Απόσπασμα από τις σημειώσεις αρχείο τού κ. Στέφανου (Φάνη) Ανδρεάδη!!!
"....Εδώ γράφω για την εποχή που ήμασταν γύρω στα 11 με 12 ετών.
Απόκριες, το 1943, επί Γερμανών (γιατί ξέρετε, οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα το 1944).
Εν πάση περιπτώσει, εμείς οι μικροί, καίτοι υπήρχε πάρα πολύς φόβος από τους Γερμανούς, γιατί ήταν στρατός κατοχής και υπήρχε περίπτωση να μας ξεκάνουν, δεν το βάζαμε κάτω....διατηρούσαμε παρόλο το φόβο όλα τα ήθη και έθιμα.
Έπρεπε λοιπόν κατά το έθιμο να επισκεφτούμε ντυμένοι καρναβάλια αρκετά σπίτια συγγενών και φίλων για το καθιερωμένο λουκούμι. Έτσι λοιπόν, αυτό το βράδυ των Απόκρεω, βρεθήκαμε παρέα εγώ, ο αδερφός μου ο Βασίλης Ανδρεάδης, ο κουμπάρος μας ο Βαγγέλης ο Σαμαράς και ο Μέλιος ο Μακρής, ο μικρότερος της παρέας (αυτός μάλιστα φορούσε και τη ρεπούμπλικα του πατέρα του).
Εμείς οι υπόλοιποι ασκεπείς στο κρύο.
Αφού γυρίσαμε πολλά σπίτια, αφήσαμε για το τέλος τον Τζέλο.
Όταν φτάσαμε σ αυτόν θα ήταν περίπου 10 το βράδυ. Το σπίτι του ήταν στο βάθος του οικοπέδου κι εμείς περπατούσαμε όσο πιο σιγανά μπορούσαμε με τα ξύλα στο χέρι και όλο φόβο για τα σκυλιά. (Τότε το κάθε σπίτι είχε απαραίτητα τουλάχιστον δυο ή και τρία μαντρόσκυλα, για να φυλάγουν τα πρόβατα που είχαν στην αυλή τους).
Ο διάδρομος ήταν μακρύς και είχε κατά μήκος ψηλές τριανταφυλλιές, περπατώντας στα νύχια και με την ψυχή στο στόμα φτάσαμε, χωρίς ευτυχώς να μας πάρουν χαμπάρι. Ευχηθήκαμε τα Χρόνια Πολλά, πήραμε το λουκουμάκι μας και τους καληνυχτίσαμε κι αυτούς. Φεύγοντας περίπου στα 6-7 πρώτα μέτρα του διαδρόμου που ήταν γύρω στα 40 μέτρα (έτσι το θυμάμαι τώρα) μας πήραν χαμπάρι τα σκυλιά τρία μεγάλα μαντρόσκυλα ως εκεί πάνω. Άρχισε τότε μια μάχη τι να σας πω επίθεση στην επίθεση, εμείς με τα ξύλα να βαράμε κι αυτά να μην κάνουν πίσω με τίποτα, να μας φέρνουν γύρω γύρω και να ορμάνε πάνω μας. Εγώ να φυλάγω το Μέλιο που ήταν μικρότερος και έκλαιγε από δω από κει, ξεδιπλωνόμασταν και χτυπούσαμε για ώρα στριφογυρίζοντας σαν σβούρες...και πού να τρέξουμε...θα μας έτρωγαν από πίσω...σιγά σιγά καταφέραμε να ξεφύγουμε και να βγούμε στο δρόμο.
Εκεί ο Μέλιος αντιλήφτηκε πως του έλειπε η ρεπούμπλικα από το κεφάλι (μάλλον πιάστηκε πάνω στη μάχη σε κάποια τριανταφυλλιά) και άρχισε να οδύρεται...ποιος όμως να γυρνούσε πίσω...ο Μέλιος να κλαίει:
- Το ρεπουμπλικάκι μου, το ρεπουμπλικάκι μου, τώρα πώς θα πάω σπίτι...θα με σκοτώσει στο ξύλο ο πατέρας μου που το πήρα χωρίς να τον ρωτήσω.
Άστα να πάνε...αυτό το βράδυ είχαμε μια ώρα να συνεφέρουμε το Μέλιο που ήταν πνιγμένος στο κλάμα..."
Στέφανος Ανδρεάδης
"....Εδώ γράφω για την εποχή που ήμασταν γύρω στα 11 με 12 ετών.
Απόκριες, το 1943, επί Γερμανών (γιατί ξέρετε, οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα το 1944).
Εν πάση περιπτώσει, εμείς οι μικροί, καίτοι υπήρχε πάρα πολύς φόβος από τους Γερμανούς, γιατί ήταν στρατός κατοχής και υπήρχε περίπτωση να μας ξεκάνουν, δεν το βάζαμε κάτω....διατηρούσαμε παρόλο το φόβο όλα τα ήθη και έθιμα.
Έπρεπε λοιπόν κατά το έθιμο να επισκεφτούμε ντυμένοι καρναβάλια αρκετά σπίτια συγγενών και φίλων για το καθιερωμένο λουκούμι. Έτσι λοιπόν, αυτό το βράδυ των Απόκρεω, βρεθήκαμε παρέα εγώ, ο αδερφός μου ο Βασίλης Ανδρεάδης, ο κουμπάρος μας ο Βαγγέλης ο Σαμαράς και ο Μέλιος ο Μακρής, ο μικρότερος της παρέας (αυτός μάλιστα φορούσε και τη ρεπούμπλικα του πατέρα του).
Εμείς οι υπόλοιποι ασκεπείς στο κρύο.
Αφού γυρίσαμε πολλά σπίτια, αφήσαμε για το τέλος τον Τζέλο.
Όταν φτάσαμε σ αυτόν θα ήταν περίπου 10 το βράδυ. Το σπίτι του ήταν στο βάθος του οικοπέδου κι εμείς περπατούσαμε όσο πιο σιγανά μπορούσαμε με τα ξύλα στο χέρι και όλο φόβο για τα σκυλιά. (Τότε το κάθε σπίτι είχε απαραίτητα τουλάχιστον δυο ή και τρία μαντρόσκυλα, για να φυλάγουν τα πρόβατα που είχαν στην αυλή τους).
Ο διάδρομος ήταν μακρύς και είχε κατά μήκος ψηλές τριανταφυλλιές, περπατώντας στα νύχια και με την ψυχή στο στόμα φτάσαμε, χωρίς ευτυχώς να μας πάρουν χαμπάρι. Ευχηθήκαμε τα Χρόνια Πολλά, πήραμε το λουκουμάκι μας και τους καληνυχτίσαμε κι αυτούς. Φεύγοντας περίπου στα 6-7 πρώτα μέτρα του διαδρόμου που ήταν γύρω στα 40 μέτρα (έτσι το θυμάμαι τώρα) μας πήραν χαμπάρι τα σκυλιά τρία μεγάλα μαντρόσκυλα ως εκεί πάνω. Άρχισε τότε μια μάχη τι να σας πω επίθεση στην επίθεση, εμείς με τα ξύλα να βαράμε κι αυτά να μην κάνουν πίσω με τίποτα, να μας φέρνουν γύρω γύρω και να ορμάνε πάνω μας. Εγώ να φυλάγω το Μέλιο που ήταν μικρότερος και έκλαιγε από δω από κει, ξεδιπλωνόμασταν και χτυπούσαμε για ώρα στριφογυρίζοντας σαν σβούρες...και πού να τρέξουμε...θα μας έτρωγαν από πίσω...σιγά σιγά καταφέραμε να ξεφύγουμε και να βγούμε στο δρόμο.
Εκεί ο Μέλιος αντιλήφτηκε πως του έλειπε η ρεπούμπλικα από το κεφάλι (μάλλον πιάστηκε πάνω στη μάχη σε κάποια τριανταφυλλιά) και άρχισε να οδύρεται...ποιος όμως να γυρνούσε πίσω...ο Μέλιος να κλαίει:
- Το ρεπουμπλικάκι μου, το ρεπουμπλικάκι μου, τώρα πώς θα πάω σπίτι...θα με σκοτώσει στο ξύλο ο πατέρας μου που το πήρα χωρίς να τον ρωτήσω.
Άστα να πάνε...αυτό το βράδυ είχαμε μια ώρα να συνεφέρουμε το Μέλιο που ήταν πνιγμένος στο κλάμα..."
Στέφανος Ανδρεάδης
1 σχόλιο:
Ευχαριστώ πολύ Παύλο για τη δημοσίευση αυτής της μικρής ιστορίας,που πέρα από προσωπικά στοιχεία, δίνει παράλληλα και κάποια σημειολογικά της εποχής εκείνης.
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής