«Φάε, ο κόσμος πεινάει εκεί έξω».
Δεν είναι λίγες οι μαμάδες και οι γιαγιάδες που επαναλάμβαναν συνήθως στο παρελθόν αυτήν τη φράση για να πείσουν το τέκνο τους να φάει. Στο υβριδικό φαινόμενο που λέγεται ελληνική οικογένεια (ένα κλειστό σύστημα για πολλούς ανθρώπους μέχρι το τέλος της ζωής τους) η παρατήρηση ότι ο κόσμος πεινάει εκεί έξω λειτουργεί ως απειλή, φόβητρο και προτροπή να αξιοποιηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η υπάρχουσα προσφερόμενη τροφή από τα μέλη της.
Η έλλειψη τροφής για τους υπόλοιπους λειτουργούσε ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για όσους τη διέθεταν, και μέσα από την μπουκιά με ένα κουτάλι που ταξίδευε ως αεροπλανάκι στο στόμα τού εκάστοτε μπόμπιρα περνούσε και ένα ολόκληρο μήνυμα που συνυποδήλωνε «φάε, γιατί εμείς έχουμε, και άσε τους άλλους να πεινάνε».
Εμείς και ο κόσμος, είναι πάντοτε το ζήτημα.
Γι’ αυτό η ελληνική κρίση, με ψυχαναλυτικούς όρους, είναι οικογενειακή, στοματική.
Ανάγεται στην ανάγκη μιας μητρικής φροντιστικής τροφής και στην αδυναμία ανάληψης της ευθύνης για αυτή την τροφή. Όσο μεγάλοι και εάν είμαστε, θα είναι εδώ για πάντα η μαμά και η γιαγιά να μας ταΐζουν με αεροπλανικές μανούβρες, δίνοντάς μας χαρτζιλίκια από τη σύνταξη που απεκόμισαν, υποθηκεύοντας το μέλλον μας κ.ο.κ.
Το σύστημα είναι φαύλος κύκλος.
Μένουμε στο στενό οικογενειακό πλαίσιο που είναι το μόνο που μας νοιάζεται, αδυνατώντας να ανοίξουμε τα φτερά μας, τα οποία μας έκοψαν από φόβο ότι ο κόσμος είναι κακός. Και τελικά ο κόσμος αποδεικνύεται όντως κακός, διότι κανείς δεν θα μας φροντίσει ποτέ όπως η μητέρα μας. Εκείνη που μας ευνούχισε.
Με τα χρόνια, η παιδική φράση «φάε, ο κόσμος πεινάει» μεταλλάχθηκε σε «φάε, ο κόσμος πονάει». Η τροφή για εμάς λειτουργεί θεραπευτικά, ως βάλσαμο απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής.
Εκεί καταφεύγουμε για να βρούμε στοργή, σε μια ανάκληση μνήμης μιας άχρονης νιρβάνας.
Το φαγητό έγινε για εμάς, εκτός από οικογενειακή σύνδεση, και αποφυγή του πόνου.
Όπως μέσα στην οικογενειακή σάκα, το φαγητό λειτουργεί συναισθηματικά, έτσι και το περίκλειστο σύστημα μας προστατεύει από τον οδυνηρό πόνο του συνανθρώπου. Νομίζαμε για πάρα πολλά χρόνια ότι ήμασταν ένας λαός της συμπόνιας, ένας φιλό-ξενος λαός. Σερβίραμε στο κυριακάτικο τραπέζι για πολλές δεκαετίες μύθους και τους κατάπιαμε αμάσητους. Όπως η περίφημη Ελληνίδα μητέρα ήταν η καλύτερη από όλες, έτσι και το ελληνικό σπίτι, το πιο φιλόξενο. Είναι να απορεί κανείς πώς φτάσαμε μέχρις εδώ και δεν μπορούμε να σηκωθούμε;
Αν είχαμε τόσο στέρεες ψυχικές εγγραφές, γιατί μας κυβερνούν τυχοδιώκτες πολιτικοί;
Γιατί εγκαταλείψαμε το κέντρο της Αθήνας, το σπίτι μας;
Γιατί μετατρέψαμε το φυσικό κάλλος της χώρας μας σε σκουπιδότοπο;
Αν όλα είναι τόσο καλώς καμωμένα στην ελληνική οικογένεια, γιατί οι γόνοι της είναι τόσο ανίκανοι να μεγαλώσουν, να διαχειριστούν το γύρισμα της σελίδας μιας χώρας χρεωμένης και πολωμένης, ακόμα και ύστερα από τόσα πικρά μαθήματα ελληνικής ιστορίας;
Γιατί ψάχνουμε συνεχώς να βρούμε την «αδικία» που στήθηκε εις βάρος μας;
Γιατί πιστεύουμε συνεχώς σε θεωρίες συνωμοσίας;
Γιατί αδυνατούμε να ξεφύγουμε από τη γραμμή της οικογένειάς μας ανακαλύπτοντας πρώτα τον εαυτό μας;
Γιατί ακόμα πιστεύουμε ότι είμαστε οι περιούσιοι; Ότι ο κόσμος μάς χρωστά;
Γιατί τελικά αδιαφορούμε για τον πόνο του άλλου;
Γιατί δυσκολευόμαστε κατά βάθος με τη λέξη «ενσυναίσθηση»;
Η κρίση θα συνεχίσει να υφίσταται όσο διατηρείται η αίσθηση ότι είμαστε προστατευμένοι μέσα στην οικογένειά μας. Όσο πονάμε μόνο για τους δικούς μας. Όσο αγωνιούμε μόνο για τις αγωνίες των αγαπημένων μας. Όσο νοιαζόμαστε για το γεμάτο ή άδειο ψυγείο των γονιών μας. Γιατί όσο ισχύει αυτό, η έγνοια δεν είναι πραγματική. Η φροντίδα δεν εξαντλεί τις δυνατότητές της όταν αφορά τους δικούς μας, γιατί οι δικοί μας είναι προέκταση του εαυτού μας. Ο άνθρωπος ωριμάζει όταν αρχίζει να συναισθάνεται τον πόνο του ξένου. Του αγνώστου, του διαφορετικού, μιας άλλης καταγωγής και ενός άλλου χρώματος ή φύλου. Δεν χρειάζεται όμως να τον κάνουμε και αυτόν ένα με εμάς, για να τον αγαπήσουμε. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε συνέχεια εξισώσεις και ταυτίσεις.
Η διαφορετικότητα είναι αναγκαία. Κάποιος θα πεινάει περισσότερο από εμάς, κάποιος θα πονάει πιο πολύ. Το ζήτημα είναι να βγούμε από το καβούκι μας και να δούμε αν μας αφορά ο άλλος, αν μας προκαλεί συναισθήματα, αν μπορούμε να νιώσουμε αλληλεγγύη ή σύνδεση μέσα από τον πόνο του άλλου, εκείνου που δεν περιμένουμε τίποτα ως ανταπόδοση. Και τότε η οικογένεια ενδέχεται να διευρυνθεί πέρα από τα στενά όρια που επιβάλλει το αίμα. Και ίσως να είναι μια καλύτερη οικογένεια, μια οικογένεια επιλογής αλλά και σύνδεσης συναισθηματικής με τον άφατο πόνο του ξένου, που ανά πάσα στιγμή είναι και δικός μας. Αυτό όμως προϋποθέτει να στοχαστούμε πάνω στην οικογένεια και στη φαντασίωση της παντοδυναμίας της.
Διότι τελικά καμιά μαμά δεν μπορεί να μας προστατεύσει.
Αντιθέτως, από ένα σημείο και έπειτα, μας εμποδίζει να μεγαλώσουμε, παρά το φαγητό που μας προσφέρει.
Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Εργάζεται ως ψυχολόγος στην ιδιωτική εκπαίδευση και ιδιωτικά ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια. Είναι αρθογράφος στην "Καθημερινή".
"Η Ρου" είναι το πρώτο της βιβλίο.
Δεν είναι λίγες οι μαμάδες και οι γιαγιάδες που επαναλάμβαναν συνήθως στο παρελθόν αυτήν τη φράση για να πείσουν το τέκνο τους να φάει. Στο υβριδικό φαινόμενο που λέγεται ελληνική οικογένεια (ένα κλειστό σύστημα για πολλούς ανθρώπους μέχρι το τέλος της ζωής τους) η παρατήρηση ότι ο κόσμος πεινάει εκεί έξω λειτουργεί ως απειλή, φόβητρο και προτροπή να αξιοποιηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η υπάρχουσα προσφερόμενη τροφή από τα μέλη της.
Η έλλειψη τροφής για τους υπόλοιπους λειτουργούσε ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για όσους τη διέθεταν, και μέσα από την μπουκιά με ένα κουτάλι που ταξίδευε ως αεροπλανάκι στο στόμα τού εκάστοτε μπόμπιρα περνούσε και ένα ολόκληρο μήνυμα που συνυποδήλωνε «φάε, γιατί εμείς έχουμε, και άσε τους άλλους να πεινάνε».
Εμείς και ο κόσμος, είναι πάντοτε το ζήτημα.
Γι’ αυτό η ελληνική κρίση, με ψυχαναλυτικούς όρους, είναι οικογενειακή, στοματική.
Ανάγεται στην ανάγκη μιας μητρικής φροντιστικής τροφής και στην αδυναμία ανάληψης της ευθύνης για αυτή την τροφή. Όσο μεγάλοι και εάν είμαστε, θα είναι εδώ για πάντα η μαμά και η γιαγιά να μας ταΐζουν με αεροπλανικές μανούβρες, δίνοντάς μας χαρτζιλίκια από τη σύνταξη που απεκόμισαν, υποθηκεύοντας το μέλλον μας κ.ο.κ.
Το σύστημα είναι φαύλος κύκλος.
Μένουμε στο στενό οικογενειακό πλαίσιο που είναι το μόνο που μας νοιάζεται, αδυνατώντας να ανοίξουμε τα φτερά μας, τα οποία μας έκοψαν από φόβο ότι ο κόσμος είναι κακός. Και τελικά ο κόσμος αποδεικνύεται όντως κακός, διότι κανείς δεν θα μας φροντίσει ποτέ όπως η μητέρα μας. Εκείνη που μας ευνούχισε.
Με τα χρόνια, η παιδική φράση «φάε, ο κόσμος πεινάει» μεταλλάχθηκε σε «φάε, ο κόσμος πονάει». Η τροφή για εμάς λειτουργεί θεραπευτικά, ως βάλσαμο απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής.
Εκεί καταφεύγουμε για να βρούμε στοργή, σε μια ανάκληση μνήμης μιας άχρονης νιρβάνας.
Το φαγητό έγινε για εμάς, εκτός από οικογενειακή σύνδεση, και αποφυγή του πόνου.
Όπως μέσα στην οικογενειακή σάκα, το φαγητό λειτουργεί συναισθηματικά, έτσι και το περίκλειστο σύστημα μας προστατεύει από τον οδυνηρό πόνο του συνανθρώπου. Νομίζαμε για πάρα πολλά χρόνια ότι ήμασταν ένας λαός της συμπόνιας, ένας φιλό-ξενος λαός. Σερβίραμε στο κυριακάτικο τραπέζι για πολλές δεκαετίες μύθους και τους κατάπιαμε αμάσητους. Όπως η περίφημη Ελληνίδα μητέρα ήταν η καλύτερη από όλες, έτσι και το ελληνικό σπίτι, το πιο φιλόξενο. Είναι να απορεί κανείς πώς φτάσαμε μέχρις εδώ και δεν μπορούμε να σηκωθούμε;
Αν είχαμε τόσο στέρεες ψυχικές εγγραφές, γιατί μας κυβερνούν τυχοδιώκτες πολιτικοί;
Γιατί εγκαταλείψαμε το κέντρο της Αθήνας, το σπίτι μας;
Γιατί μετατρέψαμε το φυσικό κάλλος της χώρας μας σε σκουπιδότοπο;
Αν όλα είναι τόσο καλώς καμωμένα στην ελληνική οικογένεια, γιατί οι γόνοι της είναι τόσο ανίκανοι να μεγαλώσουν, να διαχειριστούν το γύρισμα της σελίδας μιας χώρας χρεωμένης και πολωμένης, ακόμα και ύστερα από τόσα πικρά μαθήματα ελληνικής ιστορίας;
Γιατί ψάχνουμε συνεχώς να βρούμε την «αδικία» που στήθηκε εις βάρος μας;
Γιατί πιστεύουμε συνεχώς σε θεωρίες συνωμοσίας;
Γιατί αδυνατούμε να ξεφύγουμε από τη γραμμή της οικογένειάς μας ανακαλύπτοντας πρώτα τον εαυτό μας;
Γιατί ακόμα πιστεύουμε ότι είμαστε οι περιούσιοι; Ότι ο κόσμος μάς χρωστά;
Γιατί τελικά αδιαφορούμε για τον πόνο του άλλου;
Γιατί δυσκολευόμαστε κατά βάθος με τη λέξη «ενσυναίσθηση»;
Η κρίση θα συνεχίσει να υφίσταται όσο διατηρείται η αίσθηση ότι είμαστε προστατευμένοι μέσα στην οικογένειά μας. Όσο πονάμε μόνο για τους δικούς μας. Όσο αγωνιούμε μόνο για τις αγωνίες των αγαπημένων μας. Όσο νοιαζόμαστε για το γεμάτο ή άδειο ψυγείο των γονιών μας. Γιατί όσο ισχύει αυτό, η έγνοια δεν είναι πραγματική. Η φροντίδα δεν εξαντλεί τις δυνατότητές της όταν αφορά τους δικούς μας, γιατί οι δικοί μας είναι προέκταση του εαυτού μας. Ο άνθρωπος ωριμάζει όταν αρχίζει να συναισθάνεται τον πόνο του ξένου. Του αγνώστου, του διαφορετικού, μιας άλλης καταγωγής και ενός άλλου χρώματος ή φύλου. Δεν χρειάζεται όμως να τον κάνουμε και αυτόν ένα με εμάς, για να τον αγαπήσουμε. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε συνέχεια εξισώσεις και ταυτίσεις.
Η διαφορετικότητα είναι αναγκαία. Κάποιος θα πεινάει περισσότερο από εμάς, κάποιος θα πονάει πιο πολύ. Το ζήτημα είναι να βγούμε από το καβούκι μας και να δούμε αν μας αφορά ο άλλος, αν μας προκαλεί συναισθήματα, αν μπορούμε να νιώσουμε αλληλεγγύη ή σύνδεση μέσα από τον πόνο του άλλου, εκείνου που δεν περιμένουμε τίποτα ως ανταπόδοση. Και τότε η οικογένεια ενδέχεται να διευρυνθεί πέρα από τα στενά όρια που επιβάλλει το αίμα. Και ίσως να είναι μια καλύτερη οικογένεια, μια οικογένεια επιλογής αλλά και σύνδεσης συναισθηματικής με τον άφατο πόνο του ξένου, που ανά πάσα στιγμή είναι και δικός μας. Αυτό όμως προϋποθέτει να στοχαστούμε πάνω στην οικογένεια και στη φαντασίωση της παντοδυναμίας της.
Διότι τελικά καμιά μαμά δεν μπορεί να μας προστατεύσει.
Αντιθέτως, από ένα σημείο και έπειτα, μας εμποδίζει να μεγαλώσουμε, παρά το φαγητό που μας προσφέρει.
Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Εργάζεται ως ψυχολόγος στην ιδιωτική εκπαίδευση και ιδιωτικά ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια. Είναι αρθογράφος στην "Καθημερινή".
"Η Ρου" είναι το πρώτο της βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής