη...", μου λέει μια μέρα που πίναμε ούζο, γιατί υπάρχει τόσος σεβντάς και τόσο μεράκι στον κόσμο;
Όχι;...Θα στο πω εγώ ο Αντώνης ο σερέτης...
Γιατί ο Θεός, Μητσάκη μου έπαιζε μπουζούκι, γι' αυτό...
Και ξέρεις πώς έγινε ο κόσμος;...Πώς έγινε ο κόσμος ξέρεις;...
Κι αυτό θα στο πω εγώ ο Αντώνης ο Βαρκάρης.
Μια μέρα που ο Θεός καθόταν μονάχος του πάνω στα σύννεφα και έπαιζε ας πούμε "Μία φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά" ή "τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα αγριολούλουδα του κάμπου" του την έδωσε το λοιπό στο κεφάλι και λέει:
- "Μα τι στο διάβολο, ο Θεός να με συγχωρέσει, παίζω μονάχος μου εγώ και κανείς δε με βλέπει και κανείς δε μ' ακούει;"
- "Εμπρός να γίνει ο κόσμος..." Αλλά αυτός δεν γινόταν.
Τότε άρχισε να παίζει σαν τρελός και να χορεύει μια ζεϊμπεκιά, ωραίο πράμα Μητσάκη.
Κι όπως χόρευε μερακλωμένος, φτιαγμένος, ο μέγας μπουζουξής, ολόγυρά του άρχισε να πλάθεται ο ντουνιάς κι ό,τι βλέπουμε κι ό,τι δε βλέπουμε.
Κι όταν που λες λαχανιασμένος σταμάτησε μετά από έξι μέρες χορό και τραγούδι, κατάπληκτος είδε τον κόσμο! Τ' άρεσε πολύ κι άρχισε να κλαίει και να φιλάει το μπουζούκι του. Κι ύστερα πιάνει και το πετάει κάτω στη γη.
Και το μπουζούκι πού λες πως έπεσε;
Στην Ελλάδα, Μητσάκη, πού αλλού;
Και γεννήθηκαν οι μπουζουξήδες, οι μεγάλοι κι οι μικροί...
Αυτόν τον Αντώνη τον μπουζουκομανή πήγα και τον είδα στο εστιατόριο που δούλευε γιατί τ' αφεντικά του από την Κάρπαθο είχαν ανάγκη από ένα ταμία κι ο Αντώνης μου είπε "έλα από εκεί".
Πιότερο όμως άκουσα τον Αντώνη παρά τον είδα. Η κουζίνα ήταν τεράστια. Ένας πιατάς Ρωμιός, κοντός, μαυριδερός, ιδρωμένος, γυάλιζε σαν αλειμμένος με λάδι. Στα χείλη του κρεμιόταν συνέχεια μια γόπα. Δίπλα του ένας άλλος απ' το Πορτορίκο, πιο κοντός αυτός. Έπαιρναν τα στιβαγμένα πιάτα που έφερνε η κορδέλα και τα πλένανε. Δούλευαν σκυφτοί, γρήγορα, βουβοί, κολασμένοι.
Μόνο ο Ρωμιός, κι από κοντά ο Πορτορικανός καμιά φορά, γύριζαν πότε πότε τα κεφάλια τους κι έριχναν μια ματιά στις γκαρσόνες που μπαινόβγαιναν.
Έριχναν μια ματιά μόνο, κι έβλεπαν μόνο, τα μπούτια τους.
Κι ύστερα πάλι τα πιάτα, τα πιάτα της Αμερικής χωρίς σωμό, χωρίς τέλος.
- "Να τα στρώσεις αδέρφι σκεπάζουν τη γη...Να τα βάλεις τόνα πάνω στ' άλλο φτάνουν στο φεγγάρι".
Κι ο Αντώνης;
Ο Αντώνης πίσω να ψήνει πάντα στη "γρίλα" (λαμαρίνα) "στέικ" (μπριζόλες), μπιφτέκια, ομελέτες και πατάτες μέσα σε κιούβες με βραστό λάδι και να τραγουδάει τ' αθάνατα λαϊκά του.
- "Στου γυαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δυο καβουράκια".
Και ν' ακούγεται ωστόσο, έστω κι αν οι γκαρσόνες φώναζαν, κι οι μάγειροι φώναζαν, και τ' αφεντικά φώναζαν, να βγαίνουν πιο γρήγορα οι παραγγελίες, κι οι πιατάδες θορυβούσαν.
Με είδε και με χαιρέτισε χαμογελώντας, υψώνοντας τόνα χέρι του, εκείνο που ήταν δεμένο από μέρες με γάζες, γιατί στην άλλη δουλειά, την πρωινή, ο Αντώνης στη βιάση του και στην αφηρημάδα του, "ότι έλεγα, Μητσάκη, Γράμμα θα στείλω στο Θεό", έχωσε το χέρι του μέσα στην κιούβα με το καφτό λάδι και το χέρι του ξεφλουδίστηκε όλο...
- Γειά σου Μητσάκη, βλέπεις εγώ πιστός, τραγουδάω σαν τον αθάνατο Μάρκο, έτσι;
Είμαι ωραίος ή δεν είμαι; μολόγα είμαι;
- Είσαι, αλλά σε βλέπω γρήγορα να τσακίζεις με τόση δουλειά.
- Για το ψωμάκι Μητσάκη, για το ψωμάκι παλεύουμε τι να κάνουμε. Πατέλα μαμ λέει ο Τζιμάκης μου (ο μικρός του γιος). Πατέλα μαμ λέει η κόρη μου. Πατέλα μαμ λέει και τ' άλλο πουναι στην κοιλιά της Βαγγελιώς. Μπορείς βρε Μητσάκη; δεν μπορείς...Άντρα θέλω έγχρωμο τιβί, λέει η γυναίκα μου. Είχες και στο χωριό σου της λέω μουρή Βαγγελιώ τιβί;
Ούτε τρανζιστοράκι δεν είχες Ναι Τόνη μου, αλλά, εδώ στην Αμερική ξέρεις Μητσάκη η γυναίκα μου με λέει Τόνη, ενώ κάποτε με φώναζε αχ, Αντώναρέ μου εσύ, όταν είχαμε τα ωραία μας καταλαβαίνεις...
Το λοιπό, ναι, Τόνη μου μού λέει, αλλά ούτε ψυγείο είχαμε εκεί, εδώ αγοράσαμε. Ούτε ηλεκτρικό πλυντήριο είχαμε εκεί, ούτε κάρο, εδώ πήραμε.
Να μην πάρουμε κι ένα έγχρωμο τιβί, Τόνη μου;
Οι δίπλα μας, μόνο δυο χρόνια έχουν εδώ και πήρανε απ' ούλα.
Πώς βρε γυναίκα, της λέω, πώς; Δυο χέρια είναι αυτά, μια δουλειά είναι αυτή, ογδόντα δολλάρια τη βδομάδα είναι αυτά, γίνεται;
Γίνεται μου λέει, Τόνη μου, πώς δε γίνεται;
Με πιάνει στα λιμά, στις γαλιφιές, μ' εννοείς αδερφάκι, γυναίκα...Δε μπορείς τα ογδόντα Τόνη μου να τα κάνεις εκατό την εβδομάδα;
Τάκανα Μητσάκη εκατό.
Δεν μπορείς Τόνη μου τα εκατό να τα φτάσεις εκατόν πενήντα;
Έγιναν εκατόν πενήντα.
Δεν μπορείς Τονίνο μου τα εκατόν πενήντα να τα φτάσεις διακόσια;
Τάφτασα και διακόσια. Και διακόσια Μητσάκη μου σημαίνουν δυο δουλειές μ' αντιλαμβάνεσαι; Κι αν δεν τα τσακώσεις τώρα π' αντέχει το γαϊδούρι πάει σχόλασες. Να, σήμερα έσκασα τριακόσια τάληρα (δολλάρια) να μου φέρουν παραγγελιά απ' την Αθήνα μια μπουζουκιά του κουτιού, να φυσάει, όλο κεντίδι και φρου φρου. Όπου νάναι γίνεται, έρχεται.
-Η μπουζουκιά θα ρθεί, αλλά εσύ πού θα βρεις χρόνο να την παίζεις;
-Ε, δε θα τα τσακώσουμε κι εμείς μια Μητσάκη;
Δε θα κάνουμε δικές μας μπίζνες; Τη σερμαγιά κυνηγάω.
- Κι ο γυρισμός στην πατρίδα...;
Ο Αντώνης δεν απάντησε ή δε μ' άκουσε ή τ' άφησε να περάσει.
Όσο μιλούσαμε, μια δυο φορές μόνο σήκωσε το κεφάλι του και μούριξε μια ματιά, για να προλαβαίνει τις παραγγελίες στο άψε σβήσε να φεύγουν.
- Κι ο γυρισμός; επανέλαβα πάλι.
-Άστο αυτό Μητσάκη μου, μην αγγίζεις πληγές να χαρείς τη μανούλα σου. Άσε να φτερώσουν πρώτα τα νιάνιαρα, να μπουν σε μια σειρά και βλέπουμε.
Σωπάσαμε.
Ο Αντώνης σα να ξέχασε πως στεκόμουν ακόμη αντίκρυ του, αναστέναξε βαθιά κι άρχισε ξανά να τραγουδάει.
- "Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης έπαψε να ζει ρεμπέτης..."
Με είδε πάλι.
- Τι έκανες εσύ για δουλειά;...Τι σου είπαν οι μπόσηδες...οι Καρπαθιώτες, συμφωνήσατε;
- Το θύμα όταν μεταβάλλεται σε θύτη ξέρεις για τι πράγμα ψάχνει;
- Για θύματα οι που...οι γα...Το ξέρω.
- Γειά σου Αντώνη.
- Γειά σου, Μητσάκη μου, στο καλό και μη χαθούμε, ε;
Δε χαθήκαμε.
Βλεπόμασταν αραιά και πού. Κι ένα βράδυ Κυριακή, ύστερα από πολύ καιρό, ενώ τα πίναμε με κάτι φίλους απ΄ τη Νέα Υόρκη, ο Αντώνης είχε σχολάσει απ΄τη δουλειά του και βλέποντας αναμμένα τα φώτα κι απ' το παράθυρο να φτάνουν ως το δρόμο κάτω οι "πενιές" από τα "αθάνατα λαϊκά" πήγε σπίτι του, άρπαξε το "μπουζούκι του κουτιού" που είχε επιτέλους φτάσει απ΄ την Αθήνα την προηγούμενη μέρα κι ήρθε η ώρα τρεις τη νύχτα να τον καμαρώσουμε.
Τον υποδεχτήκαμε με φωνές και χειροκροτήματα. Ο Αντώνης στεκόταν στην πόρτα θριαμβευτής!
- Μάγκες, σπάστε όλοι. Μπορείτε να το δείτε, να το χαρείτε, να το θαυμάσετε, να το απολαύσετε, να πείτε τι ωραίο πράμα είναι αυτό μπρε Αντώνη, πού το βρήκες, αλλά όποιος τ' αγγίξει, ξηγημένοι μάγκες, του κόβω το χέρι.
Χειροκροτήσαμε.
- Κύριοι, αν και είμαι πολύ κουρασμένος, όμως για να τιμήσω το μπουζούκι μου και την εκλεκτή παρέα, θα σας τραγουδήσω το κατά δύναμη...
Άρχισε να γρατσουνάει κι ύστερα "Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου".
Τον ενθαρρύναμε, "ωραίο, μπράβο Αντώνη".
Μάλιστα ένας δυο σηκώθηκαν να χορέψουν μα δεν πήγαιναν στο ρυθμό της μουσικής...κι ο Αντώνης σηκώθηκε.
- Παραμερείστε βρε, Έλληνες και δεν ξέρετε να χορεύετε!
Χόρευε μόνος κι έπαιζε. Χόρευε σωστά, έπαιζε λάθος ή μάλλον δεν έπαιζε καθόλου...Όμως η ευτυχία στο πρόσωπό του χάθηκε γρήγορα. Άλλαξε σε αγωνία και σε τιτάνια προσπάθεια να κρατηθεί στα πόδια του. Επέμενε να τραγουδάει, να παίζει, να χορεύει. Επέμενε να κάνει φιγούρες και τσαλίμια και προς το τέλος άρχισε να ξεκουρδίζεται, και να χορεύει στο ρελαντί...Όμως δεν έπεσε. Έμεινε όρθιος μέχρι το τέλος. Μ' όλο που έχανε πολλές φορές την ισορροπία του και παλαντζάριζε και μεις λέγαμε "ωχ ο καϋμένος, ωχ, τώρα θα πέσει, θα σπάσει και το μπουζούκι..." Τελείωσε, χαμογέλασε ξέψυχα:
- Πάω για ύπνο, είπε, κι έφυγε τρικλίζοντας, καληνύχτα.
Κάποιος είπε:
- Θα πάω από πίσω, να δω μην πέσει στο δρόμο.
Την άλλη μέρα η γυναίκα του δεν έλεγε "ο Τόνης μου", έλεγε ο "Αντώνης μου καλέ αρρώστησε κι έπεσε απ' την κούραση και την αδυναμία στα πόδια του. Ούτε κουνάει ούτε λαλάει ο Αντώνης μου. Τον πήγαμε σε γιατρό, κι ο γιατρός είπε να μείνει πολλές μέρες στο κρεβάτι και να πάρει μέσα σε μια βδομάδα σαράντα πάουντ βάρος για να ζήσει ο Αντώνης μου".
Κι η "σερμαγιά" για τις μπίζνες;
Πουλί και πάει, άντε πιάστο. Ο γιατρός πήρε τα δολλάριά του. Ο Τζιμάκης του έπαθε μόλυνση στην περιτομή. Ο γιατρός πήρε τα δολλάριά του. Η γυναίκα του αργότερα γέννησε. Ο γιατρός πήρε τα δολλάριά του. Κι από πάνω διέταξε κιόλας "μια δουλειά, όχι πολλές. Και λίγες ώρες, γιατί τα νεύρα σου γίναν σμπαράλια".
Και το μπουζούκι;
Το μπουζούκι μένει στη θήκη...Δεν έχει όρεξη να την ανοίξει.
Αργότερα θα το ξαναπάρει στα χέρια του, γιατί ο καϋμός πεθαίνει μόνο με το σώμα.
Και θα μάθει να παίζει. Και θα παίζει τραγούδια θλιμμένα στη χώρα αυτή της μεγάλης αφθονίας.
Και θα παίζει "Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου", τ' αρέσει πολύ αυτό το μεγάλο τραγούδι της νεοελληνικής τραγωδίας.
(από το βιβλίο "Η άλλη Αμερική", Κέδρος, 1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής