Μικρό είναι, δεν είναι ξακουσμένο, κατοικείται από ανθρώπους φιλήσυχους, εργατικούς, καλούς οικογενειάρχες.
Πέτρινο το λένε και βρίσκεται στη βόρεια άκρη του Νομού Καρδίτσας, ακριβώς στο σημείο επαφής των τριών νομών, Καρδίτσας, Λαρίσης και Τρικάλων. Είναι ακουμπισμένο στις νότιες πλαγιές του βουνού "Ντοπρούσι" στην αρχή του μοναδικού κάμπου της Πατρίδας μας, του κάμπου Καρδίτσας – Τρικάλων.
Μνημεία δεν έχει, αν και το ίδιο είναι ένα μνημείο κτισμένο πάνω στο πανάρχαιο «Φάκιο» που δεν έχει ερευνηθεί ακόμη ενώ γνωρίζουν την ύπαρξή του.΄Έχει ωστόσο μια καλοσυντηρημένη Εκκλησιά (Αγιος Δημήτριος) του προπερασμένου αιώνα και μια Βρύση ξεχασμένη από όλους εκείνους που ξεδιψούσε για χρόνια και χρόνια και που για να δικαιολογηθούμε ο ένας επιρρίπτει τις ευθύνες στον άλλον και συχνά σε οργίλο ύφος.
Έχει γόνιμα χωράφια, πολλά νερά, επιφανειακά από τον ποταμό Ενιπέα, που διασχίζει κατά μήκος την καλλιεργούμενη περιοχή, αλλά και υπόγεια που τροφοδοτούνται τόσο από το ποτάμι όσο και από τα γύρω βουνά που καλύπτονται από ασβεστόλιθους και επιτρέπουν τη διείσδυση του νερού στα υπόγεια στρώματα. Ακόμη περιβάλλεται από πολλές και καλές βοσκές, που άλλοτε συντηρούσαν πάνω από 7000 – 8000 πρόβατα και πλέον των 150 μεγάλων βοοειδών, χώρια τα περίπου 80 ζευγάρια άλογα που ήταν απαραίτητα για την καλλιέργεια της γης μαζί με μερικά ζευγάρια βοοειδών.
Όλα αυτά βέβαια στο παρελθόν, τώρα είναι ζήτημα αν υπάρχουν μερικές εκατοντάδες πρόβατα, καθόλου βοοειδή, καθόλου ιπποειδή, χάθηκαν όλα, ακόμη και οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν.
Σήμερα σχολείο δε λειτουργεί, οι νέοι φεύγουν και κάνουν αλλού οικογένεια, οι δρόμοι έρημοι, παιδιά δεν παίζουν γιατί δεν υπάρχουν, όλα αποπνέουν μελαγχολία, σε πιάνει το παράπονο.
Τελικά προς τα πού βαδίζουμε; γνωρίζουμε τι κοινωνία δημιουργούμε;
Διότι παρόμοια εικόνα συναντάς σε πολλά χωριά.
΄Έχουμε μπούσουλα ή τον χάσαμε και βολοδέρνουμε χωρίς πυξίδα και προορισμό:
Προβλήματα που θα έπρεπε να απασχολούν σοβαρά τις πολιτικές ηγεσίες και να σχεδιάζουν αναλόγως, αλλά αλίμονο ούτε που τους αγγίζουν καν. Για άλλα μεριμνούν και τυρβάζουν και η κυρίαρχη μέριμνά τους είναι η παραμονή στην εξουσία, στο βωμό της οποίας θυσιάζουν και ζωτικές ανάγκες.
Οι κάτοικοι του χωριού μου, κυρίως Καραγκούνηδες και λιγοστοί Σαρακατσαναίοι ή Βλάχοι όπως μας λένε οι χωριανοί μου, στους οποίους ανήκει και η ταπεινότητά μου, που εγκαταστάθηκαν εκεί πριν από το δεύτερο μεγάλο πόλεμο και διατηρούσαν άλλοτε πάνω από 3000 πρόβατα και λίγα γίδια, άλλοτε δυστυχώς, σήμερα ούτε ένα..
Οι βοσκές έρημες και οι μάντρες μισογκρεμισμένες, μόνο κουκουβάγιες λαλούν, σε πιάνει θλίψη.
Σε αυτό το χωριό μεγάλωσα και γνώρισα τον κόσμο με εξαίρεση τους καλοκαιρινούς μήνες που βγαίναμε στα βουνά, ίσως κάποιοι που γνωρίζουν κάτι περισσότερο αναρωτηθούν, μα εσύ δεν γεννήθηκες στη Μακεδονία. Ναι εκεί γεννήθηκα, αλλά Χωριό νιώθω αυτό που μεγάλωσα, εκεί που γνώρισα τον περιβάλλοντα κόσμο.
Εκεί οι συμμαθητές και συμμαθήτριες, εκεί οι παιδικές μου αναμνήσεις ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μου. Τότε το Σχολείο είχε πάνω από σαράντα παιδιά, σε κάθε θρανίο που μόλις χωρούσε δύο, καθόμασταν τρεις. Παίζαμε στα διαλείμματα και βοούσε όλο το χωριό. Θυμάμαι τους περαστικούς που διαβαίναν πηγαίνοντας στις δουλειές τους, να σταματάνε και να μας καμαρώνουν με ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους περισσή χαρά και αγαλλίαση. Βλέπετε κάποιο ή κάποια από τα παιδιά ήταν δικά τους. Όλοι είχαν πολλά παιδιά. Οικογένεια με ένα παιδί δεν θυμάμαι στο χωριό. Λέγανε χαρακτηριστικά για την οικογένεια που είχε ένα παιδί: Ένα καν κανένα. Και είχαν απόλυτο δίκιο..
Σήμερα, δυστυχώς, πολλοί φέρνουν στον κόσμο ένα παιδί, περισσότεροι δύο και κάποιοι ευπατρίδες τρία, τέσσερα και πλέον παιδιά, αλλά οι τελευταίοι αυτοί βρίσκουν το ανάλγητο Κράτος εχθρικό απέναντί τους, ναι ΑΚΡΩΣ ΕΧΘΡΙΚΟ. Χωρίς ντροπή και τσίπα, που λένε, και εχθρικοί για το μέλλον της Χώρας, Έκοψαν τα οικογενειακά επιδόματα των τριών και πάνω παιδιών και αύξησαν εκείνα με ένα ή δύο παιδιά!. Προφανώς σκέφτηκαν οι φωστήρες ότι, αυτοί που έχουν ένα ή δύο παιδιά είναι οι πολλοί, ενώ όσοι έχουν τρία ή περισσότερα οι λίγοι, συνεπώς κόβοντας τα επιδόματα των πολυτέκνων και δίδοντάς τα στους άλλους διευρύνουμε την εκλογική μας πελατεία.
Και αμ έπος αμ έργον.
Δεν σκέφθηκαν οι άφρονες ούτε τους πολύτεκνους ούτε το συμφέρον της Χώρας.
Λυπηρό! Λίγο είναι..
Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα μας.
Οι Καραγκούνηδες .είναι αυτόχθονες πάππου προς πάππου και πήραν το όνομά τους κατά μίαν εκδοχή από την ελληνική λέξη κάρα = κεφαλή και το ρήμα κουνώ, ήτοι κάρα κουνώ, Καραγκούνα, Καραγκούνηδες και είναι γνωστή η σχετική παράδοση από τη διέλευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το Θεσσαλικό κάμπο. Οι άλλες απόψεις αναφέρονται σε κείμενο του Χρ. Τσιαμούρα που δημοσιεύθηκε σε έντυπο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας, τις οποίες τις βλέπω ουτοπικές. Παλιότερα οι κάτοικοι του κάμπου ήταν περισσότερο κτηνοτρόφοι και δη προβατοτρόφοι, μάλιστα ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματα του αναφέρει χαρακτηριστικά σχετικά με τη φυγή των κατοίκων και την φροντίδα αυτών κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου «μας έδωσαν και οι Καραγκούνηδες είκοσι πρόβατα κλπ κλπ» Φαίνεται κάποιοι από τον Θεσσαλικό κάμπο μετακινούνταν, διαφορετικά πως εξηγείται η παρουσία τους στην περιοχή Αιτωλοακαρνανίας.
Είναι ξακουστή η καραγκούνικη φυλή των προβάτων λόγω των μεγάλων αποδόσεων σε κρέας και γάλα, της μεγάλης προσαρμοστικότητά της στις όποιες συνθήκες και στις επιζωοτίες, κάτι που πολλοί κτηνοτρόφοι το διέγνωσαν έγκαιρα και έσπευσαν να αλλάξουν τα κριάρια τους με αυτά της καραγκούνικης φυλής και μάλιστα χωρίς κέρατα (σιούτα), κάτι που έκανε και ο Πατέρας μου.
Η διασκέδαση παλιά δεν γινότανε σε κλειστές και σκοτεινές αίθουσες και ήταν ελεύθερο αγαθό. Όλοι συμμετείχαν χωρίς να χρειάζεται να βάλουν βαθιά στην τσέπη το χέρι. Γινότανε στο χοροστάσι στο φως της ημέρας και λάβαιναν μέρος όλοι οι κάτοικοι είτε ως ενεργά μέλη είτε ως θεατές.. Ξακουστοί έμειναν οι χοροί των γυναικών κατά τις μεγάλες γιορτές. Ντυμένες με τις παραδοσιακές καραγκούνικες στολές με τις διπλές σιγκούνες, τις πλουμιστές ποδιές, τις κεντημένες τραχηλιές και τις σειρές φλουριά στο στήθος και στο μέτωπο, πιάνονταν αλά πρατζέτα που λένε, και άρχιζαν το χορό τραγουδώντας και χορεύοντας.
Οι ονομαστικές γιορτές ήταν ένα ξεχωριστό γεγονός για την οικογένεια.
Θα επισκέπτονταν το σπίτι συγγενείς και φίλοι τραγουδώντας και χορεύοντας, όχι στα βουβά. Αντηχούσε όλο το χωριό από τα τραγούδια. Σήμερα για να πας επίσκεψη στους εορτάζοντες πρέπει να πάρεις και το δωράκι σου. Τόσοι εορτάζοντες επί τόσο για τον καθένα ίσον τόσα.
Α! πολλά, δεν βγαίνει ο λογαριασμός και η λύση πρόχειρη.
Βρίσκεις μια δικαιολογία, κάνεις ένα τηλεφώνημα και τέρμα..
Ατελείωτα τα καραγκούνικα έθιμα, όπως και των λοιπών κατοίκων της υπαίθρου και όλα συνδυασμένα με τον τρόπο ζωής τους.
Και πριν κλείσω τη μικρή αυτή αναφορά στο χωριό μου, να αναφέρω μόνο τις καλλιέργειες που χάθηκαν και ιδιαιτέρως αυτή των ρεβιθιών.
Παλιά στον κάμπο που τότε πνιγόταν και είχε ψηλή υπόγεια στάθμη οι μόνες καλλιέργειες ήταν οι ανοιξιάτικες, ήτοι ρεβίθια,καλαμπόκια, λαθούρια, νταρί ή ασπρίτσα – είδος σόργου – μποστάνια (τα οποία συνήθως φύλαγαν τα παιδιά ανεβασμένα σε δραγασιά και που για να φάνε κλέβανε από τα διπλανά, κάτι που έκανα κι εγώ το 1947 που μείναμε στον κάμπο).
Τα ρεβίθια σπέρνονται την άνοιξη σε βαριά γόνιμα χωράφια, είναι μικρού βιολογικού κύκλου, δεν θέλουν ιδιαίτερες φροντίδες, ούτε πολλά έξοδα και δίνουν καλές αποδόσεις. Αν δεν με απατά η μνήμη μου έφταναν και τις 150 οκάδες, με τις τιμές δε που πωλούνται σήμερα είναι μια καλλιέργεια άξια προσοχής. Βέβαια δεν είναι η μόνη υπάρχουν πολλές και παραγωγικότερες που ευδοκιμούν στην περιοχή, αλλά σταμάτησα στα ρεβίθια γιατί είναι μια εκτατική και αξιοπρόσεκτη.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Πέτρινο το λένε και βρίσκεται στη βόρεια άκρη του Νομού Καρδίτσας, ακριβώς στο σημείο επαφής των τριών νομών, Καρδίτσας, Λαρίσης και Τρικάλων. Είναι ακουμπισμένο στις νότιες πλαγιές του βουνού "Ντοπρούσι" στην αρχή του μοναδικού κάμπου της Πατρίδας μας, του κάμπου Καρδίτσας – Τρικάλων.
Μνημεία δεν έχει, αν και το ίδιο είναι ένα μνημείο κτισμένο πάνω στο πανάρχαιο «Φάκιο» που δεν έχει ερευνηθεί ακόμη ενώ γνωρίζουν την ύπαρξή του.΄Έχει ωστόσο μια καλοσυντηρημένη Εκκλησιά (Αγιος Δημήτριος) του προπερασμένου αιώνα και μια Βρύση ξεχασμένη από όλους εκείνους που ξεδιψούσε για χρόνια και χρόνια και που για να δικαιολογηθούμε ο ένας επιρρίπτει τις ευθύνες στον άλλον και συχνά σε οργίλο ύφος.
Έχει γόνιμα χωράφια, πολλά νερά, επιφανειακά από τον ποταμό Ενιπέα, που διασχίζει κατά μήκος την καλλιεργούμενη περιοχή, αλλά και υπόγεια που τροφοδοτούνται τόσο από το ποτάμι όσο και από τα γύρω βουνά που καλύπτονται από ασβεστόλιθους και επιτρέπουν τη διείσδυση του νερού στα υπόγεια στρώματα. Ακόμη περιβάλλεται από πολλές και καλές βοσκές, που άλλοτε συντηρούσαν πάνω από 7000 – 8000 πρόβατα και πλέον των 150 μεγάλων βοοειδών, χώρια τα περίπου 80 ζευγάρια άλογα που ήταν απαραίτητα για την καλλιέργεια της γης μαζί με μερικά ζευγάρια βοοειδών.
Όλα αυτά βέβαια στο παρελθόν, τώρα είναι ζήτημα αν υπάρχουν μερικές εκατοντάδες πρόβατα, καθόλου βοοειδή, καθόλου ιπποειδή, χάθηκαν όλα, ακόμη και οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν.
Σήμερα σχολείο δε λειτουργεί, οι νέοι φεύγουν και κάνουν αλλού οικογένεια, οι δρόμοι έρημοι, παιδιά δεν παίζουν γιατί δεν υπάρχουν, όλα αποπνέουν μελαγχολία, σε πιάνει το παράπονο.
Τελικά προς τα πού βαδίζουμε; γνωρίζουμε τι κοινωνία δημιουργούμε;
Διότι παρόμοια εικόνα συναντάς σε πολλά χωριά.
΄Έχουμε μπούσουλα ή τον χάσαμε και βολοδέρνουμε χωρίς πυξίδα και προορισμό:
Προβλήματα που θα έπρεπε να απασχολούν σοβαρά τις πολιτικές ηγεσίες και να σχεδιάζουν αναλόγως, αλλά αλίμονο ούτε που τους αγγίζουν καν. Για άλλα μεριμνούν και τυρβάζουν και η κυρίαρχη μέριμνά τους είναι η παραμονή στην εξουσία, στο βωμό της οποίας θυσιάζουν και ζωτικές ανάγκες.
Οι κάτοικοι του χωριού μου, κυρίως Καραγκούνηδες και λιγοστοί Σαρακατσαναίοι ή Βλάχοι όπως μας λένε οι χωριανοί μου, στους οποίους ανήκει και η ταπεινότητά μου, που εγκαταστάθηκαν εκεί πριν από το δεύτερο μεγάλο πόλεμο και διατηρούσαν άλλοτε πάνω από 3000 πρόβατα και λίγα γίδια, άλλοτε δυστυχώς, σήμερα ούτε ένα..
Οι βοσκές έρημες και οι μάντρες μισογκρεμισμένες, μόνο κουκουβάγιες λαλούν, σε πιάνει θλίψη.
Σε αυτό το χωριό μεγάλωσα και γνώρισα τον κόσμο με εξαίρεση τους καλοκαιρινούς μήνες που βγαίναμε στα βουνά, ίσως κάποιοι που γνωρίζουν κάτι περισσότερο αναρωτηθούν, μα εσύ δεν γεννήθηκες στη Μακεδονία. Ναι εκεί γεννήθηκα, αλλά Χωριό νιώθω αυτό που μεγάλωσα, εκεί που γνώρισα τον περιβάλλοντα κόσμο.
Εκεί οι συμμαθητές και συμμαθήτριες, εκεί οι παιδικές μου αναμνήσεις ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μου. Τότε το Σχολείο είχε πάνω από σαράντα παιδιά, σε κάθε θρανίο που μόλις χωρούσε δύο, καθόμασταν τρεις. Παίζαμε στα διαλείμματα και βοούσε όλο το χωριό. Θυμάμαι τους περαστικούς που διαβαίναν πηγαίνοντας στις δουλειές τους, να σταματάνε και να μας καμαρώνουν με ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους περισσή χαρά και αγαλλίαση. Βλέπετε κάποιο ή κάποια από τα παιδιά ήταν δικά τους. Όλοι είχαν πολλά παιδιά. Οικογένεια με ένα παιδί δεν θυμάμαι στο χωριό. Λέγανε χαρακτηριστικά για την οικογένεια που είχε ένα παιδί: Ένα καν κανένα. Και είχαν απόλυτο δίκιο..
Σήμερα, δυστυχώς, πολλοί φέρνουν στον κόσμο ένα παιδί, περισσότεροι δύο και κάποιοι ευπατρίδες τρία, τέσσερα και πλέον παιδιά, αλλά οι τελευταίοι αυτοί βρίσκουν το ανάλγητο Κράτος εχθρικό απέναντί τους, ναι ΑΚΡΩΣ ΕΧΘΡΙΚΟ. Χωρίς ντροπή και τσίπα, που λένε, και εχθρικοί για το μέλλον της Χώρας, Έκοψαν τα οικογενειακά επιδόματα των τριών και πάνω παιδιών και αύξησαν εκείνα με ένα ή δύο παιδιά!. Προφανώς σκέφτηκαν οι φωστήρες ότι, αυτοί που έχουν ένα ή δύο παιδιά είναι οι πολλοί, ενώ όσοι έχουν τρία ή περισσότερα οι λίγοι, συνεπώς κόβοντας τα επιδόματα των πολυτέκνων και δίδοντάς τα στους άλλους διευρύνουμε την εκλογική μας πελατεία.
Και αμ έπος αμ έργον.
Δεν σκέφθηκαν οι άφρονες ούτε τους πολύτεκνους ούτε το συμφέρον της Χώρας.
Λυπηρό! Λίγο είναι..
Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα μας.
Οι Καραγκούνηδες .είναι αυτόχθονες πάππου προς πάππου και πήραν το όνομά τους κατά μίαν εκδοχή από την ελληνική λέξη κάρα = κεφαλή και το ρήμα κουνώ, ήτοι κάρα κουνώ, Καραγκούνα, Καραγκούνηδες και είναι γνωστή η σχετική παράδοση από τη διέλευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το Θεσσαλικό κάμπο. Οι άλλες απόψεις αναφέρονται σε κείμενο του Χρ. Τσιαμούρα που δημοσιεύθηκε σε έντυπο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας, τις οποίες τις βλέπω ουτοπικές. Παλιότερα οι κάτοικοι του κάμπου ήταν περισσότερο κτηνοτρόφοι και δη προβατοτρόφοι, μάλιστα ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματα του αναφέρει χαρακτηριστικά σχετικά με τη φυγή των κατοίκων και την φροντίδα αυτών κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου «μας έδωσαν και οι Καραγκούνηδες είκοσι πρόβατα κλπ κλπ» Φαίνεται κάποιοι από τον Θεσσαλικό κάμπο μετακινούνταν, διαφορετικά πως εξηγείται η παρουσία τους στην περιοχή Αιτωλοακαρνανίας.
Είναι ξακουστή η καραγκούνικη φυλή των προβάτων λόγω των μεγάλων αποδόσεων σε κρέας και γάλα, της μεγάλης προσαρμοστικότητά της στις όποιες συνθήκες και στις επιζωοτίες, κάτι που πολλοί κτηνοτρόφοι το διέγνωσαν έγκαιρα και έσπευσαν να αλλάξουν τα κριάρια τους με αυτά της καραγκούνικης φυλής και μάλιστα χωρίς κέρατα (σιούτα), κάτι που έκανε και ο Πατέρας μου.
Η διασκέδαση παλιά δεν γινότανε σε κλειστές και σκοτεινές αίθουσες και ήταν ελεύθερο αγαθό. Όλοι συμμετείχαν χωρίς να χρειάζεται να βάλουν βαθιά στην τσέπη το χέρι. Γινότανε στο χοροστάσι στο φως της ημέρας και λάβαιναν μέρος όλοι οι κάτοικοι είτε ως ενεργά μέλη είτε ως θεατές.. Ξακουστοί έμειναν οι χοροί των γυναικών κατά τις μεγάλες γιορτές. Ντυμένες με τις παραδοσιακές καραγκούνικες στολές με τις διπλές σιγκούνες, τις πλουμιστές ποδιές, τις κεντημένες τραχηλιές και τις σειρές φλουριά στο στήθος και στο μέτωπο, πιάνονταν αλά πρατζέτα που λένε, και άρχιζαν το χορό τραγουδώντας και χορεύοντας.
Οι ονομαστικές γιορτές ήταν ένα ξεχωριστό γεγονός για την οικογένεια.
Θα επισκέπτονταν το σπίτι συγγενείς και φίλοι τραγουδώντας και χορεύοντας, όχι στα βουβά. Αντηχούσε όλο το χωριό από τα τραγούδια. Σήμερα για να πας επίσκεψη στους εορτάζοντες πρέπει να πάρεις και το δωράκι σου. Τόσοι εορτάζοντες επί τόσο για τον καθένα ίσον τόσα.
Α! πολλά, δεν βγαίνει ο λογαριασμός και η λύση πρόχειρη.
Βρίσκεις μια δικαιολογία, κάνεις ένα τηλεφώνημα και τέρμα..
Ατελείωτα τα καραγκούνικα έθιμα, όπως και των λοιπών κατοίκων της υπαίθρου και όλα συνδυασμένα με τον τρόπο ζωής τους.
Και πριν κλείσω τη μικρή αυτή αναφορά στο χωριό μου, να αναφέρω μόνο τις καλλιέργειες που χάθηκαν και ιδιαιτέρως αυτή των ρεβιθιών.
Παλιά στον κάμπο που τότε πνιγόταν και είχε ψηλή υπόγεια στάθμη οι μόνες καλλιέργειες ήταν οι ανοιξιάτικες, ήτοι ρεβίθια,καλαμπόκια, λαθούρια, νταρί ή ασπρίτσα – είδος σόργου – μποστάνια (τα οποία συνήθως φύλαγαν τα παιδιά ανεβασμένα σε δραγασιά και που για να φάνε κλέβανε από τα διπλανά, κάτι που έκανα κι εγώ το 1947 που μείναμε στον κάμπο).
Τα ρεβίθια σπέρνονται την άνοιξη σε βαριά γόνιμα χωράφια, είναι μικρού βιολογικού κύκλου, δεν θέλουν ιδιαίτερες φροντίδες, ούτε πολλά έξοδα και δίνουν καλές αποδόσεις. Αν δεν με απατά η μνήμη μου έφταναν και τις 150 οκάδες, με τις τιμές δε που πωλούνται σήμερα είναι μια καλλιέργεια άξια προσοχής. Βέβαια δεν είναι η μόνη υπάρχουν πολλές και παραγωγικότερες που ευδοκιμούν στην περιοχή, αλλά σταμάτησα στα ρεβίθια γιατί είναι μια εκτατική και αξιοπρόσεκτη.
Κωνσταντίνος Γαλλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής