(1ο βραβείο διηγήματος στον πανελλήνιο διαγωνισμό λογοτεχνίας του περιοδικού Δευκαλίων)
Οι εικόνες στο διάδρομο του νοσοκομείου άλλαζαν γρήγορα. Τα φώτα έρχονταν κι έφευγαν μ’ ένα ρυθμό σαν κύματα. Τα μάτια της καρφωνόταν τρομαγμένα στο φως, έκαναν ένα μικρό τόξο καθώς περνούσε από κάτω ξαπλωμένη στο φορείο κι όταν δεν μπορούσαν πια να το δουν, μ’ ένα άλμα πιανόταν απ’ το επόμενο, έτσι όπως ήταν κι η ζωή της, περιστασιακά φωτεινή, περιστασιακά λαμπερή, αλλά πάντα τρομαγμένη, πάντα προσπαθούσε να νικήσει το σκοτάδι.
Σ’ αυτόν τον ατέλειωτο διάδρομο έπαψαν σιγά – σιγά οι βιαστικές φωνές. Ο ήχος απ’ τα βήματα των τραυματιοφορέων στην αρχή ακουγόταν δυνατός κι ακανόνιστος, μετά έγινε ρυθμός κι ύστερα βάθυνε, σαν να βυθίστηκε ο ήχος σε μια ήρεμη λίμνη κι έσβησε. Έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε το κορμί της ελαφρύ να αιωρείται, να προσπαθεί ν’ αφήσει το στρώμα και να κατευθυνθεί προς το ολόλευκο φως που την καλούσε. Ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίστηκε για μια στιγμή στα χείλη της, μα κάτι ακόμη την κρατούσε αγκιστρωμένη στο τώρα, ένας πόνος, μια κίνηση, ένας αδύναμος χτύπος, ένας μικρός παλμός…
Αργά στην αρχή ακουγόταν σαν ψίθυρος, πιο δυνατά μετά κι ύστερα γέμισε το νου της ένα τραγούδι, ένα παλιό παιδικό τραγούδι, σαν νανούρισμα:
«Φέρνει ο ήλιος στο παιδί μου της ανατολής παιχνίδια
Φέρνει κούκλες στο γιαβρί μου, της βασίλισσας στολίδια…».
Χρόνια πριν ήταν ένα κορίτσι με μάτια καταγάλανα σαν του ουρανού. Έπιανε τα σύννεφα κι έβαζε πάνω τους τα μικρά της παιχνίδια. Το γέλιο της ζωγράφιζε τον κόσμο. Φτερούγιζε σαν λευκό περιστέρι στο δωμάτιο κι ο αέρας απ’ τα φτερά του μισόκλεινε τα μάτια των γονιών της. Σαν ένα όμορφο όνειρο εκείνο το γέλιο, ένα άπιαστο φως, μια γέφυρα απ’ το τότε στο τώρα, ένα χέρι που απλώνει αργά και σφίγγει το αδύναμο χέρι της φυγής.
Μισάνοιξε τα μάτια της. Όλα θολά, λες και κοίταξε πίσω από ένα τζάμι κι έξω έβρεχε λυπημένα και τα δάκρυα της βροχής προσπαθούσαν να γράψουν κάτι στο τζάμι, να πουν τις δικές τους ιστορίες. Έτσι έβρεχε και τότε…
Γύριζαν στην πόλη.
Είχε νυχτώσει. Ο ουρανός σκοτεινός και θυμωμένος σκορπούσε τα χρώματα. Η βροχή σαν έντονο κλάμα ξεσπούσε, σαν θρήνος για το άδικο, για το αμετάκλητο. Οι αστραπές έσχιζαν στα δυο τον ουρανό κι οι λάμψεις αυτές τόσο κοντά τους τρόμαζαν ως και τις σκέψεις. Ο πατέρας οδηγούσε αμίλητος. Η μητέρα κοιτούσε μια μπρος, μια στον πατέρα, μια στη μικρή και της χαμογελούσε. Σε μια στιγμή, σε μια τόση δα στιγμή, γύρισε κι ο πατέρας να τη δει. Της έπιασε το χέρι και της είπε πως φτάνουν σε λίγο και να μην φοβάται. Αυτή του χαμογέλασε. Της χαμογέλασε ζεστά κι αυτός. Αφέθηκε για λίγο. Πότε έφτασαν εκείνα τα δυνατά φώτα μπροστά τους; Πότε ακούστηκε εκείνος ο ήχος; Τα τζάμια θρυμματίστηκαν και το σώμα ελεύθερο από βάρος τυλίχτηκε στη βροχή. Βρέθηκε στη λάσπη. Η μητέρα της σύρθηκε δίπλα της. Είχε αίμα στο πρόσωπό της. Τα βρεγμένα της μαλλιά μύριζαν αγωνία. Κι ο ουρανός να σκύβει από πάνω της σαν αγρίμι και να κοιτάει το θήραμα κι αυτή να κλαίει και να κλείνει τα μάτια απ’ τη βροχή που τη ράπιζε. Κι εκείνο το δέντρο τσακισμένο δίπλα της να σιγοκαίει. Προσπάθησε να κινηθεί. Δεν ένιωθε τα πόδια της. Ο πατέρας μακριά, πολύ μακριά πια, να μην μπορεί να λευτερώσει το περιστέρι, να μην μπορεί να κρατήσει την Άνοιξη μην φύγει, κι ο ουρανός να βρυχάται κι αυτή να σπαράζει…
Κι ύστερα σιωπή, απόλυτη σιωπή… Ένα σπίτι άδειο κι αυτή σ’ ένα αναπηρικό καρότσι να κυλά αργά τις ρόδες απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, να ξύνει τους στενούς τοίχους του διαδρόμου και να πληγώνονται τα χέρια της. Και το γέλιο της πια μια πικρή διαπίστωση, μια παράκαιρα σβησμένη ζωγραφιά.
Τα χρώματα έγιναν θολά. Απλώθηκε ο ίσκιος στη ζωή της, το γκρίζο, η βαριά σιωπή και η ίδια ένα δέντρο χτυπημένο να προσπαθεί να βγάλει φύλλα, να κρατηθεί με τα κλωνάρια της απ’ τον ουρανό, ν’ ανθίσει. Μα τα χελιδόνια δεν έφτιαχναν τη φωλιά τους στο δικό της κατώφλι. Ένας ψυχρός αέρας φυσούσε κάθε βράδυ αργά στο δωμάτιο και σκορπούσε τις σκέψεις της. Τα όνειρά της πια θλιμμένα παιδιά, καθισμένα στα σκαλιά της εξώπορτας.
Πέρασαν πολλά ίδια χρόνια. Η ζωή κυλώντας έσκαψε νέους δρόμους. Και μια όμορφη μέρα συνάντησε έναν άνθρωπο φτιαγμένο από άλλο υλικό, με πολύ περισσότερη κατανόηση, αληθινό, μ’ ένα χαμόγελo που τίναζε από πάνω της τη θλίψη. Είχε κι αυτός το δικό του σταυρό, μα δεν την ενοχλούσε. Δυο ίδιοι άνθρωποι καταλαβαίνουν καλύτερα ο ένας τον άλλον. Εκεί στα δικά του μάτια καθρεφτιζόταν το πρωί ένας ήλιος με λίγα χρυσάνθεμα στα χέρια και το βράδυ τα αστέρια έκαναν βουτιές και κολυμπούσαν σε ασημένιες λίμνες. Μια αγάπη ξέχωρη, γλυκιά μα φοβισμένη φώλιασε στο γείσο των ματιών της κι εκεί, βαθιά μέσα στο στήθος της, άρχισε να αναβλύζει η πηγή του έρωτα. Έκανε ξανά όνειρα και τα κολλούσε στον τοίχο, τα ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, τα έβαζε σ’ ένα βάζο με δροσερό νερό, τα τύλιγε προσεκτικά μην τα χαλάσει. Εκεί στα δικά του χέρια ένιωσε να βρίσκει το ρυθμό που τόσο άδικα είχε σταματήσει με κείνο το δυστύχημα που της στέρησε τον πατέρα και τα πόδια της.
Θέλησαν μαζί να δώσουν στη ζωή μια δεύτερη ευκαιρία. Θέλησαν η αγάπη τους να γίνει γέλιο παιδικό. Ένιωθαν τη στοργή να ψάχνει το κορμί που πάνω του θ’ απλωθεί σαν χάδι, σαν φιλί που προστατεύει και γίνεται ομορφιά. Μα οι γιατροί ήταν λιγομίλητοι. Η ζημιά στο κορμί της απ’ το ατύχημα δεν άφηνε περιθώρια εγκυμοσύνης. Μα κι αν κάποτε ήταν αυτή εφικτή, θα ήταν πολύ επικίνδυνη και για τη ζωή της και για τη ζωή που θα είχε μέσα της.
Θυμήθηκε εκείνη τη σιωπηλή νύχτα.
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, του έσφιξε το χέρι και του είπε:
«Φύγε, δεν αξίζει να μείνεις μαζί μου, κάνε οικογένεια, έχεις πολλή αγάπη να δώσεις, το χρωστάς στον εαυτό σου, εγώ δεν μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένο…». Μα αυτός δεν κουνήθηκε. Τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω απ’ τα δικά της. Τα μάτια του γεμάτα χρώματα υγρά. Τα λόγια του ζεστά:
«Δεν γίνεται ζωή χωρίς εσένα! Θα μείνω μαζί σου, θα τα καταφέρουμε…».
Αυτή χαμογέλασε.
Τον κοίταξε κι ήταν δακρυσμένη. Μα δεν ήταν δάκρυα λύπης. Ήταν από κείνα τα σπάνια δάκρυα της χαράς για το ανέλπιστο δώρο. Κι οι μέρες πέταξαν το μαύρο τους πέπλο. Ο χρόνος έγινε πιο διάφανος και μύριζε προσδοκία. Οι εποχές κυλούσαν πιο ανυπόμονα. Τα όνειρα καρφωμένα στους τοίχους, αφημένα στη βιβλιοθήκη, περίμεναν. Τα μαλλιά έγιναν γκρίζα, οι πρώτες ρυτίδες έφτιαξαν τον ιστό τους στο πρόσωπο, μα η ελπίδα δεν πέθαινε, έσφιγγε τα χέρια της, κοιτούσε με αγωνία γύρω της, μα δεν έφευγε.
Και μια μέρα ο ήλιος ήρθε μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη του. Μια νέα ζωή μετρούσε το χρόνο με τη δική της μικρούλα καρδιά. Η προσδοκία βάδιζε αγκαλιά με το φόβο, η αναμονή ξενυχτούσε συντροφιά με τις ώρες. Η άνοιξη τέλειωσε, το καλοκαίρι έπαιζε στην αυλή, ήρθε το φθινόπωρο, χλόμιασαν τα φύλλα, έφυγαν τα χελιδόνια. Οι πρώτες θλιμμένες βροχές ψιθύριζαν στα δέντρα τα ταξίδια τους. Πέρασαν έξι μήνες. Η καινούργια ζωή σάλευε αργά στα δικά της μονοπάτια, τρομαγμένη απ’ τα δικά της τυφλά όνειρα. Γνώριζε τους απόμακρους ήχους, τις ζεστές φωνές, το χάδι που στοργικά βάδιζε στον ουρανό της. Ο έβδομος μήνας κυλούσε αργά και φοβισμένα.
Κι ύστερα ένας πόνος, μια μαχαιριά και αίμα, αίμα που πότισε τα ρούχα της και πανικός, κλάμα, η φωνή της τρομαγμένη στο σκοτάδι κι ύστερα ακινησία, σειρήνες, βιαστικά βήματα και τα φώτα του διαδρόμου να διαδέχονται το ένα το άλλο και τα μάτια της να ψάχνουν από κάπου να πιαστούν. Στο νου της γύριζαν τα λόγια των γιατρών:
«…Ανέφικτο, αδύνατο, λυπάμαι, η αναπηρία σας δεν αφήνει περιθώρια για εγκυμοσύνη…».
Κι αυτή είχε βάλει σ’ εκείνη τη ζυγαριά τα δικά της σταθμά, την Αγάπη, τον Έρωτα, τη Θέληση, το Όνειρο και νίκησε, έπρεπε να νικήσει, η δικιά της αχτίδα, όσο ασθενική κι αν ήταν, έριξε λίγο φως στο σκοτάδι.
Ξύπνησε πολύ αργά τη νύχτα μέσα από παραισθήσεις. Το χέρι που την τράβηξε απ’ την αφάνεια εκεί, ζευγαρωμένο με το δικό της χέρι. Τα μάτια του δακρυσμένα, γεμάτα πάλι με χρώματα υγρά. Προσπάθησε να ταιριάξει τις εικόνες, να θυμηθεί, να καταλάβει, να ρωτήσει και ήρθε η φωνή του να σκορπίσει και πάλι τη γαλήνη στην ψυχή της μ’ ένα ωραίο χαμόγελο:
«Όλα πήγαν καλά, αγάπη μου, θα ζήσει!
Θα πάμε μαζί να το δούμε στο θάλαμο που φυλάνε τα πρόωρα. Είναι ένα υγιές, πανέμορφο κοριτσάκι!»
του Ντελή Βαγγέλη
Γεννήθηκε το 1969 στο χωριό Ορφανά του Νομού Καρδίτσας. Το 1986-1990 σπούδασε Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και ειδικεύτηκε στην Προϊστορική Αρχαιολογία. Εργάστηκε σε διάφορες ανασκαφές Νεολιθικών Οικισμών στη Δυτική Θεσσαλία. Διατηρούσε φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης από το 1992-2002 και τα έτη 1996-2002 διατηρούσε και βιβλιοπωλείο. Πέτυχε στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ των εκπαιδευτικών και από το 2002 εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Το 2008 τον Ιανουάριο κέρδισε το Δεύτερο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας, που διοργάνωσε ο Φυσιολατρικός Σύλλογος Αθηνών, με το διήγημά του «Το Μυστικό».
Το 2012 κέρδισε το Τρίτο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης που διοργάνωσε ο Δήμος Κερατσινίου με το ποίημά του «Οι Παλιοί Ποιητές».
Το ίδιο έτος κέρδισε το τρίτο βραβείο διηγήματος στο διαγωνισμό που διοργάνωσε ο Φιλολογικός Σύλλογος Βέροιας με το διήγημά του «Η Κραυγή».
Βραβεύτηκε επίσης το 2012 με Έπαινο για την ποιητική του συλλογή «Αίας και Τέκμησσα» από τον Φιλολογικό Σύλλογο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ.
Το ίδιο έτος βραβεύτηκε με τιμητική διάκριση από το Δήμο Διαβατών Θεσσαλονίκης για το ποίημά του «Περί Ελευθερίας».
Οι εικόνες στο διάδρομο του νοσοκομείου άλλαζαν γρήγορα. Τα φώτα έρχονταν κι έφευγαν μ’ ένα ρυθμό σαν κύματα. Τα μάτια της καρφωνόταν τρομαγμένα στο φως, έκαναν ένα μικρό τόξο καθώς περνούσε από κάτω ξαπλωμένη στο φορείο κι όταν δεν μπορούσαν πια να το δουν, μ’ ένα άλμα πιανόταν απ’ το επόμενο, έτσι όπως ήταν κι η ζωή της, περιστασιακά φωτεινή, περιστασιακά λαμπερή, αλλά πάντα τρομαγμένη, πάντα προσπαθούσε να νικήσει το σκοτάδι.
Σ’ αυτόν τον ατέλειωτο διάδρομο έπαψαν σιγά – σιγά οι βιαστικές φωνές. Ο ήχος απ’ τα βήματα των τραυματιοφορέων στην αρχή ακουγόταν δυνατός κι ακανόνιστος, μετά έγινε ρυθμός κι ύστερα βάθυνε, σαν να βυθίστηκε ο ήχος σε μια ήρεμη λίμνη κι έσβησε. Έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε το κορμί της ελαφρύ να αιωρείται, να προσπαθεί ν’ αφήσει το στρώμα και να κατευθυνθεί προς το ολόλευκο φως που την καλούσε. Ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίστηκε για μια στιγμή στα χείλη της, μα κάτι ακόμη την κρατούσε αγκιστρωμένη στο τώρα, ένας πόνος, μια κίνηση, ένας αδύναμος χτύπος, ένας μικρός παλμός…
Αργά στην αρχή ακουγόταν σαν ψίθυρος, πιο δυνατά μετά κι ύστερα γέμισε το νου της ένα τραγούδι, ένα παλιό παιδικό τραγούδι, σαν νανούρισμα:
«Φέρνει ο ήλιος στο παιδί μου της ανατολής παιχνίδια
Φέρνει κούκλες στο γιαβρί μου, της βασίλισσας στολίδια…».
Χρόνια πριν ήταν ένα κορίτσι με μάτια καταγάλανα σαν του ουρανού. Έπιανε τα σύννεφα κι έβαζε πάνω τους τα μικρά της παιχνίδια. Το γέλιο της ζωγράφιζε τον κόσμο. Φτερούγιζε σαν λευκό περιστέρι στο δωμάτιο κι ο αέρας απ’ τα φτερά του μισόκλεινε τα μάτια των γονιών της. Σαν ένα όμορφο όνειρο εκείνο το γέλιο, ένα άπιαστο φως, μια γέφυρα απ’ το τότε στο τώρα, ένα χέρι που απλώνει αργά και σφίγγει το αδύναμο χέρι της φυγής.
Μισάνοιξε τα μάτια της. Όλα θολά, λες και κοίταξε πίσω από ένα τζάμι κι έξω έβρεχε λυπημένα και τα δάκρυα της βροχής προσπαθούσαν να γράψουν κάτι στο τζάμι, να πουν τις δικές τους ιστορίες. Έτσι έβρεχε και τότε…
Γύριζαν στην πόλη.
Είχε νυχτώσει. Ο ουρανός σκοτεινός και θυμωμένος σκορπούσε τα χρώματα. Η βροχή σαν έντονο κλάμα ξεσπούσε, σαν θρήνος για το άδικο, για το αμετάκλητο. Οι αστραπές έσχιζαν στα δυο τον ουρανό κι οι λάμψεις αυτές τόσο κοντά τους τρόμαζαν ως και τις σκέψεις. Ο πατέρας οδηγούσε αμίλητος. Η μητέρα κοιτούσε μια μπρος, μια στον πατέρα, μια στη μικρή και της χαμογελούσε. Σε μια στιγμή, σε μια τόση δα στιγμή, γύρισε κι ο πατέρας να τη δει. Της έπιασε το χέρι και της είπε πως φτάνουν σε λίγο και να μην φοβάται. Αυτή του χαμογέλασε. Της χαμογέλασε ζεστά κι αυτός. Αφέθηκε για λίγο. Πότε έφτασαν εκείνα τα δυνατά φώτα μπροστά τους; Πότε ακούστηκε εκείνος ο ήχος; Τα τζάμια θρυμματίστηκαν και το σώμα ελεύθερο από βάρος τυλίχτηκε στη βροχή. Βρέθηκε στη λάσπη. Η μητέρα της σύρθηκε δίπλα της. Είχε αίμα στο πρόσωπό της. Τα βρεγμένα της μαλλιά μύριζαν αγωνία. Κι ο ουρανός να σκύβει από πάνω της σαν αγρίμι και να κοιτάει το θήραμα κι αυτή να κλαίει και να κλείνει τα μάτια απ’ τη βροχή που τη ράπιζε. Κι εκείνο το δέντρο τσακισμένο δίπλα της να σιγοκαίει. Προσπάθησε να κινηθεί. Δεν ένιωθε τα πόδια της. Ο πατέρας μακριά, πολύ μακριά πια, να μην μπορεί να λευτερώσει το περιστέρι, να μην μπορεί να κρατήσει την Άνοιξη μην φύγει, κι ο ουρανός να βρυχάται κι αυτή να σπαράζει…
Κι ύστερα σιωπή, απόλυτη σιωπή… Ένα σπίτι άδειο κι αυτή σ’ ένα αναπηρικό καρότσι να κυλά αργά τις ρόδες απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, να ξύνει τους στενούς τοίχους του διαδρόμου και να πληγώνονται τα χέρια της. Και το γέλιο της πια μια πικρή διαπίστωση, μια παράκαιρα σβησμένη ζωγραφιά.
Τα χρώματα έγιναν θολά. Απλώθηκε ο ίσκιος στη ζωή της, το γκρίζο, η βαριά σιωπή και η ίδια ένα δέντρο χτυπημένο να προσπαθεί να βγάλει φύλλα, να κρατηθεί με τα κλωνάρια της απ’ τον ουρανό, ν’ ανθίσει. Μα τα χελιδόνια δεν έφτιαχναν τη φωλιά τους στο δικό της κατώφλι. Ένας ψυχρός αέρας φυσούσε κάθε βράδυ αργά στο δωμάτιο και σκορπούσε τις σκέψεις της. Τα όνειρά της πια θλιμμένα παιδιά, καθισμένα στα σκαλιά της εξώπορτας.
Πέρασαν πολλά ίδια χρόνια. Η ζωή κυλώντας έσκαψε νέους δρόμους. Και μια όμορφη μέρα συνάντησε έναν άνθρωπο φτιαγμένο από άλλο υλικό, με πολύ περισσότερη κατανόηση, αληθινό, μ’ ένα χαμόγελo που τίναζε από πάνω της τη θλίψη. Είχε κι αυτός το δικό του σταυρό, μα δεν την ενοχλούσε. Δυο ίδιοι άνθρωποι καταλαβαίνουν καλύτερα ο ένας τον άλλον. Εκεί στα δικά του μάτια καθρεφτιζόταν το πρωί ένας ήλιος με λίγα χρυσάνθεμα στα χέρια και το βράδυ τα αστέρια έκαναν βουτιές και κολυμπούσαν σε ασημένιες λίμνες. Μια αγάπη ξέχωρη, γλυκιά μα φοβισμένη φώλιασε στο γείσο των ματιών της κι εκεί, βαθιά μέσα στο στήθος της, άρχισε να αναβλύζει η πηγή του έρωτα. Έκανε ξανά όνειρα και τα κολλούσε στον τοίχο, τα ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, τα έβαζε σ’ ένα βάζο με δροσερό νερό, τα τύλιγε προσεκτικά μην τα χαλάσει. Εκεί στα δικά του χέρια ένιωσε να βρίσκει το ρυθμό που τόσο άδικα είχε σταματήσει με κείνο το δυστύχημα που της στέρησε τον πατέρα και τα πόδια της.
Θέλησαν μαζί να δώσουν στη ζωή μια δεύτερη ευκαιρία. Θέλησαν η αγάπη τους να γίνει γέλιο παιδικό. Ένιωθαν τη στοργή να ψάχνει το κορμί που πάνω του θ’ απλωθεί σαν χάδι, σαν φιλί που προστατεύει και γίνεται ομορφιά. Μα οι γιατροί ήταν λιγομίλητοι. Η ζημιά στο κορμί της απ’ το ατύχημα δεν άφηνε περιθώρια εγκυμοσύνης. Μα κι αν κάποτε ήταν αυτή εφικτή, θα ήταν πολύ επικίνδυνη και για τη ζωή της και για τη ζωή που θα είχε μέσα της.
Θυμήθηκε εκείνη τη σιωπηλή νύχτα.
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, του έσφιξε το χέρι και του είπε:
«Φύγε, δεν αξίζει να μείνεις μαζί μου, κάνε οικογένεια, έχεις πολλή αγάπη να δώσεις, το χρωστάς στον εαυτό σου, εγώ δεν μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένο…». Μα αυτός δεν κουνήθηκε. Τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω απ’ τα δικά της. Τα μάτια του γεμάτα χρώματα υγρά. Τα λόγια του ζεστά:
«Δεν γίνεται ζωή χωρίς εσένα! Θα μείνω μαζί σου, θα τα καταφέρουμε…».
Τον κοίταξε κι ήταν δακρυσμένη. Μα δεν ήταν δάκρυα λύπης. Ήταν από κείνα τα σπάνια δάκρυα της χαράς για το ανέλπιστο δώρο. Κι οι μέρες πέταξαν το μαύρο τους πέπλο. Ο χρόνος έγινε πιο διάφανος και μύριζε προσδοκία. Οι εποχές κυλούσαν πιο ανυπόμονα. Τα όνειρα καρφωμένα στους τοίχους, αφημένα στη βιβλιοθήκη, περίμεναν. Τα μαλλιά έγιναν γκρίζα, οι πρώτες ρυτίδες έφτιαξαν τον ιστό τους στο πρόσωπο, μα η ελπίδα δεν πέθαινε, έσφιγγε τα χέρια της, κοιτούσε με αγωνία γύρω της, μα δεν έφευγε.
Και μια μέρα ο ήλιος ήρθε μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη του. Μια νέα ζωή μετρούσε το χρόνο με τη δική της μικρούλα καρδιά. Η προσδοκία βάδιζε αγκαλιά με το φόβο, η αναμονή ξενυχτούσε συντροφιά με τις ώρες. Η άνοιξη τέλειωσε, το καλοκαίρι έπαιζε στην αυλή, ήρθε το φθινόπωρο, χλόμιασαν τα φύλλα, έφυγαν τα χελιδόνια. Οι πρώτες θλιμμένες βροχές ψιθύριζαν στα δέντρα τα ταξίδια τους. Πέρασαν έξι μήνες. Η καινούργια ζωή σάλευε αργά στα δικά της μονοπάτια, τρομαγμένη απ’ τα δικά της τυφλά όνειρα. Γνώριζε τους απόμακρους ήχους, τις ζεστές φωνές, το χάδι που στοργικά βάδιζε στον ουρανό της. Ο έβδομος μήνας κυλούσε αργά και φοβισμένα.
Κι ύστερα ένας πόνος, μια μαχαιριά και αίμα, αίμα που πότισε τα ρούχα της και πανικός, κλάμα, η φωνή της τρομαγμένη στο σκοτάδι κι ύστερα ακινησία, σειρήνες, βιαστικά βήματα και τα φώτα του διαδρόμου να διαδέχονται το ένα το άλλο και τα μάτια της να ψάχνουν από κάπου να πιαστούν. Στο νου της γύριζαν τα λόγια των γιατρών:
«…Ανέφικτο, αδύνατο, λυπάμαι, η αναπηρία σας δεν αφήνει περιθώρια για εγκυμοσύνη…».
Κι αυτή είχε βάλει σ’ εκείνη τη ζυγαριά τα δικά της σταθμά, την Αγάπη, τον Έρωτα, τη Θέληση, το Όνειρο και νίκησε, έπρεπε να νικήσει, η δικιά της αχτίδα, όσο ασθενική κι αν ήταν, έριξε λίγο φως στο σκοτάδι.
Ξύπνησε πολύ αργά τη νύχτα μέσα από παραισθήσεις. Το χέρι που την τράβηξε απ’ την αφάνεια εκεί, ζευγαρωμένο με το δικό της χέρι. Τα μάτια του δακρυσμένα, γεμάτα πάλι με χρώματα υγρά. Προσπάθησε να ταιριάξει τις εικόνες, να θυμηθεί, να καταλάβει, να ρωτήσει και ήρθε η φωνή του να σκορπίσει και πάλι τη γαλήνη στην ψυχή της μ’ ένα ωραίο χαμόγελο:
«Όλα πήγαν καλά, αγάπη μου, θα ζήσει!
Θα πάμε μαζί να το δούμε στο θάλαμο που φυλάνε τα πρόωρα. Είναι ένα υγιές, πανέμορφο κοριτσάκι!»
του Ντελή Βαγγέλη
Γεννήθηκε το 1969 στο χωριό Ορφανά του Νομού Καρδίτσας. Το 1986-1990 σπούδασε Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και ειδικεύτηκε στην Προϊστορική Αρχαιολογία. Εργάστηκε σε διάφορες ανασκαφές Νεολιθικών Οικισμών στη Δυτική Θεσσαλία. Διατηρούσε φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης από το 1992-2002 και τα έτη 1996-2002 διατηρούσε και βιβλιοπωλείο. Πέτυχε στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ των εκπαιδευτικών και από το 2002 εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Το 2008 τον Ιανουάριο κέρδισε το Δεύτερο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας, που διοργάνωσε ο Φυσιολατρικός Σύλλογος Αθηνών, με το διήγημά του «Το Μυστικό».
Το 2012 κέρδισε το Τρίτο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης που διοργάνωσε ο Δήμος Κερατσινίου με το ποίημά του «Οι Παλιοί Ποιητές».
Το ίδιο έτος κέρδισε το τρίτο βραβείο διηγήματος στο διαγωνισμό που διοργάνωσε ο Φιλολογικός Σύλλογος Βέροιας με το διήγημά του «Η Κραυγή».
Βραβεύτηκε επίσης το 2012 με Έπαινο για την ποιητική του συλλογή «Αίας και Τέκμησσα» από τον Φιλολογικό Σύλλογο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ.
Το ίδιο έτος βραβεύτηκε με τιμητική διάκριση από το Δήμο Διαβατών Θεσσαλονίκης για το ποίημά του «Περί Ελευθερίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής