Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα οι γυναίκες έχουν υμνηθεί, αλλά και έχουν κατηγορηθεί για πάρα πολλά από τους ποιητές και τους τραγουδοποιούς όλου του κόσμου.
Από τον κανόνα αυτόν δεν αποτελούν εξαίρεση οι Έλληνες τραγουδοποιοί και συνθέτες και πολύ περισσότερο οι λαϊκοί και ρεμπέτες, που έζησαν σε κοινωνικές συνθήκες εξαιρετικά δυσμενέστερες από τους υπόλοιπους, συνθήκες που εξωθούν πολλές φορές τους ανθρώπους σε εξαιρετικά ακραίες συμπεριφορές.Από τον κανόνα αυτόν δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση κι ο Τσιτσάνης, όχι όμως επειδή αντιπαθούσε τις γυναίκες.
«Έχω υμνήσει τις γυναίκες», έλεγε κάποτε ο ίδιος, «σε 500 τραγούδια μου.
Τις αγαπάω τις γυναίκες…
Η γυναίκα είναι το ιερότερο πλάσμα της γης…
Χωρίς τη γυναίκα το τραγούδι θα ήταν σαν τον άνθρωπο χωρίς πόδια».
Αν, όμως, αναγνώριζε τον ρόλο και την αξία των γυναικών, αν έτρεφε τέτοια αγάπη και εκτίμηση για τις γυναίκες, γιατί δεν μπόρεσε να αποτελέσει αυτός την εξαίρεση του κανόνα;
Ας ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχήν ένα βασικό και πολύ σημαντικό ζήτημα.
Τα θέματα που επιλέγουν να επεξεργαστούν και να παρουσιάσουν oι καλλιτέχνες δεν αφορούν τους ίδιους και την προσωπική τους ζωή. Όλοι οι πραγματικοί τεχνίτες εργάζονται με θέματα που παίρνουν από όσα παρατηρούν να γίνονται γύρω τους, από την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Η δουλειά τους είναι να επιλέγουν θέματα που νομίζουν ότι μπορούν να συγκινήσουν, να προβληματίσουν, να βοηθήσουν, να στηρίξουν ή να παρηγορήσουν τους συγκαιρινούς τους ανθρώπους.
Αν κατορθώσουν να δώσουν στα θέματα αυτά και μια μορφή που να αντέχει στον χρόνο, τότε θα συνεχίσουν να συγκινούν, να προβληματίζουν, να βοηθούν, να στηρίζουν, να παρηγορούν και τους ανθρώπους των επερχόμενων γενεών. Ο κανόνας αυτός ισχύει πολύ περισσότερο για το λαϊκό τραγούδι, που είναι γενικά ρεαλιστικό στο περιεχόμενό του.
Όσα αναφέρονται σ’ ένα τραγούδι πρέπει «να συμβαίνουν», έλεγαν οι λαϊκοί συνθέτες της εποχής του Τσιτσάνη. Αν δεν «συμβαίνουν», έλεγαν, τότε «δεν είναι από τη ζωή». Θέματα που «δεν ήταν από τη ζωή» ούτε τους ίδιους συγκινούσαν, ούτε πολύ περισσότερο το ακροατήριό τους. Πολλές, επομένως, από τις συγκρούσεις που ακούμε να συμβαίνουν ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες σε πολλά τραγούδια του Τσιτσάνη είναι πολύ πιθανό να έχουν στ’ αλήθεια συμβεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι ιστορίες αυτών των συγκρούσεων αφορούν την προσωπική του ζωή είτε τις πεποιθήσεις του για τις γυναίκες.
Τα παιδιά του Τσιτσάνη δεν ήταν, για παράδειγμα, τα καβουράκια του τραγουδιού (το 1952 που κυκλοφόρησε το τραγούδι ο γιος του δεν είχε ακόμα γεννηθεί), η σύζυγός του, η αείμνηστη Ζωή, δεν ήταν ασφαλώς η κυρία καβουρίνα, που πήγε τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα, κι ο ίδιος δεν ήταν ο κάβουρας που έψαχνε απεγνωσμένα για τη φαμελιά του. Το θέμα της επιπόλαιης και άστοργης γυναίκας, που εγκαταλείπει τα παιδιά της για να ζήσει γλεντοκοπώντας με τον εραστή της, δεν ήταν καινούριο στη θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού.
Το ότι το διαπραγματεύτηκε κι ο Τσιτσάνης, αυτό δεν σημαίνει πως αντιπαθούσε τις γυναίκες, ή ότι θα έπρεπε να παρουσιάζει τα πράγματα έτσι όπως δεν συνέβαιναν στην πραγματικότητα.Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει να πιστεύουμε πως ο Τσιτσάνης αντιπαθούσε τις γυναίκες είναι οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε και δημιούργησε, οι οποίες δεν τον άφηναν φυσικά αδιάφορο. Από την αρχή της καριέρας του, το 1937, μέχρι το 1982, δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του, ίσχυε στην Ελλάδα το καθεστώς της προληπτικής λογοκρισίας. Αν δεν ήθελε να καταντήσουν τα τραγούδια του σαχλοτράγουδα, παρά τον μουσικό τους πλούτο, άλλος τρόπος δεν υπήρχε για να επικοινωνήσει με το κοινό του από την αλληγορία. Ήταν υποχρεωμένος δηλαδή εξαιτίας της προληπτικής λογοκρισίας –και περισσότερο κατά την περίοδο 1946-1950- να εγκαταλείψει το κυριότερο χαρακτηριστικό του λαϊκού τραγουδιού, τον ευθύ λόγο, και να υιοθετήσει έναν παλιό και ξεχασμένο τρόπο έκφρασης, την αλληγορία, ενσωματώνοντας στους στίχους του συγκαλυμμένα μηνύματα και πλάγιες αναφορές.
Η αιτία, επομένως, των βασάνων για τα οποία κατηγορούν τις γυναίκες αρκετοί από τους πρωταγωνιστές των τραγουδιών αυτών, αφορούν στην πραγματικότητα την κοινωνική ή πολιτική κατάσταση που επικρατούσε εκείνη τη μαρτυρική για την Ελλάδα ιστορική περίοδο. Στο τραγούδι «Απ’ τη μάνα μου διωγμένος», του 1948, για παράδειγμα, ένας άντρας διεκτραγωδεί τη διπλή συμφορά που τον βρήκε εξαιτίας δύο «κακών» γυναικών, της μητέρας του και της αγαπημένης του, που τον έδιωξαν άσπλαχνα από κοντά τους. Ένας στίχος όμως στην αρχή της δεύτερης στροφής αρκεί για να δώσει στο τραγούδι ένα διαφορετικό νόημα: «σαν τη ρημαγμένη χώρα μοιάζει η δόλια μου καρδιά».
Ο ακροατής δεν χρειαζόταν περισσότερα από αυτήν την αόριστα διατυπωμένη παρομοίωση για να καταλάβει ότι η αιτία των βασάνων του αφηγητή δεν ήταν οι δυο γυναίκες, αλλά η κατεστραμμένη Ελλάδα της εποχής εκείνης και να ενώσει τον πόνο του με τον πόνο του αφηγητή.
Στα υπόλοιπα τραγούδια του θα μπορούσαμε να πούμε πως η κατάσταση είναι μοιρασμένη ως έναν βαθμό. Υπάρχουν πράγματι πολλά τραγούδια στα οποία η ευθύνη για τα πάθη του πρωταγωνιστή αποδίδεται σε κάποια μοιραία γυναίκα.
«Τρελή» την ονομάζει αυτή τη γυναίκα σε 19 τραγούδια του (με χαρακτηριστικότερες από αυτές τις περιπτώσεις τα δυο του αριστουργήματα, την «Αρχόντισσα» και την «Αχάριστη»), μπαμπέσα σε κάποια άλλα (μια ιδιαιτέρως επικίνδυνη κατηγορία γυναικών για την οποία μάλιστα προτείνει ιδιαζόντως σκληρή συμπεριφορά), σκληρόκαρδη, πλανεύτρα, ψεύτρα, ξελογιάστρα, πανούργα, γκρινιάρα, πονηρή, σατράπισσα, θεατρίνα (δηλαδή υποκρίτρια), σκληρή, κακούργα, ξεμυαλισμένη, άστατη, άπονη, αφιλότιμη, πεισματάρα, παραδόπιστη κλπ.
Ο έρωτας για τις συγκεκριμένες γυναίκες αντιμετωπίζεται στις περιπτώσεις αυτές σαν ένα πάθος που καταστρέφει τον άντρα.
Επειδή όμως δεν δίνονται συνήθως άλλες εξηγήσεις για τη συμπεριφορά αυτών των γυναικών (π.χ. κοινωνικού ή οικογενειακού χαρακτήρα), πρέπει να υποθέσουμε ότι τα επίθετα που κοσμούν αυτές τις μοιραίες γυναίκες αφορούν ατομικά χαρακτηριστικά ορισμένων μόνον και συγκεκριμένων περιπτώσεων και πως ο Τσιτσάνης σε καμιά περίπτωση δεν αποδίδει αυτά τα χαρακτηριστικά στο σύνολο των γυναικών. Ο λαϊκός καλλιτέχνης, στηριγμένος στην μακραίωνη παράδοση της τέχνης του, σκιαγραφεί μόνον τα γενικά χαρακτηριστικά μιας πράξης διαγράφοντας ένα ήθος. Στο ήθος αυτό εντάσσουμε εμείς στη συνέχεια όλες τις επιμέρους περιπτώσεις με ανάλογη συμπεριφορά, που θα πέσουν στην αντίληψή μας. Υπάρχουν όμως και αρκετά τραγούδια του στα οποία οι πρωταγωνιστές εκφράζουν απόλυτη σχεδόν αγάπη, λατρεία και αφοσίωση στην αγαπημένη τους, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι περιπτώσεις αυτών των γυναικών αποτελούν τον ιδανικό σύντροφο για έναν άντρα. Οι γυναίκες αυτές μπορεί να είναι:
-όμορφες, έξυπνες και καπάτσες, που ξέρουν να ικανοποιούν όλες τις επιθυμίες ενός άντρα (μ’ έχει και με καμαρώνει/και ποτέ δεν με μαλώνει/είν’ ωραία και μ’ αρέσει/ ήσυχη και με προσέχει)
-απλές θαρραλέες κοπέλες του λαού, που παίρνουν εκείνες την πρωτοβουλία των σχέσεων με το αντίθετο φύλλο (μια νόστιμη Σμυρνιά… μου λέει, τρέξε στη βαρκούλα κι έλα/σε θέλω συντροφιά)
-κοπέλες που έχουν είτε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή ομορφιά ή κάποια ξεχωριστά και μοναδικά χαρακτηριστικά (χρυσόξανθα μαλλιά, γλυκά μάτια, καμάρι, νάζι, γλύκα)
-εκρηκτικές καλλονές που δεν χρειάζεται να τους αφιερώσει άλλες περιγραφές εκτός από το ότι «κάνουν μπαμ», ή που δεν χρειάζεται να στολιστούν, αλλά ν’ ακολουθήσουν τον ερωτευμένο άντρα «όπως είναι»
-ή αξιοπρεπείς μόνον κοπέλες που δεν διστάζουν να ρίξουν ένα χαστούκι για να κρατήσουν τις δέουσες αποστάσεις (μ’ ένα χαστούκι σου ήρθα να σ’ αγαπήσω).
Στις περιπτώσεις αυτές οι εραστές είναι συνήθως πρόθυμοι να κάνουν μεγάλες θυσίες για την αγαπημένη τους. Να χύσουν το αίμα τους, ας πούμε για παράδειγμα, για χάρη της. Να θυσιάσουν τα πάντα, να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία, να μην σηκώσουν τα μάτια τους ποτέ σ’ άλλη γυναίκα, να την ταξιδέψουν σε μέρη εξωτικά, όπου θα ζουν δίχως βάσανα και σκοτούρες, να της χτίσουν μέγαρα, βίλες και παλάτια, να της δώσουν ή να της αφιερώσουν τα πάντα, να οργανώσουν και να εκτελέσουν τρελά γλέντια και σπατάλες, να διακινδυνέψουν την κοινωνική τους υπόληψη, να εξαρτήσουν και τη ζωή τους ακόμα από μια ματιά της.
Σε μια άλλη ομάδα τραγουδιών του Τσιτσάνη οι πρωταγωνιστές δεν είναι άντρες, αλλά γυναίκες.
Στις περιπτώσεις αυτές τα συναισθήματα που εκφράζονται είναι ανάλογης ποικιλίας, έντασης και ποιότητας με τα αντίστοιχα των αντρών. Όπως οι άντρες, έτσι και οι γυναίκες δείχνουν δύναμη, γενναιοδωρία, τόλμη, γενναιότητα, αποφασιστικότητα, αξιοπρέπεια, σκληρότητα, παίρνουν την πρωτοβουλία για τη ρύθμιση των σχέσεων, εκφράζουν την αφοσίωσή τους και τη λατρεία τους για τον σύντροφό τους, διαμαρτύρονται για τη μιζέρια ή τη σκληρότητά του, πονούν για την εγκατάλειψη ή τον χωρισμό, δεν διστάζουν όμως να δώσουν και τα παπούτσια ακόμα στο χέρι στον άπιστο ή σ’ εκείνον που αθετεί τις υποσχέσεις του και αν, καμιά φορά, ανέχονται τις παρασπονδίες του, αυτό οφείλεται μόνο στο γεγονός πως ο αγαπημένος τους είναι «μάγκας κι ομορφόπαιδο».
Στις μεγάλες ομάδες των τραγουδιών που προανέφερα θα πρέπει τέλος να προσθέσουμε και κάποιες ειδικές περιπτώσεις.
Η πρώτη είναι ασφαλώς η περίπτωση του τραγουδιού «Ζητήσατε τη γυναίκα (μετάφραση τη γαλλικής παροιμιώδους φράσης Σερσε λα φαμ), στο οποίο νομίζω ότι συμπυκνώνεται η ομολογία της απόλυτης υπαρξιακής εξάρτησης του άντρα από τη γυναίκα.
Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη της απόλυτα ελεύθερης και ανεξάρτητης γυναίκας, η περίφημη «Ντερμπεντέρισσα», που χωρίς κανέναν δισταγμό δηλώνει την παντελή αδιαφορία της, αν όχι και την περιφρόνησή της, για κάθε είδος κοινωνικών συμβάσεων, την περιφρόνησή της για συναισθήματα ή συναισθηματισμούς και απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε πρόταση για έρωτες και δεσμούς.
Η τρίτη περίπτωση είναι το τραγούδι «Κι ύστερα θα κάθεσαι» (σε στίχους του αείμνηστου Γιάννη Κυριαζή), στο οποίο είναι η γυναίκα κι όχι ο άντρας που προβάλλει τους όρους της προκειμένου να δεχτεί τον γάμο που της προτείνει.
Όροι που ούτε λίγο, ούτε πολύ αντιστρέφουν εντελώς τους μέχρι τότε (βρισκόμαστε στο 1948) γνωστούς και παραδοσιακούς ρόλους του άντρα και της γυναίκας. Εκείνος πρέπει να υπηρετεί τη γυναίκα σε κάθε ανάγκη του νοικοκυριού κι όχι η γυναίκα και να ανέχεται ακόμα και τα ερωτικά της φλερτ.
Η τέταρτη περίπτωση είναι το πασίγνωστο τραγούδι «Γεννήθηκα για να πονώ», που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την εντονότερη κραυγή πόνου και διαμαρτυρίας της γυναίκας για τον τρόπο που την αντιμετώπιζε το αντίθετο φύλο.
Υπάρχει όμως και μια τελευταία ειδική ομάδα τραγουδιών που αφορά τραγούδια που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «τραγούδια απόλυτης ή σχεδόν απόλυτης απόρριψης της γυναίκας».
Το πρώτο και παλαιότερο (του 1946) είναι το τραγούδι «Με γυναίκες μην τραβιέσαι», το δεύτερο (του 1954) είναι το τραγούδι «Τι μπελάς το γυναικείο φύλο» και το τρίτο (του 1958) είναι το τραγούδι «Οι γυναίκες μοιάζουν με τις γάτες».
Και στα τρία αυτά τραγούδια οι γυναίκες παρουσιάζονται σαν άκαρδα πλάσματα, πονηρές, ζημιάρες, κακές, ψεύτρες, άκαρδες, χωρίς συναισθήματα, ο μόνος λόγος για τον οποίο πλησιάζουν το αντίθετο φύλο είναι το χρήμα και φυσικά δεν διστάζουν ν’ αλλάξουν παρτενέρ αμέσως μόλις δουν ότι υπάρχει καλύτερη προσφορά.
Γι’ αυτό και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο πρώτο τραγούδι, από το να βάζει στο κεφάλι του νταλκάδες, φωτιές, να περνά σκοτούρες ή μαρτύρια και να κινδυνεύει να πάει ακόμα και φυλακή, είναι καλύτερα ο άντρας να μην έχει καθόλου σχέσεις με γυναίκες, να γυρνά μόνος του, να πίνει μποέμικα και να γλεντά ακίνδυνα τη ζωή του.
Νομίζω πως μ’ αυτό το τραγούδι (Με γυναίκες μην τραβιέσαι) ισοφαρίζεται η προηγούμενη περίπτωση της «Ντερμπεντέρισσας».
Τα δυο μοναδικά αυτά τραγούδια (από τα 580 που δημοσίευσε συνολικά) μας δείχνουν και τα όρια, κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στα οποία κινούμαστε εμείς οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί, που τόσο προσπάθησε επί 50 σχεδόν χρόνια να μας συμπαρασταθεί και να μας παρηγορήσει ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Για όλα όσα μας χάρισε θα τον θυμόμαστε πάντα με ευγνωμοσύνη και αγάπη....!!!
Από τον κανόνα αυτόν δεν αποτελούν εξαίρεση οι Έλληνες τραγουδοποιοί και συνθέτες και πολύ περισσότερο οι λαϊκοί και ρεμπέτες, που έζησαν σε κοινωνικές συνθήκες εξαιρετικά δυσμενέστερες από τους υπόλοιπους, συνθήκες που εξωθούν πολλές φορές τους ανθρώπους σε εξαιρετικά ακραίες συμπεριφορές.Από τον κανόνα αυτόν δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση κι ο Τσιτσάνης, όχι όμως επειδή αντιπαθούσε τις γυναίκες.
«Έχω υμνήσει τις γυναίκες», έλεγε κάποτε ο ίδιος, «σε 500 τραγούδια μου.
Τις αγαπάω τις γυναίκες…
Η γυναίκα είναι το ιερότερο πλάσμα της γης…
Χωρίς τη γυναίκα το τραγούδι θα ήταν σαν τον άνθρωπο χωρίς πόδια».
Αν, όμως, αναγνώριζε τον ρόλο και την αξία των γυναικών, αν έτρεφε τέτοια αγάπη και εκτίμηση για τις γυναίκες, γιατί δεν μπόρεσε να αποτελέσει αυτός την εξαίρεση του κανόνα;
Ας ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχήν ένα βασικό και πολύ σημαντικό ζήτημα.
Τα θέματα που επιλέγουν να επεξεργαστούν και να παρουσιάσουν oι καλλιτέχνες δεν αφορούν τους ίδιους και την προσωπική τους ζωή. Όλοι οι πραγματικοί τεχνίτες εργάζονται με θέματα που παίρνουν από όσα παρατηρούν να γίνονται γύρω τους, από την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Η δουλειά τους είναι να επιλέγουν θέματα που νομίζουν ότι μπορούν να συγκινήσουν, να προβληματίσουν, να βοηθήσουν, να στηρίξουν ή να παρηγορήσουν τους συγκαιρινούς τους ανθρώπους.
Αν κατορθώσουν να δώσουν στα θέματα αυτά και μια μορφή που να αντέχει στον χρόνο, τότε θα συνεχίσουν να συγκινούν, να προβληματίζουν, να βοηθούν, να στηρίζουν, να παρηγορούν και τους ανθρώπους των επερχόμενων γενεών. Ο κανόνας αυτός ισχύει πολύ περισσότερο για το λαϊκό τραγούδι, που είναι γενικά ρεαλιστικό στο περιεχόμενό του.
Όσα αναφέρονται σ’ ένα τραγούδι πρέπει «να συμβαίνουν», έλεγαν οι λαϊκοί συνθέτες της εποχής του Τσιτσάνη. Αν δεν «συμβαίνουν», έλεγαν, τότε «δεν είναι από τη ζωή». Θέματα που «δεν ήταν από τη ζωή» ούτε τους ίδιους συγκινούσαν, ούτε πολύ περισσότερο το ακροατήριό τους. Πολλές, επομένως, από τις συγκρούσεις που ακούμε να συμβαίνουν ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες σε πολλά τραγούδια του Τσιτσάνη είναι πολύ πιθανό να έχουν στ’ αλήθεια συμβεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι ιστορίες αυτών των συγκρούσεων αφορούν την προσωπική του ζωή είτε τις πεποιθήσεις του για τις γυναίκες.
Τα παιδιά του Τσιτσάνη δεν ήταν, για παράδειγμα, τα καβουράκια του τραγουδιού (το 1952 που κυκλοφόρησε το τραγούδι ο γιος του δεν είχε ακόμα γεννηθεί), η σύζυγός του, η αείμνηστη Ζωή, δεν ήταν ασφαλώς η κυρία καβουρίνα, που πήγε τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα, κι ο ίδιος δεν ήταν ο κάβουρας που έψαχνε απεγνωσμένα για τη φαμελιά του. Το θέμα της επιπόλαιης και άστοργης γυναίκας, που εγκαταλείπει τα παιδιά της για να ζήσει γλεντοκοπώντας με τον εραστή της, δεν ήταν καινούριο στη θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού.
Το ότι το διαπραγματεύτηκε κι ο Τσιτσάνης, αυτό δεν σημαίνει πως αντιπαθούσε τις γυναίκες, ή ότι θα έπρεπε να παρουσιάζει τα πράγματα έτσι όπως δεν συνέβαιναν στην πραγματικότητα.Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει να πιστεύουμε πως ο Τσιτσάνης αντιπαθούσε τις γυναίκες είναι οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε και δημιούργησε, οι οποίες δεν τον άφηναν φυσικά αδιάφορο. Από την αρχή της καριέρας του, το 1937, μέχρι το 1982, δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του, ίσχυε στην Ελλάδα το καθεστώς της προληπτικής λογοκρισίας. Αν δεν ήθελε να καταντήσουν τα τραγούδια του σαχλοτράγουδα, παρά τον μουσικό τους πλούτο, άλλος τρόπος δεν υπήρχε για να επικοινωνήσει με το κοινό του από την αλληγορία. Ήταν υποχρεωμένος δηλαδή εξαιτίας της προληπτικής λογοκρισίας –και περισσότερο κατά την περίοδο 1946-1950- να εγκαταλείψει το κυριότερο χαρακτηριστικό του λαϊκού τραγουδιού, τον ευθύ λόγο, και να υιοθετήσει έναν παλιό και ξεχασμένο τρόπο έκφρασης, την αλληγορία, ενσωματώνοντας στους στίχους του συγκαλυμμένα μηνύματα και πλάγιες αναφορές.
Η αιτία, επομένως, των βασάνων για τα οποία κατηγορούν τις γυναίκες αρκετοί από τους πρωταγωνιστές των τραγουδιών αυτών, αφορούν στην πραγματικότητα την κοινωνική ή πολιτική κατάσταση που επικρατούσε εκείνη τη μαρτυρική για την Ελλάδα ιστορική περίοδο. Στο τραγούδι «Απ’ τη μάνα μου διωγμένος», του 1948, για παράδειγμα, ένας άντρας διεκτραγωδεί τη διπλή συμφορά που τον βρήκε εξαιτίας δύο «κακών» γυναικών, της μητέρας του και της αγαπημένης του, που τον έδιωξαν άσπλαχνα από κοντά τους. Ένας στίχος όμως στην αρχή της δεύτερης στροφής αρκεί για να δώσει στο τραγούδι ένα διαφορετικό νόημα: «σαν τη ρημαγμένη χώρα μοιάζει η δόλια μου καρδιά».
Ο ακροατής δεν χρειαζόταν περισσότερα από αυτήν την αόριστα διατυπωμένη παρομοίωση για να καταλάβει ότι η αιτία των βασάνων του αφηγητή δεν ήταν οι δυο γυναίκες, αλλά η κατεστραμμένη Ελλάδα της εποχής εκείνης και να ενώσει τον πόνο του με τον πόνο του αφηγητή.
Στα υπόλοιπα τραγούδια του θα μπορούσαμε να πούμε πως η κατάσταση είναι μοιρασμένη ως έναν βαθμό. Υπάρχουν πράγματι πολλά τραγούδια στα οποία η ευθύνη για τα πάθη του πρωταγωνιστή αποδίδεται σε κάποια μοιραία γυναίκα.
«Τρελή» την ονομάζει αυτή τη γυναίκα σε 19 τραγούδια του (με χαρακτηριστικότερες από αυτές τις περιπτώσεις τα δυο του αριστουργήματα, την «Αρχόντισσα» και την «Αχάριστη»), μπαμπέσα σε κάποια άλλα (μια ιδιαιτέρως επικίνδυνη κατηγορία γυναικών για την οποία μάλιστα προτείνει ιδιαζόντως σκληρή συμπεριφορά), σκληρόκαρδη, πλανεύτρα, ψεύτρα, ξελογιάστρα, πανούργα, γκρινιάρα, πονηρή, σατράπισσα, θεατρίνα (δηλαδή υποκρίτρια), σκληρή, κακούργα, ξεμυαλισμένη, άστατη, άπονη, αφιλότιμη, πεισματάρα, παραδόπιστη κλπ.
Ο έρωτας για τις συγκεκριμένες γυναίκες αντιμετωπίζεται στις περιπτώσεις αυτές σαν ένα πάθος που καταστρέφει τον άντρα.
Επειδή όμως δεν δίνονται συνήθως άλλες εξηγήσεις για τη συμπεριφορά αυτών των γυναικών (π.χ. κοινωνικού ή οικογενειακού χαρακτήρα), πρέπει να υποθέσουμε ότι τα επίθετα που κοσμούν αυτές τις μοιραίες γυναίκες αφορούν ατομικά χαρακτηριστικά ορισμένων μόνον και συγκεκριμένων περιπτώσεων και πως ο Τσιτσάνης σε καμιά περίπτωση δεν αποδίδει αυτά τα χαρακτηριστικά στο σύνολο των γυναικών. Ο λαϊκός καλλιτέχνης, στηριγμένος στην μακραίωνη παράδοση της τέχνης του, σκιαγραφεί μόνον τα γενικά χαρακτηριστικά μιας πράξης διαγράφοντας ένα ήθος. Στο ήθος αυτό εντάσσουμε εμείς στη συνέχεια όλες τις επιμέρους περιπτώσεις με ανάλογη συμπεριφορά, που θα πέσουν στην αντίληψή μας. Υπάρχουν όμως και αρκετά τραγούδια του στα οποία οι πρωταγωνιστές εκφράζουν απόλυτη σχεδόν αγάπη, λατρεία και αφοσίωση στην αγαπημένη τους, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι περιπτώσεις αυτών των γυναικών αποτελούν τον ιδανικό σύντροφο για έναν άντρα. Οι γυναίκες αυτές μπορεί να είναι:
-όμορφες, έξυπνες και καπάτσες, που ξέρουν να ικανοποιούν όλες τις επιθυμίες ενός άντρα (μ’ έχει και με καμαρώνει/και ποτέ δεν με μαλώνει/είν’ ωραία και μ’ αρέσει/ ήσυχη και με προσέχει)
-απλές θαρραλέες κοπέλες του λαού, που παίρνουν εκείνες την πρωτοβουλία των σχέσεων με το αντίθετο φύλλο (μια νόστιμη Σμυρνιά… μου λέει, τρέξε στη βαρκούλα κι έλα/σε θέλω συντροφιά)
-κοπέλες που έχουν είτε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή ομορφιά ή κάποια ξεχωριστά και μοναδικά χαρακτηριστικά (χρυσόξανθα μαλλιά, γλυκά μάτια, καμάρι, νάζι, γλύκα)
-εκρηκτικές καλλονές που δεν χρειάζεται να τους αφιερώσει άλλες περιγραφές εκτός από το ότι «κάνουν μπαμ», ή που δεν χρειάζεται να στολιστούν, αλλά ν’ ακολουθήσουν τον ερωτευμένο άντρα «όπως είναι»
-ή αξιοπρεπείς μόνον κοπέλες που δεν διστάζουν να ρίξουν ένα χαστούκι για να κρατήσουν τις δέουσες αποστάσεις (μ’ ένα χαστούκι σου ήρθα να σ’ αγαπήσω).
Στις περιπτώσεις αυτές οι εραστές είναι συνήθως πρόθυμοι να κάνουν μεγάλες θυσίες για την αγαπημένη τους. Να χύσουν το αίμα τους, ας πούμε για παράδειγμα, για χάρη της. Να θυσιάσουν τα πάντα, να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία, να μην σηκώσουν τα μάτια τους ποτέ σ’ άλλη γυναίκα, να την ταξιδέψουν σε μέρη εξωτικά, όπου θα ζουν δίχως βάσανα και σκοτούρες, να της χτίσουν μέγαρα, βίλες και παλάτια, να της δώσουν ή να της αφιερώσουν τα πάντα, να οργανώσουν και να εκτελέσουν τρελά γλέντια και σπατάλες, να διακινδυνέψουν την κοινωνική τους υπόληψη, να εξαρτήσουν και τη ζωή τους ακόμα από μια ματιά της.
Σε μια άλλη ομάδα τραγουδιών του Τσιτσάνη οι πρωταγωνιστές δεν είναι άντρες, αλλά γυναίκες.
Στις περιπτώσεις αυτές τα συναισθήματα που εκφράζονται είναι ανάλογης ποικιλίας, έντασης και ποιότητας με τα αντίστοιχα των αντρών. Όπως οι άντρες, έτσι και οι γυναίκες δείχνουν δύναμη, γενναιοδωρία, τόλμη, γενναιότητα, αποφασιστικότητα, αξιοπρέπεια, σκληρότητα, παίρνουν την πρωτοβουλία για τη ρύθμιση των σχέσεων, εκφράζουν την αφοσίωσή τους και τη λατρεία τους για τον σύντροφό τους, διαμαρτύρονται για τη μιζέρια ή τη σκληρότητά του, πονούν για την εγκατάλειψη ή τον χωρισμό, δεν διστάζουν όμως να δώσουν και τα παπούτσια ακόμα στο χέρι στον άπιστο ή σ’ εκείνον που αθετεί τις υποσχέσεις του και αν, καμιά φορά, ανέχονται τις παρασπονδίες του, αυτό οφείλεται μόνο στο γεγονός πως ο αγαπημένος τους είναι «μάγκας κι ομορφόπαιδο».
Στις μεγάλες ομάδες των τραγουδιών που προανέφερα θα πρέπει τέλος να προσθέσουμε και κάποιες ειδικές περιπτώσεις.
Η πρώτη είναι ασφαλώς η περίπτωση του τραγουδιού «Ζητήσατε τη γυναίκα (μετάφραση τη γαλλικής παροιμιώδους φράσης Σερσε λα φαμ), στο οποίο νομίζω ότι συμπυκνώνεται η ομολογία της απόλυτης υπαρξιακής εξάρτησης του άντρα από τη γυναίκα.
Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη της απόλυτα ελεύθερης και ανεξάρτητης γυναίκας, η περίφημη «Ντερμπεντέρισσα», που χωρίς κανέναν δισταγμό δηλώνει την παντελή αδιαφορία της, αν όχι και την περιφρόνησή της, για κάθε είδος κοινωνικών συμβάσεων, την περιφρόνησή της για συναισθήματα ή συναισθηματισμούς και απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε πρόταση για έρωτες και δεσμούς.
Η τρίτη περίπτωση είναι το τραγούδι «Κι ύστερα θα κάθεσαι» (σε στίχους του αείμνηστου Γιάννη Κυριαζή), στο οποίο είναι η γυναίκα κι όχι ο άντρας που προβάλλει τους όρους της προκειμένου να δεχτεί τον γάμο που της προτείνει.
Όροι που ούτε λίγο, ούτε πολύ αντιστρέφουν εντελώς τους μέχρι τότε (βρισκόμαστε στο 1948) γνωστούς και παραδοσιακούς ρόλους του άντρα και της γυναίκας. Εκείνος πρέπει να υπηρετεί τη γυναίκα σε κάθε ανάγκη του νοικοκυριού κι όχι η γυναίκα και να ανέχεται ακόμα και τα ερωτικά της φλερτ.
Η τέταρτη περίπτωση είναι το πασίγνωστο τραγούδι «Γεννήθηκα για να πονώ», που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την εντονότερη κραυγή πόνου και διαμαρτυρίας της γυναίκας για τον τρόπο που την αντιμετώπιζε το αντίθετο φύλο.
Υπάρχει όμως και μια τελευταία ειδική ομάδα τραγουδιών που αφορά τραγούδια που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «τραγούδια απόλυτης ή σχεδόν απόλυτης απόρριψης της γυναίκας».
Το πρώτο και παλαιότερο (του 1946) είναι το τραγούδι «Με γυναίκες μην τραβιέσαι», το δεύτερο (του 1954) είναι το τραγούδι «Τι μπελάς το γυναικείο φύλο» και το τρίτο (του 1958) είναι το τραγούδι «Οι γυναίκες μοιάζουν με τις γάτες».
Και στα τρία αυτά τραγούδια οι γυναίκες παρουσιάζονται σαν άκαρδα πλάσματα, πονηρές, ζημιάρες, κακές, ψεύτρες, άκαρδες, χωρίς συναισθήματα, ο μόνος λόγος για τον οποίο πλησιάζουν το αντίθετο φύλο είναι το χρήμα και φυσικά δεν διστάζουν ν’ αλλάξουν παρτενέρ αμέσως μόλις δουν ότι υπάρχει καλύτερη προσφορά.
Γι’ αυτό και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο πρώτο τραγούδι, από το να βάζει στο κεφάλι του νταλκάδες, φωτιές, να περνά σκοτούρες ή μαρτύρια και να κινδυνεύει να πάει ακόμα και φυλακή, είναι καλύτερα ο άντρας να μην έχει καθόλου σχέσεις με γυναίκες, να γυρνά μόνος του, να πίνει μποέμικα και να γλεντά ακίνδυνα τη ζωή του.
Νομίζω πως μ’ αυτό το τραγούδι (Με γυναίκες μην τραβιέσαι) ισοφαρίζεται η προηγούμενη περίπτωση της «Ντερμπεντέρισσας».
Τα δυο μοναδικά αυτά τραγούδια (από τα 580 που δημοσίευσε συνολικά) μας δείχνουν και τα όρια, κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στα οποία κινούμαστε εμείς οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί, που τόσο προσπάθησε επί 50 σχεδόν χρόνια να μας συμπαρασταθεί και να μας παρηγορήσει ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Για όλα όσα μας χάρισε θα τον θυμόμαστε πάντα με ευγνωμοσύνη και αγάπη....!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής: Σχόλια ανώνυμα, σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται. Η "Ιτέα Καρδίτσας" δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσει το περιεχόμενο ενός σχολίου εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις. Σε καμιά περίπτωση τα σχόλια δεν αντιπροσωπεύουν την "Ιτέα Καρδίτσας". Επίσης ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί οποιοδήποτε σχόλιο θεωρεί ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες. Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε και τους όρους χρήσης.
Ο διαχειριστής